«Σε γενικές γραμμές θα λέγατε πως είστε ευχαριστημένος από τη διαμονή σας στον ξενώνα καλλιτεχνών;»
«Πολύ» απάντησε προσπαθώντας να ακουστεί πειστικός. Ήταν η τελευταία ερώτηση ˙ μούτζωσε το ακουστικό καθώς ακουγόταν η φωνή της κοινωνικής λειτουργού να τον ευχαριστεί για τη συμμετοχή του στην έρευνα και πρόλαβε να το κλείσει κλάσματα πριν από κείνη. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου και βγήκε στον διάδρομο, περπάτησε νευρικά ως το ψυγείο και αναζήτησε στο μεσαίο ράφι το πακεταρισμένο πρωινό με το όνομά του. Νάτο, «δεύτερος όροφος, Βασίλης Κελαίδης, δωμάτιο 31». Κόκκινα φασόλια και μπάρες βρώμης. Έβγαλε και το πλαστικό μπουκάλι από τη δεξιά τσέπη του τζάκετ για να το γεμίσει νερό απ` τον ψύκτη και σιχτίρισε για μια ακόμα φορά το κακό του πεπρωμένο.
Είναι δύσκολο να είσαι καλλιτέχνης και να μην μπορείς να πετύχεις. Ισχύει για όλα τα επαγγέλματα, απλά η καλλιτεχνία ουρλιάζει για αναγνώριση και όταν βρίσκεται υποχρεωμένη να στέκεται στην αφάνεια, που είναι ο αντίποδας της αναγνώρισης, μοιάζει με τη γάτα που πλατσουρίζει δυσαρεστημένη στο νερό. Τότε κάθε κίνησή σου, κάθε αναμόχλευση της ψυχής σου, σκέψεις και πράξεις μοιάζουν με το πόδι της γάτας που τινάζεται νευρικά για να εκτοξεύσει τις σταγόνες από πάνω της και να στεγνώσει το συντομότερο. Έτσι ζεις τη ζωή σου, τινάζεσαι και πάλι μένεις βρεγμένος. Και μόνο η αναγνώριση σε απαλλάσσει απ` αυτό, ούτε καν τα χρήματα.
Που όμως είναι απαραίτητα. Αυτό σκέφτηκε τώρα ο Βασίλης μπροστά στον ψύκτη. Πίεσε το κουμπί και γέρνοντας το κεφάλι απόλαυσε το παγωμένο νερό ˙ πάντα αισθανόταν νεότερος όταν το έκανε αυτό. Ύστερα γέμισε και το μπουκάλι και πήρε το δρόμο της επιστροφής για το δωμάτιο. Ξαναπερνώντας μπροστά απ` το ψυγείο ,χωρίς κι ο ίδιος να καταλάβει πως, το άνοιξε για δεύτερη φορά. Τα γεύματα ήταν πάνω-κάτω όμοια για όλους αλλά κάποιες φορές οι νοικάρηδες του ξενώνα έβαζαν φαγητά ή γλυκά που έφτιαχναν οι ίδιοι. Κοίταξε προσεκτικά και ανάμεσα στα διάφορα πακέτα είδε ένα μπεζ πλαστικό κύπελλο σκεπασμένο με ζελατίνα. Το πρώτο πράγμα που του `ρθε στο νου ήταν παγωτό! αμέσως μετά όμως σκέφτηκε πως άμα ήταν παγωτό θα βρίσκονταν στον καταψύκτη. «Το περιεχόμενο είναι λευκό, άρα πρόκειται για γιαούρτι ή γλύκισμα». Το τράβηξε έξω απ` το ψυγείο και το εξέτασε προσεκτικά για να βρει την ταμπελίτσα με το όνομα του ιδιοκτήτη. «Πουθενά όνομα!» Μετά ξανακοίταξε το εσωτερικό και χαμογέλασε με πείνα και νοσταλγία. «Ρυζόγαλο».
Μέσα στο δωμάτιο ξανάπιασε το μπουζούκι κι έπαιξε με οίστρο 5-6 κομμάτια. Τέτοια ώρα, λίγο πριν το μεσημέρι, δε διαμαρτύρονταν κανένας σε περίπτωση που έκανες θόρυβο ή έβαζες μουσική. Ξάπλωσε ικανοποιημένος στο κρεβάτι χαϊδεύοντας την κοιλιά του. Θα έπαιρνε μάλλον μια πρώιμη σιέστα αν δεν άκουγε από το διάδρομο του πρώτου ορόφου μια βραχνή γυναικεία φωνή να παραπονιέται μιλώντας στο τηλέφωνο. Ήταν μια φωνή πολύ γνωστή πια, που κάθε μέρα τέτοια ώρα έπιανε κουβέντα με τον άντρα που αγαπούσε και ο οποίος ζούσε 1.100 χιλιόμετρα βορειότερα. Λέξεις ανάμικτες, κυρίως ρουμάνικα αλλά και αγγλικά και μερικές φορές ελληνικά ˙ άλλες ειπωμένες με γλύκα, άλλες με απαίτηση, άλλες με παράπονο. Τώρα τελευταία και κάποιες με αδιαφορία, σα να βιαζόταν να δώσει τέλος στο τηλεφώνημα.
Το τρίτο μήνα της στην Αθήνα βρήκε δουλειά σ` ένα νυχτερινό κέντρο αλλά στη μέση της σεζόν ο χορογράφος έκοψε το μισό μπαλέτο. Εκείνη τη μέρα ο Βασίλης την πέτυχε στην είσοδο του ξενώνα και η Αλίνα τον ενημέρωσε με έξαψη για τα δυσάρεστα ˙ οι άνθρωποι μερικές φορές πάνω στην ήττα ή στην αποτυχία ανοίγουν το στόμα χωρίς να σκεφτούν και μιλούν σχεδόν ορεξάτα γι` αυτό που τους συνέβη επειδή ακόμα δεν το έχουν χωνέψει για τα καλά. Αργότερα μετανιώνουν που το ανέλυσαν τόσο διεξοδικά σε έναν άσχετο, μπορεί και να ντραπούν ακόμα ή να διαπιστώσουν απλώς το ανώφελο της πληροφόρησης μη οικείων προσώπων.
Την είχε προσέξει νωρίτερα και μάλιστα την είχε κατατάξει στις γυναίκες εκείνες που στα 25 δε θα καταδεχόταν με τίποτα να πηδήξει αλλά τώρα, μια δεκαπενταετία μετά, τις είχε πολύ ψηλά στη λίστα του. Το σώμα της έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ καλό, ήταν χορεύτρια. Έστω και μπουζουκιών, έστω και αυτοδίδακτη. Εκείνο που δε θα του άρεσε στα 25 του δε θα `ταν άλλο -σκεφτόταν ο Βασίλης- από το κάπως μητρικό ύφος της, ένα απόθεμα παρηγορητικής στοργής που προορίζονταν για εραστές αδύναμους, για άντρες που αποκλείεται να τα βγάζουν πέρα με τη ζωή. Αυτό που στα νιάτα του έβρισκε τόσο ντεκαβλέ ποθούσε τώρα να το γευτεί. Δουλεύοντας όμως τόσα χρόνια στα νύχτα είχε μάθει αρκετά καλά τις γυναίκες και αισθανόταν βέβαιος πως η Αλίνα δύσκολα θα απατούσε έναν άντρα που -απ` ότι προέκυπτε από τα τηλεφωνήματα- ήταν ερωτευμένος μαζί της.
Έπιασε πάλι το μπουζούκι κι έπαιξε άκεφα μισό σκοπό. «Πρέπει να αλλάξω όργανο». Θα ήθελε να ξαναδουλέψει στη νύχτα αλλά αυτή τη στιγμή όποιο μαγαζί ήξερε ήτανε πλήρες από μπουζουξή. Έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε έχοντας ακόμα στ` αυτιά τη φωνή της.
Την άλλη μέρα στη Τράπεζα πληροφορήθηκε πως το επίδομα του είχε μειωθεί 30%. Έμεινε έκπληκτος από το ποσοστό της μείωσης στην οποία είχε προβεί η αριστερή, υποτίθεται, κυβέρνηση ˙ στην ουσία ήταν αδύνατο πια να ζήσει. Έπρεπε να πιάσει δουλειά άμεσα ή να βρει από κάπου χρήματα. Περπάτησε αρκετή ώρα γεμάτος ζοφερές σκέψεις στο κεφάλι ώσπου κατέληξε σ` ένα παλιακό καφενείο και κει, στην τελευταία ρουφηξιά του ελληνικού καφέ, το μάτι του έπεσε σε μια χτεσινή εφημερίδα αγγελιών. Ήταν παρατημένη στο διπλανό τραπέζι, διπλωμένη και με ένα στυλό πάνω της, σα να περίμενε κάποιος να τη χρησιμοποιήσει για να ψάξει για δουλειά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την τράβηξε κοντά του. Την ξεψάχνισε με γρηγοράδα και ξαφνική θέρμη αλλά δε βρήκε το παραμικρό που να σχετίζεται με τη μουσική. Ό,τι άλλο ανακάλυψε του προκάλεσε δυσφορία με εξαίρεση τη διαφήμιση μιας ιδιωτικής κλινικής που τον έκανε να ευθυμήσει. Προσφέρουν ,έλεγε, 150 ευρώ στους δωρητές σπέρματος.
Επέστρεψε στον ξενώνα την ώρα που η Αλίνα έκανε το τηλεφώνημα της περπατώντας πέρα-δώθε στο διάδρομο του πρώτου ορόφου, όπως πάντα, αφού μέσα στα δωμάτια το σήμα δεν ήταν ποτέ καθαρό. Στη βάση της σκάλας στεκόταν ένας αλλόκοτος νεαρός με καπέλο -νεοφερμένος στον ξενώνα- που τον κοίταξε μέσα στα μάτια με ικετευτικό βλέμμα σκύλου επιζητώντας προφανώς ν` ανοίξουν συζήτηση. Με ρούχα και στάση σώματος που φώναζαν από μακριά looserσίγουρα θα τον εκνεύριζε όπως οτιδήποτε του θύμιζε τον εαυτό του όμως αυτή τη φορά ο Βασίλης αντιμετώπισε με επιείκεια τον αποτυχημένο ζωγράφο που του εξασφάλιζε την παραμονή του κοντά στη Αλίνα.
Όση ώρα συζητούσαν δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της ώσπου εκείνη φάνηκε να το καταλαβαίνει και απομακρύνθηκε καταλήγοντας στο τέρμα του διαδρόμου ,δίπλα σε ένα τεράστιο διακοσμητικό φυτό. Ο πιτσιρικάς άρχισε να κατακεραυνώνει τα συμφέροντα που ελέγχουν τη διακίνηση έργων τέχνης στις αθηναϊκές γκαλερί εκτοπίζοντας τα νέα ταλέντα σα και του λόγου του μα ο Βασίλης έστησε αυτί για ν` απολαύσει τη φωνή της, αυτή την ενοχική βραχνάδα που αποστελλόταν γενναιόδωρα στον άντρα της.
Γιατί όμως ήταν ενοχική; Γιατί αυτές οι κουρασμένες παύσεις και η εκ νέου τρυφερότητα; Το μυαλό του υιοθέτησε αυτόματα την πιθανότητα η Αλίνα να έχει κουραστεί από την απόσταση και τις δυσκολίες, από την αδυναμία ίσως του άντρα της να κατέβει και κείνος στην Ελλάδα, από την πιθανή πίεση του να επιστρέψει η ίδια.
Μόλις τελείωσε το τηλεφώνημα της τους πλησίασε κι έφτιαξαν οι τρεις τους ένα πηγαδάκι στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στον δεύτερο όροφο. Μίλησαν για τον ξενώνα, ενημέρωσαν το ζωγράφο για τα στραβά και τ` ανάποδα του κτιρίου, την ελαττωματική θέρμανση, τους 2-3 προβληματικούς ενοίκους, την πιθανότητα να παραμείνει εδώ πολύ περισσότερο απ` όσο σκόπευε. Από κείνη την κουβέντα ο Βασίλης αποκόμισε την εντύπωση πως το κύριο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας της είναι η στοργή.
Το διέλυσαν κάνα εικοσάλεπτο αργότερα και ο Βασίλης ανέβηκε τις σκάλες με τη σβελτάδα που προκαλεί η πείνα για να καταλήξει μπρος στο ψυγείο του δευτέρου ορόφου αναζητώντας το γεύμα του. Καθώς βιαζόταν το πρωί να προλάβει την Τράπεζα δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του και τώρα άνοιξε το πακέτο με το όνομά του κι άρχισε να καταβροχθίζει κεφτεδάκια αφήνοντας την πόρτα του ψυγείου ανοιχτή. Το ρύζι που τα συνόδευε φαινόταν σα πεθαμένο, έμοιαζε να `χει λιώσει στο βράσιμο ˙ τα κεφτεδάκια όμως ήταν νοστιμότατα.
Έσκυψε και με γεμάτο το στόμα αντίκρισε για δεύτερη φορά την έκπληξη του ψυγείου ˙ ένα μπεζ κύπελλο με ρυζόγαλο. «Νο name» διαπίστωσε ψιθυριστά πριν το κλέψει όπως είχε κάνει και χτες με το δίδυμο αδερφάκι του.
Στο δωμάτιό του σκέφτηκε δυο πράγματα. Το ένα ήταν πως η διαμονή σ` αυτό το πανάρχαιο κτίριο ίσως ήταν στ` αλήθεια ικανοποιητική όπως είχε πει -ψευδώς νόμιζε- στην κοινωνική λειτουργό που τον ανέκρινε τηλεφωνικά και το άλλο, πως θα ήθελε να κάνει έρωτα στην Αλίνα.
Καθόλου έξοδα για ηλεκτρικό, νερό και κοινόχρηστα και δυο καθημερινά γεύματα για πάρτη σου ˙ όλα τούτα καλυμμένα από το ενοίκιο των 150 ευρώ. Όσο για τη στοργική Ρουμάνα εδώ οι εκτιμήσεις κατέληγαν στο συμπέρασμα πως παρά το επάγγελμά της δεν ήταν ιδιαιτέρως τολμηρή και αν επιχειρούσε ποτέ να κερατώσει τον άντρα της θα το `κανε μια κι έξω ˙ γρήγορα και απροσδόκητα ώστε να μην το συνειδητοποιήσει ούτε η ίδια. Υπήρχε φωτιά κάτω από τη μετρημένη της συμπεριφορά, ήταν σίγουρος. Είχε ανάγκη να δώσει αγάπη αλλά θα το `κανε μόνο μια φορά, δεν θα μπορούσε να καταστρέψει τον άλλον άντρα.
Τις ζόρικες εποχές αποδεικνύεται πολύ καλύτερο να πιστεύεις πως είσαι ένα είδος σπάνιου ταλέντου που ο χώρος ή η εποχή το ξερνάνε παρά να αποδέχεσαι τη μετριότητά σου. Από αυτή την αντίληψη πιάνονται όλες οι αποτυχημένες καλλιτεχνικές φύσεις, από αυτήν κρατήθηκε κι ο Βασίλης τα πρώτα χρόνια που δεν έβρισκε δουλειά σα μουσικός. Σύντομα όμως η παράταση της κατάστασης επηρέασε την πίστη στον εαυτό του κι ακόμα κι όταν κέρδισε μπόλικα χρήματα σ` ένα τυχερό παιχνίδι δεν έκανε τίποτα για να τα αξιοποιήσει. Παλιότερα έγραφε και μουσική και σε συνεργασία με έναν ερασιτέχνη στιχουργό είχαν στείλει σε δισκογραφικές τα τραγούδια τους. Εδώ και καιρό όμως όλα αυτά φλέρταραν με την οριστική παραίτηση.
Τη μοιραία Τρίτη που θα έδινε το σπέρμα του ξύπνησε από έναν εφιάλτη στον οποίο αυτός ήταν αδέσποτος γάτος και η Αλίνα περιποιημένη σκυλίτσα κανίς που είχαν συλληφθεί από μια κρατική υπηρεσία που είχε ως αποστολή να εξοντώσει τα ανεπιθύμητα ζώα. Η σκυλίτσα Αλίνα κλαυθμήριζε πως βρίσκεται εκεί by mistake ενώ ο γάτος Μπίλυ ποθούσε απλώς να γευτεί την εμπειρία μιας paranormal συνουσίας με διαφορετικό είδος λίγο πριν παραδώσει το πνεύμα. Ο επερχόμενος θάνατος δεν τον απασχολούσε μέχρις ότου έφτασε εντολή για χάρη. Τότε πανηγύρισε μαζί με τα άλλα ζωντανά μα σύντομα εκείνα εξαφανίστηκαν κι έμεινε μόνος του μέσα σε μια λακκούβα με απόνερα συντροφιά με την πλήρη βεβαιότητα πως για κάποιο λόγο η απόφαση της εκτέλεσης εξακολουθούσε να ισχύει μόνο γι` αυτόν.
Τίναζε το χνουδωτό πόδι ξανά και ξανά -υπήρχε κάποιος συσχετισμός του θανάτου του με το υγρό στοιχείο- ώσπου ο Βασίλης ξύπνησε τινάζοντας κι εκείνος πάνω και κάτω άκρα ταραγμένος.
Του φάνηκε πως το ψηλόλιγνο αγόρι της ρεσεψιόν έπνιξε ένα ανεπαίσθητο γελάκι καθώς του παρέδωσε το κυπελάκι του και μέχρι να τον οδηγήσει στον ειδικό θάλαμό αισθάνθηκε να μισεί αυτό το αγόρι. Εκεί μέσα όμως όλα αυτά πέθαναν και ο Βασίλης ξάπλωσε στον καναπέ αποφασισμένος να ξεμπερδέψει το συντομότερο και να φύγει με τα χρήματα.
Στην τετράγωνη μαύρη οθόνη δεν καθρεφτιζόταν άλλο τίποτα από τον εαυτό του. Άρπαξε το τηλεκοντρόλ και άρχισε να παίζει με τις επιλογές καταλήγοντας σε ένα παλαιομοδίτικο οργιάκι με νοσοκόμες. Απέσπασε το υλικό των 150 ευρώ πολύ σύντομα ˙ τόσο που σκέφτηκε να περιμένει λιγάκι μέσα στο θάλαμο φοβούμενος πως θα εκτιμηθεί ως έχων θέμα πρόωρης εκσπερμάτισης.
Το ψηλόλιγνο αγόρι κατάπιε για δεύτερη φορά την ίδια αχνή γκριμάτσα που μάλλον ήταν χαμόγελο κι έβαλε το κυπελάκι πάνω σε μια μεταλλική πλατφόρμα. Η μικρή οθόνη της ρεσεψιόν πλημμύρισε σύμβολα και αριθμούς.
«Νομίζω πως θα μπορούσα να το ξανακάνω» είπε ορεξάτα ο Βασίλης.
«Καπάκι;» ρώτησε το αγόρι χρησιμοποιώντας μια καθόλου ιατρική γλώσσα.
«Γιατί όχι;»
«Κάτσε να ρωτήσω αν γίνεται…» είπε και κάλεσε από το τηλέφωνο την αρμόδια γιατρό.
«Δώσε μου τη μου να της μιλήσω!» πρότεινε απροσδόκητα ο Βασίλης. Το παιδί τον άκουσε έκπληκτο ˙ ήταν μόλις η δεύτερη μέρα του εκεί.
Αποφάσισε να επιστρέψει στον ξενώνα με τα πόδια παρ` ότι η απόσταση ήταν τεράστια. Η αρχική ευφορία όμως έγινε συντομότατα αβάσταχτη κούραση κι έτσι σταμάτησε σε μια στάση λεωφορείου. Ώσπου να `ρθει το αστικό τον έπιασε κι έκανε έναν απολογισμό αυτής της περίεργης μέρας. Από πού ήρθε στη καρδιά του αυτή η ελαφρά θλίψη λίγο πριν διαβεί την πόρτα της κλινικής; Γιατί ένιωσε παντοδύναμος μέσα στον σκοτεινό θάλαμο; Είχαν ξαναζωντανέψει άραγε τα όνειρά του για καλλιτεχνική αναγνώριση; Αν ναι, γιατί; Θα κρατούσε; Μήπως έφταιγε το πόσο εύκολα κερδήθηκαν αυτά τα χρήματα;
Μέσα στο λεωφορείο έπαυσε κάθε αναστοχασμό και κάθε σκέψη κι έκλεισε τα μάτια γουργουρίζοντας σα γάτος. «Ράκος…», αυτή τη λέξη τον άκουσε να μουρμουρίζει η έγχρωμη και εύσωμη κυρία που καθότανε δίπλα του.
Χάιδεψε τώρα τον τοίχο ψάχνοντας με την αφή του τον διακόπτη ˙ ένα διακόπτη που είχε πατήσει αμέτρητες φορές. Ωστόσο το φως που ερχόταν απ` το διάδρομο στάθηκε από μόνο του αρκετό για να φανερώσει πως κάποιος τον περίμενε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του.
Δειλή και μαζί αποφασισμένη εκείνη σηκώθηκε.
Περισσότερα short stories του Κώστα Ζαχαράκη μπορείτε να διαβάσετε στο προσωπικό του ιστολόγιο shortstorieswriter.blogspot.com
Discussion about this post