Από πού κι ως πού
Αυτό το κείμενο είναι απόλυτα καθαρό. Από τη μια θα μπορούσε να είναι κάλπικο, φτιαχτό, από την άλλη θα μπορούσε να είναι πράγματι αληθινό, να έχει προκύψει μετά από μια συνάντηση με έναν ιερέα κι ένα όργανο της αστυνομίας. Όπως και να έχει, όμως, είναι καθαρό.
Ας μου επιτραπεί μια σημείωση εδώ: πρόσωπα με επάγγελμα ή λειτούργημα φορτισμένο κοινωνικά ή αξιακά, όπως αυτό μιας γιατρού, ενός στρατιωτικού, ενός ματατζή, μιας ιερόδουλης, ενός ψάλτη κ.ο.κ έχουν μια δυσκολία στο άνοιγμα και την έκφρασή τους απέναντι σε έναν δημοσιογράφο.
Ποτέ δεν κατανόησα από πού προκύπτει αυτός ο τρόμος. Όταν για το έντυπό μας προ μηνών είχα ξενυχτήσει στην πλατεία Κουμουνδούρου (Μια Νύχτα στην Πλατεία Κουμουνδούρου) και μπήκα μες στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ μίλησα με δύο αστυνομικούς που στέκονται απ’ έξω. Πολύ μαζεμένοι, πολύ σφιχτοί, μου έλεγξαν και την ταυτότητά μου-εντάξει, φυλούσαν τα γραφεία του κυβερνώντος κόμματος.
Για τους αστυνομικούς ειδικά, σε σχέση με τα άλλα επαγγέλματα, θα έλεγα πως δεν έχουν κάτι να καμαρώσουν. Για τους παπάδες θεωρώ ότι προτιμούν να μιλούν σε έναν άνθρωπο με απορίες περί της πίστης, όχι σε μια δημοσιογράφο για την οποία αισθάνονται ότι τους χρειάζεται για να βγάλει ένα ρεπορτάζ. Η πίστη θέλει χρόνο, υπομονή, είναι φυσιολογικό να μην κατανοήσει ένας πάτερ ότι έχεις φανταστεί ένα κείμενο που αφορά όχι τον ίδιο ή τον Χριστό και την εκκλησία, αλλά το επάγγελμα του ιερέα. Και μάλιστα, σε παραλληλία με αυτό του αστυνομικού, εν μία Ελλάδι που παραμένει συντηρητική-και καλά κάνει, θα μου πει κάποιος- με ή χωρίς αριστερή κυβέρνηση, με ή χωρίς νομιμοποιημένο σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ομοφύλων και τα λοιπά.
Ακόμα, ο παπάς και ο αστυνομικός χαίρουν σεβασμού. Ίσως όχι τόσο πολύ στο αστικό χάος της Αθήνας, αλλά χαίρουν, πίστεψέ με. Είναι αρκετοί ακόμα οι άνθρωποι που φιλούν το χέρι ενός παπά. Και είναι ακόμα περισσότεροι αυτοί που δεν γνωρίζουν ακριβώς τα δικαιώματά τους κατά τη διάρκεια μια σύλληψης ή μιας κράτησης στο αστυνομικό τμήμα.
Για εμένα, υπάρχουν καλοί και κακοί μπάτσοι. Καλοί και κακοί παπάδες. Δεν ταυτίζω αυτά τα δύο επαγγέλματα. Όπως δεν ταυτίζω καθόλου την ορθοδοξία και τους τύπους της με την ανάγκη ενός κράτους με νόμους να φυλάσσεται από όργανα της τάξης.
Ο Α. και ο Πατήρ Ε.
Ντυμένο με πολιτικά ρούχα συνάντησα τον Α. σε ένα καφέ των νοτίων προαστίων. Ήταν γνωστός γνωστού γι’ αυτό και δέχθηκε, ανώνυμα βέβαια, να μου πει μερικά πράγματα. Ήταν μια πολύ κακή συνέντευξη και του το είπα κιόλας και γέλασε. Με το τσιγκέλι. Βλέπεις, οι καλλιτέχνες τα λένε αλλιώς… Αλλά, εκεί είναι τα ωραία, στα δύσκολα.
Με το ράσο του και γελαστός με συνάντησε έξω από την εκκλησία όπου λειτουργεί, ο πατέρας Ε., που τον θυμάμαι από μικρή, αυτός όμως όχι. Μου έδωσε λίγο χρόνο και φρόντισα να τον εκμεταλλευτώ στο έπακρον.
Κανένας από τους δύο δεν ήξερε το μέσο για το οποίο επρόκειτο να δώσουν συνέντευξη, αλλά και οι δύο ήξεραν το άρθρο. «Τι σκοπεύεις να πετύχεις με αυτό το κείμενο;», με ρώτησε ο ένας από τους δύο-δεν θα πω ποιος. «Να πω μια ιστορία, όπως πάντα. Αυτή τη φορά θα είναι ίσως λίγο παράξενη», του απάντησα.
Δεν έχω φίλους παπάδες και αστυνομικούς. Οι παπάδες και οι αστυνομικοί με ποιους κάνουν παρέα; Υπάρχουν αστυνομικοί που ζουν στα Εξάρχεια; Και παπάδες που το κινητό τους τελειώνει σε 666;
Πόσο ικανοποιητικά αποτελέσματα σχετικά με όλες αυτές τις απορίες μπορεί να φέρει μια κουβέντα με 2 τυχαίους εκπροσώπους των δύο αυτών αντικειμενικά παράξενων επαγγελμάτων;
Ο ιερέας της ενορίας που επισκέφθηκα δεν θεωρεί ότι εργάζεται, αλλά ότι υπηρετεί τον Θεό. Έχει τέσσερα παιδιά και την γλυκιά του παπαδιά, αρκετά χρόνια νεότερη, πηγαίνει διακοπές λίγες ημέρες το καλοκαίρι σε κοντινό στην Αθήνα νησί, κυκλοφορεί με άνεση, πλέον, όταν φορά τα άμφια, όταν είχε έρθει από το χωριό του και έβλεπε τους ιερείς ντυμένους έτσι αισθανόταν άβολα, δεν ήταν παιδικό του όνειρο να γίνει ιερέας, αλλά ήταν από παιδί λόγω οικογενειακής παράδοσης ταγμένος στον Θεό, έχει αδυναμία στους εφήβους, πιστεύει ότι είναι καλό οι νέοι να παίζουν μουσική και να ασχολούνται με τις τέχνες, δεν βλέπει πολλή τηλεόραση, αλλά του αρέσει να ακούει ρεμπέτικες κομπανίες. Εναλλακτικός ιερέας. Ευγενέστατος. Απλός. Τον ντράπηκα. Λίγο. Αλλά τον ντράπηκα. Τι παρίστανα ακριβώς μπροστά του; Ο ίδιος μου είπε ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα με αυτό που κάνει τον καθένα ευτυχισμένο, αρκεί να είναι καλός άνθρωπος και να κάνει το σωστό της συνείδησής του. Δεν αισθάνθηκε άνετα όταν του έθεσα ατάκες υψηλά ιστάμενων ιερέων για τους ομοφυλόφιλους, τα μέταλ συγκροτήματα και την κάνναβη. Απέφυγε να απαντήσει. Αλλά χαμογελούσε πλατιά και με κοίταζε σταθερά στα μάτια. Δεν είχε πρόβλημα να αναφερθεί το όνομά του στη συνέντευξη, αλλά για λόγους αρμονίας, το παρέλειψα.
Ο κύριος αστυνομικός μας προτίμησε να μην το γράψω. Ζει σε ένα ωραίο διαμέρισμα με τη γυναίκα του, δεν έχουν παιδάκι ακόμα, θέλουν, δεν ακούει μπουζουκοτράγουδα, ήθελε να μπει στην αστυνομία για λόγους σταθερότητας και περισσότερης ασφάλειας, έχει τη συνείδησή του καθαρή, «δεν έχει κανένα θέμα με τους πρόσφυγες και με τις τραβεστί και με δεν ξέρω γω τι που λέτε (σ.σ: ποιοι λέμε, αλήθεια;) εσείς ότι εμείς της αστυνομίας έχουμε».
Ναι, αλλά δεν είναι πιο προνομιακή η αντιμετώπιση κάποιου καλοβαλμένου κυριούλη που έκανε κάποιο… «λάθος» από αυτήν που επιφυλάσσεται σε έναν άνθρωπο που μπορεί να βρίσκεται και εκτός πλαισίου «κανονικότητας»; Και γιατί συλλαμβάνετε ένα άτομο με 1μιση γραμμάριο χασίς επάνω του και το βαστάτε όλη νύχτα στο τμήμα για να πάει στο δικαστήριο το πρωί και να αθωωθεί; Δεν είναι βάναυσο όλο αυτό;
Μειδιάματα, αμήχανα γέλια, «καταλαβαίνω πώς τα λες αυτά και δεν έχεις άδικο, κάποια μοιάζουν παράλογα, όμως έτσι είναι».
Ο αστυνομικός βλέπει και παίζει ποδόσφαιρο, προτιμά να οδηγεί τη μηχανή του και όχι το αυτοκίνητό του, δε γουστάρει καθόλου ρατσισμό-φασισμό, έχει εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη, έχει νιώσει ο ίδιος, όμως, ρατσισμό όταν έχει τύχει να πει σε μια παρέα, πχ. το καλοκαίρι, τι δουλειά κάνει. «Πολλοί συνάδελφοι το αποφεύγουν. Λες δημόσιος υπάλληλος στα ΚΕΠ του δήμου μου και ξεμπερδεύεις. Το να είσαι αστυνομικός στην Ελλάδα δε μοιάζει με τις ξένες σειρές που βλέπουμε και επίσης επικρατεί μια λανθασμένη άποψη για το προφίλ μας γενικά.»
Ξέρω ότι αισθάνεται ο άνθρωπος πως κι εγώ έχω λανθασμένη άποψη. «Αρκετοί μας λένε μπάτσους, αλλά αν τύχει και μας χρειαστούν κάποια στιγμή για κάτι κακό που μπορεί να τους τύχει, τότε γινόμαστε η αστυνομία.»
Δεν μπορώ να διαφωνήσω εντελώς. Ούτε θέλω να του ανοίξω θέμα για τα ναρκωτικά και τις φήμες που θέλουν την αστυνομία να έχει συνεργάτες της βαποράκια κι εμπόρους, σαν «ρουφιάνους». Δεν είναι σε θέση τέτοια που να μπορεί να μου απαντήσει κάτι έγκυρο και αληθινό.
«Έχεις κάνει εσύ ποτέ χρήση ναρκωτικών;», τον ρωτώ.
«Δεν απαντώ.»
«Μα, είπαμε, δεν θα μπει το όνομά σου.»
«Συγγνώμη. Δεν απαντώ.»
Πληρώνουμε τους καφέδες και φεύγουμε. Τον έχω κάνει να νιώσει άβολα. Είμαι μια κάκιστη δημοσιογράφος. Μες στον κόσμο χάνεται και ίσως σε λίγο αγοράσει τσιγάρα από ένα περίπτερο. Την ίδια ώρα που ο ιερέας που συνάντησα το ίδιο πρωί μπορεί να χαζεύει στο κινητό του.
Όχι, δεν έχει social media ο παπάς ο συγκεκριμένος. Η μεγάλη του η κόρη όμως είναι εξπέρ στο Instagram.
Food for thought
Μες στο βαγόνι του μετρό στο γυρισμό μου από τα ραντεβού σκέφτηκα ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται πάντοτε και, πολύ πιο σπάνια, δεν φαίνονται αυτό που είναι. Εύχομαι στις επόμενες συνεντεύξεις μου με εκπροσώπους του Θεού και του νόμου να κάνω πιο έξυπνες ερωτήσεις, να είμαι και η ίδια πιο ακομπλεξάριστη.
Γιατί το πρόβλημα δεν είναι μόνο δικό τους. Είμαστε κι εμείς, τα παιδιά που -μπορεί και να μην- πιστεύουμε στην εξουσία ή στον Θεό, που μαγκωνόμαστε απέναντί τους. Δεν είναι εύκολο να ανάψεις τσιγάρο μπροστά σε έναν παπά. Ούτε να πεις τη λέξη «μπάτσος» όμορφα κι ωραία στη ρύμη του λόγου σου μπρος σε έναν αστυνόμο.
Η εξήγηση μπορεί και να μη βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο στην παρεξηγημένη λέξη «σεβασμός». Χρειάζεται να κάνουμε πολλά βήματα ακόμα ο ένας με τον άλλο στις κοινωνίες μας. Χρειάζεται να συζητήσουμε ώρες μεταξύ μας, να μη διαχωριζόμαστε. Εκτός αν θέλουμε την αποσύνθεση.
Μέχρι να καταργηθεί η ανάγκη των ανθρώπινων κοινωνιών να έχουν αστυνόμευση και της ανθρώπινης ψυχής να έχει παραλήπτη προσευχών, οι παπάδες και οι αστυνομικοί είναι άδικο να τσουβαλιάζονται, ακριβώς όπως είναι άδικο και λάθος να λέμε ότι όλοι οι αναρχικοί σπάνε και καίνε και λοιπά.
Και οι δύο συνομιλητές μου αγαπούν-λατρεύουν- τις γάτες, ας πούμε. Δεν είναι αυτός ικανός λόγος να «ξεχάσεις» μες στην κουβέντα το επάγγελμά τους; Είπαμε, χρειάζονται σε όλους μας ώρες πτήσης. Για να πετάξουμε ο ένας μες στα αληθινά παπούτσια του άλλου.
Discussion about this post