Με την Γιώτα Κοντογεωργοπούλου μιλήσαμε με αφορμή την έκδοση του νέου της βιβλίου με τίτλο “Σσαμπάτ”. Φρεσκοτυπωμένο και έτοιμο προς ανάγνωση, έφτασε στο γραφείο μου μόλις την Παρασκευή και δεν γινόταν να μην μου τραβήξει την προσοχή. Μια φανταστική ιστορία που μπλέκεται με την πραγματική ιστορία της πόλης των Ιωαννίνων, ακροβατεί στον χωροχρόνο κι αν κρίνω από τις πρώτες σελίδες που πρόλαβα να διαβάσω, η αγωνία παραμένει σε υψηλά επίπεδα έως το τέλος. Μέχρι να το προμηθευτείτε, μπορείτε να εισαχθείτε στον κόσμο του “Σσαμπάτ” – μη φοβάστε, δεν υπάρχει spoiler.
Τι είναι το Σσαμπάτ και τι ρόλο παίζει στην καθημερινότητα της εβραϊκής ζωής;
Το Σσαμπάτ είναι η έβδομη μέρα της εβδομάδας σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση και τη μέρα αυτή ο άνθρωπος πρέπει να αναπαύεται απέχοντας από κάθε είδους εργασία ή δημιουργία, να απαλλάσσεται από τις καθημερινές έγνοιες και να ασχολείται με την εξύψωση του πνεύματος. Το Σσαμπάτ περιγράφεται ως μια όαση ηρεμίας μέσα στον ωκεανό της καθημερινότητας με το ενδιαφέρον να στρέφεται προς τον εσωτερικό κόσμο, την ψυχή. Όταν ήταν Σσαμπάτ, οι Εβραίοι στα Γιάννενα δεν άναβαν ούτε καν το μαγκάλι ή το καντήλι. Περίμεναν τους γείτονες χριστιανούς να τους βοηθήσουν να ζεσταθούν. Φωτιά δεν έβαζαν ποτέ το Σσαμπάτ. Από την παραμονή, την Παρασκευή, έκαναν όλες τις εργασίες. Οι γυναίκες ασβέστωναν, μαγείρευαν και από το απόγευμα προς βράδυ σταματούσε κάθε δραστηριότητα. Οι άνδρες πήγαιναν στην Συναγωγή και στη συνέχεια επέστρεφαν στο σπίτι για το δείπνο.
Στην περίπτωση του «Σσαμπάτ», του βιβλίου δηλαδή, η μέρα αυτή ταυτίζεται με τον βίαιο εκτοπισμό των Εβραίων των Ιωαννίνων που έγινε πολύ νωρίς το πρωί του Σαββάτου 25 Μαρτίου 1944, σχεδόν χαράματα, ενώ η πόλη ετοιμαζόταν να γιορτάσει τον Ευαγγελισμό και για τους Εβραίους ήταν αργία. Ξεριζώθηκαν εκείνη την χιονισμένη μέρα από την πόλη 1870 Ρωμανιώτες Εβραίοι μετά από δώδεκα αιώνες παρουσίας και μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς. Εκεί και σε άλλα στρατόπεδα στη συνέχεια, εξολοθρεύτηκε το 92% του ρωμανιώτικου εβραϊσμού των Ιωαννίνων. Κάπως έτσι η μέρα της αργίας έγινε η μέρα του εφιάλτη.
Σε ποια εποχή διαδραματίζεται η ιστορία;
Η ιστορία κινείται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, από το 1944 και τον εκτοπισμό των Εβραίων των Ιωαννίνων από τους Ναζί, μέχρι δύο διαφορετικές ιστορίες φόνων, η μία στη Σύρο πριν από 26 χρόνια και η άλλη στο Βόλο πριν από 15 χρόνια. Όλα αυτά φτάνουν στα εγκλήματα που συγκλονίζουν σήμερα τα Ιωάννινα και δημιουργούν ένα ντόμινο εξελίξεων και ανατροπών.
Έχουμε να κάνουμε με το παρόν δηλαδή, αλλά και με τρεις παράλληλες ιστορίες σε διαφορετικές χρονικές περιόδους που έρχονται μαζί στο φως και σχετίζονται μέσα από μια ανατρεπτική οδό με δύο δολοφονίες και μια εξαφάνιση, αλλά και με την πολιτική ζωή του τόπου στο σήμερα.
Άνθρωποι με διαφορετικές ζωές και αφετηρίες, βρίσκονται στον ίδιο τόπο, συνομιλούν και σχετίζονται ο ένας με τον άλλο έχοντας άγνοια της πραγματικής τους ταυτότητας και καταλήγουν κομμάτια του ίδιου παζλ. Η μια ιστορία συμπληρώνει, υπονομεύει και αποκαλύπτει την άλλη.
Πώς εμπνευστήκατε την ιστορία που είναι “σφηνωμένη στην καρδιά της πόλης”; Χρειάστηκε και ιστορική έρευνα; Πόσο καιρό σας πήρε;
Για το κομμάτι της ιστορίας των Εβραίων ναι, χρειάστηκε διάβασμα. Για τις καθημερινές συνήθειες, η ζωή τους εντός του κάστρου των Ιωαννίνων, και εκτός αυτού, τις λατρευτικές τους συνήθειες, τις σχέσεις τους με τους χριστιανούς και φυσικά την ιστορία του εκτοπισμού τους και της περιόδου πριν και μετά από αυτόν. Είναι σαφέστατα μια ιστορία που είναι «σφηνωμένη» στα πλευρά της πόλης καθώς πέρα από το γεγονός ότι ο ίδιος ο διωγμός δεν ξεχάστηκε από τους Γιαννιώτες, ακόμη και σήμερα τα Ιωάννινα έχουν μια ισχυρή εβραϊκή κοινότητα ενώ ήταν η πόλη που εξέλεξε και έναν Εβραίο για δήμαρχό της. Αναφέρομαι στον Μωυσή Ελισάφ, αυτό τον πολύ χαρισματικό γιατρό και άνθρωπο που χάσαμε πριν από κάποιους μήνες και ο οποίος κατάφερε να διεμβολίσει με το παράδειγμά του το τείχος του αντισημιτισμού που υπάρχει ακόμη και στις μέρες μας στη χώρα. Το βιβλίο αυτό το έγραψα με μεγάλα διαστήματα μη ενασχόλησης. Άργησα μετά το πρώτο μου μυθιστόρημα να προχωρήσω στο δεύτερο για λόγους καθαρά προσωπικούς καθώς βίωσα μια πολύ βαριά απώλεια. Αν συμπυκνώναμε το χρόνο, θα έλεγα ότι μου πήρε περίπου ένα χρόνο για να το γράψω με την έρευνα να είναι παράλληλο κομμάτι της γραφής.
Η πηγή της έμπνευσής μου ήταν ο Μωυσής Ελισάφ, αλλά και η προσωπικότητα του Σωτήρη, ενός εκ των βασικών ηρώων του βιβλίου, είναι εμπνευσμένη από έναν Πατρινό, τον κύριο Βασίλη, ο οποίος ντυνόταν με γυναικεία ρούχα και ο οποίος μου είχε κάνει την τιμή να μου δώσει μια συγκλονιστική συνέντευξη.
Το ότι θέσατε στο επίκεντρο ένα βιβλιοπωλείο έχει να κάνει με τη δική σας αγάπη για τα βιβλία;
Το βιβλιοπωλείο είναι μύχιος πόθος μου. Είναι το επάγγελμα που θα ήθελα να κάνω. Δυστυχώς δεν το επιχείρησα έγκαιρα και δεν κατάφερα να κάνω το όνειρο πραγματικότητα, αλλά ποτέ δεν είναι αργά, έτσι δεν είναι; Ναι τα αγαπώ τα βιβλία. Και τους βιβλιοφάγους. Δεν ήταν τυχαία η επιλογή του βιβλιοπωλείου. Ήθελα στην ιστορία μου αυτή να υπάρχει άρωμα από χαρτί. Θα καταλάβουν φαντάζομαι οι αναγνώστες το γιατί, διαβάζοντάς το.
Ας γυρίσουμε στην αρχή. Η δημοσιογραφική σας ιδιότητα ήταν αυτή που έδωσε το έναυσμα για τη συγγραφή;
Είναι αλληλένδετα θα έλεγα. Η ευκολία στη γραφή και η έμφυτη περιέργεια οδήγησε στη δημοσιογραφία και η δημοσιογραφία με τη σειρά της ως καθημερινή και διαρκής άσκηση γραφής, οδήγησε στη συγγραφή. Πιστεύω ωστόσο ότι η δημοσιογραφία καθυστέρησε τη συγγραφή και λόγω χρόνου και λόγω της δυνατότητας δημόσιας έκφρασης θέσεων και συναισθημάτων. Μιλάω για τα μυθιστορήματα βέβαια γιατί πάντα έγραφα στίχους και κείμενα για παραστάσεις.
Ποια είναι η δική σας αγαπημένη πόλη και ποιο το αγαπημένο σας σημείο σε αυτή;
Αγαπημένη πόλη, είναι πάντα αυτή που έχει συνδυαστεί με ζητήματα καρδιάς. Είναι η πόλη που λειτούργησε ως σκηνικό μεγάλων ερώτων. Και αυτή στην οποία υποδέχθηκες ένα παιδί. Η Πάτρα και η Κωνσταντινούπολη λοιπόν, υπ΄αυτή την έννοια. Στην Πάτρα αγαπώ το μόλο της Αγίου Νικολάου και το σημείο όπου δένουν τα καράβια. Στην Κωνσταντινούπολη το Βόσπορο και την Ινστικλάλ.
Ε, και μετά, τα Γιάννενα φυσικά, με αγαπημένα σημεία τη λίμνη και το κάστρο. Μόνο τυχαία δεν τα επέλεξα. Είναι η πόλη των φοιτητικών μου χρόνων. Έχουν μια ξεχωριστή μαγεία τα Γιάννενα όπως και η Κωνσταντινούπολη. Σαν να σκάβεις το χώμα και να έρχονται μυρωδιές από το φλοιό της ιστορίας τους.
Η πόλη ζει ακόμη;
Αλίμονο αν δεν ζούσε η πόλη. Το θέμα είναι πώς ζει. Πώς αλληλοεπιδρά με τους κατοίκους της και ποιο είναι το αφήγημά της. Μια πόλη ζει όταν έχει κάτι δικό της, πολύ ξεχωριστό να σου ψιθυρίσει στο αυτί. Κάτι παλιό και κάτι νέο. Μόνο με το ένα από τα δύο η πόλη όχι, δεν ζει.
H Γιώτα Κοντογεωργοπούλου γεννήθηκε στην Πάτρα. Σπούδασε Ιστορία-Αρχαιολογία στα Ιωάννινα και Δημοσιογραφία στην Αθήνα. Έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες, τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, περιοδικά και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης σε Ιωάννινα, Αθήνα και Πάτρα, αλλά και στον τομέα της πολιτικής επικοινωνίας. Είναι διευθύντρια σύνταξης στο ειδησεογραφικό portal thebest.gr.
Έχει γράψει στίχους και κείμενα για δέκα θεατρικές και μουσικές παραστάσεις (ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, Πάτρα – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, Θέατρο Ιθάκης κ.ά). Το 2020 κυκλοφόρησε από την Ωκεανίδα το μυθιστόρημά της Η μυρωδιά του αχινού. Έχει γράψει επίσης το βιβλίο Ιστορίες εστίασης στην Πάτρα του 20ού αιώνα (εκδόσεις Το δόντι) και το Ιστορικό Ημερολόγιο του Εμπορικού Συλλόγου της Πάτρας (εκδόσεις Το δόντι). Είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Πελοποννήσου-Ηπείρου-Νήσων.
Facebook: Γιώτα Κοντογεωργοπούλου – Συγγραφέας