Ξέρω ότι σε ένα περιοδικό που γεννήθηκε στην Κυψέλη, μεγάλωσε στα στενά της και ωριμάζει σε όλη την πόλη, μάλλον το παρόν κείμενο θα αποτελέσει το πιο αντιδημοφιλές όχι μόνο του μήνα, αλλά και ολόκληρης της στήλης από τη μέρα που δημιουργήθηκε — πέρσι, αν θυμάμαι καλά.
Ήμουν ανέκαθεν κάτοικος Κυψέλης, εκτός κάποιων μικρών «παραστρατημάτων», που ουδεμία σχέση είχαν ποτέ με τη φήμη της γειτονιάς, η οποία έχει αλλάξει πολλές φορές θετικό και αρνητικό πρόσημο στα 35 χρόνια ύπαρξής μου.
Η Κυψέλη για μένα είναι πράγματι σπίτι, είναι πράγματι μια οικεία γειτονιά, είναι πράγματι αυτό που ονομάζουμε «πραγματική Αθήνα», μια πολυπολιτισμική κυψέλη όπως αρμόζει σε πόλεις σαν τη δική μας. Ποτέ στα μάτια μου δεν μειώθηκε η αξία της, η οποία, προσωπικά, κυρίως έγκειται στο γεγονός ότι εγκολπώνει μία πλούσια πολιτισμική αστική ιστορία και στο ότι παραμένει γειτονιά.
Όταν η Κυψέλη άρχισε ξανά να «ανεβαίνει» (δεν συμφωνώ με τη λέξη, αλλά χάριν συνεννόησης) ως προορισμός, όταν –τέλος πάντων– απώλεσε την πρότερη φήμη των early ’00s ως μια επικίνδυνη και κατεστραμμένη περιοχή, ένιωσα περηφάνια.
Άρχισαν να ανοίγουν ξανά μαγαζιά και να δίνουν και αυτά με τη σειρά τους ζωή σε μια άλλοτε αθηναϊκή «τρύπα», σπίτια ανανεώθηκαν και όλο και περισσότεροι κάτοικοι άρχισαν να επιστρέφουν ή να επιλέγουν την Κυψέλη για να μείνουν, φοιτητές από όλα τα μέρη της χώρας και της Ευρώπης άρχισαν πάλι να γεμίζουν τις οδούς με τα ονόματα νησιών, ενώ η αρχιτεκτονική της περιοχής άρχισε ξανά να εκτιμάται δεόντως σε άρθρα και αφιερώματα περιοδικών πόλης.
Και φτάνουμε στο σήμερα. Θα περίμενε κανείς ότι όλη αυτή η φασαρία γύρω από τις ομορφιές της Κυψέλης θα είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της ζωής των αμετανόητων κατοίκων, αυτών που όσο κι αν η Κυψέλη βρισκόταν σε πολιορκία, εκείνοι τη στήριζαν πραγματικά σε πείσμα της κακής φήμης. Σκοπός του «Κυψελάρα» δεν ήταν να γεμίσει η γειτονιά με πανάκριβα ενοίκια χωρίς αντίκρισμα ή πανάκριβους καφέδες και σνακ για να δικαιώσουν τη χιπστερική στροφή της, αλλά να εκτιμηθεί όντως η κρυμμένη ή φανερή ομορφιά σε ένα λελογισμένο πλαίσιο.
Δεν είναι δυνατόν, λοιπόν, ιδιοκτήκτες κατοικιών, έστω και ανακαινισμένων, να αγαπούν αυτή την περιοχή και να ανεβάζουν τα ενοίκια σε δυσθεώρητα –για τους μισθούς– ύψη. Δεν νομίζω κανένας σοβαρός άνθρωπος, που μπορεί να αγαπάει μεν την Κυψέλη, να δίνει 800 ευρώ ενοίκιο (ακόμη κι αν τα έχει!) για μια περιοχή που κατά κανόνα α) είναι βρώμικη (ο δήμος δεν έδωσε σημασία στο νέο hype της γειτονιάς), β) δεν έχει πάρκινγκ, αφού η πλειονότητα των πολυκατοικιών χρονολογούνται στις δεκαετίες ’60-’70 (και επίσης άρχισαν όλοι ξαφνικά να βγαίνουν στην Κυψέλη) και γ) οι πολυκατοικίες της είναι όντως παλιές! Όσο κι αν έχεις ανακαινίσει το σπίτι σου, αγαπητέ ιδιοκτήτη, δεν παύει να αποτελεί ένα διαμέρισμα-κομμάτι ενός πολυώροφου μπλοκ που έχει ξεπεράσει τον μισό αιώνα ζωής. Ξέρουμε ότι είναι μια περιοχή κοντά στο κέντρο (αν αυτός είναι ο αντίλογος), αλλά με το μετρό ΌΛΕΣ οι περιοχές είναι κοντά στο κέντρο. Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για την αγορά σπιτιού (μη ανακαίνισμένο διαμέρισμα 60 τετραγωνικών στην τιμή των 150.000 ευρώ;!)
Τι θέλω να πω; Καταλαβαίνετε πολύ καλά. Αν η «Πατησίων Ζει» (και κατ’ επέκταση η Κυψέλη) και άντεξε στην περίοδο των κρίσεων, αυτό οφείλεται στους κατοίκους και στους επιχειρηματίες που την αγάπησαν. Οπότε μην τους προδίδετε έτσι. Γιατί αυτοί έκαναν την Κυψέλη «Κυψέλαρα». Μπορούν ανά πάσα στιγμή να το πάρουν πίσω.