Χρωμοφοβία (η): ο φόβος της καταστροφής ή της γενικευμένης παρακμής εξαιτίας του χρώματος
Η εμπειρία του χρώματος, είτε σε συνάρτηση με την τέχνη είτε ανεξάρτητα από αυτή, έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον του δυτικού πολιτισμού για εκατοντάδες χρόνια. Ο Νεύτονας, ο Γκέτε και ο Βίτγκενσταϊν έχουν αναφερθεί εκτενώς στην εμπειρική ή φυσική μελέτη της υπόστασης του χρώματος και ειδικότερα στον τρόπο με τον οποίο το χρώμα γίνεται αντιληπτό από τον άνθρωπο. Από την αρχαιότητα το χρώμα ήταν κάτι διαφορετικό, ένα ξένο σώμα, μια χειρονομία που παρομοιάζεται με το παιδαριώδες, το πρόστυχο, το επιφανειακό, το καλλωπιστικό.
Για παράδειγμα, το κίνημα του Φωβισμού πήρε το όνομα του από τον κριτικό τέχνης Louis Vauxcelles το 1905, ο οποίος εισήγαγε τον όρο «άγρια τέρατα» (les fauves) για να περιγράψει μια ομάδα ζωγράφων με κοινές καταβολές, σαν έναν άμεσο κίνδυνο απέναντι στην τέχνη. Δεκατρείς καλλιτέχνες στη Roma Gallery, συμμετέχουν σε μία οπτική συζήτηση με σκοπό να ερευνήσουν τη θέση και τη θέαση του χρώματος στον σύγχρονο πολιτισμό με διάφορα μέσα και πρακτικές. Σε αυτήν τη σύνθεση ιδεών, παρακολουθούμε τη δυναμική εξέλιξη του χρώματος τόσο ως πολιτισμικό σύμβολο όσο και ως αισθητική δύναμη στη μεταμοντέρνα και σύγχρονη τέχνη.
Η έκθεση «Χρωμοφοβία» δανείζεται τον τίτλο της από το ομότιτλο βιβλίο του David Batchelor παίρνοντας μέρος σε μια οπτική έρευνα αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο η μεταπολεμική και σύγχρονη κοινωνία και τέχνη αντιλαμβάνεται το χρώμα. «Η μεταπολεμική περίοδος ήταν η περίοδος της ψηφιοποίησης του χρώματος στην τέχνη […] τα ψηφιοποιημένα χρώματα έχουν στενότερη σχέση με έργα τέχνης που αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στην εμπειρία του μοντερνισμού», γράφει ο Batchelor στις αρχές του 21ου αιώνα, με σκοπό να εντάξει το χρώμα σε μια ευρύτερη κοινωνική και αισθητική συζήτηση. Ο Donald Judd μερικά χρόνια νωρίτερα, είχε εύστοχα προτείνει ότι το χρώμα για να επιβιώσει σε ένα κόσμο όπου η ζωγραφική έχει αρχίσει να εκλείπει πρέπει να προκύψει στον τρισδιάστατο χώρο.
Η πρόταση του Batchelor για την ψηφιοποίηση του χρώματος υπογραμμίζει μια μετατόπιση στην καλλιτεχνική πρακτική, όπου η ουσία του χρώματος υπερβαίνει τα παραδοσιακά μέσα και εκφράζεται στον τομέα της τεχνολογίας και της εικονικότητας. Ταυτόχρονα, η πρόταση του Judd για την προσαρμογή του χρώματος στον τρισδιάστατο χώρο αντικατοπτρίζει μια ανταπόκριση στα διαφοροποιημένα παραδείγματα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, υποδεικνύοντας ότι η ζωντάνια του χρώματος βρίσκεται στη δυνατότητά του να τοποθετείται σε φυσικές διαστάσεις πέρα από τα όρια του παραδοσιακού καμβά.
Η καλλιτεχνική χειρονομία στο έργο του Χάρη Γαβρήλου, ευαίσθητη και ρομαντική όπως η ολότητα της πρακτικής του, κουβαλάει ένα ατέρμονο βάθος. Η έκφρασή του μέσω του
χρώματος και της φόρμας, επιτρέπει στο συναίσθημα να ανθίσει στον δισδιάστατο χώρο, με τρόπο που υπερβαίνει τα όρια της αναπαράστασης. Το χρώμα στα έργα του Δανιήλ έρχεται σαν φως: εκτυφλωτικό και μοναχικό. Οι σκηνές που παρουσιάζονται θα μπορούσαν να απορρέουν από την φυσική μελέτη του φωτός, τη διάχυσή του και την αντίληψη του φωτός σαν νόημα. Η σύνθεση γεωμετρίας και χρώματος στο έργο της Όπυ Ζούνη λειτουργεί ως πλατφόρμα για την εξερεύνηση των χωρικών σχέσεων, ενεργοποιώντας μια ευρύτερη συζήτηση για τον ρόλο του χρώματος στον προσδιορισμό και την ψυχολογική κατανόηση του περιβάλλοντα χώρου. Η πρακτική του Αναστάση Ιωάννου για το χρώμα ως δυναμικό στοιχείο στη ζωγραφική παράδοση αντικατοπτρίζει μια απόκλιση από τη συμβατική αναπαράσταση, υποδηλώνοντας μια βαθύτερη σχέση με την ουσία του χρώματος. Η προσωπική, γλωσσική έκφραση της Νίκης Καναγκίνη, εκφρασμένη μέσω του χρώματος και της δυσανάγνωστης γραφής στα χειρόγραφά της, μιλά για την εσωτερική σχέση μεταξύ χρώματος και επικοινωνίας, πέρα από τα συμβατικά γλωσσικά όρια. Οι γεωμετρικές γλυπτικές και ζωγραφικές χειρονομίες του Μιχάλη Καντζουράκη αναδιαμορφώνουν τη διάσταση των σχημάτων, υπογραμμίζοντας τον συστηματικό ρόλο του χρώματος στη (μέτα)σχηματική αντίληψη του κόσμου γύρω μας. Η ενσωμάτωση του χρώματος και της ύλης στα φυσικά φαινόμενα του Κωστή υπονοεί τη δυναμική διάσταση του χρώματος πέρα από την οπτική του αναπαράσταση. Το χρώμα στο έργο του Κωστή είναι μια ανεξέλεγκτη δύναμη που μέσω της στρατηγικής τοποθέτησής του, επικοινωνεί με τη φόρμα. Στο έργο της Μαριάννας Λούρμπα, το χρώμα, η υφή και η φόρμα διαπλέκονται ώστε να δημιουργήσουν εικονικούς χώρους, χωρίς αρχή και τέλος, υπερβαίνοντας τις παραδοσιακές πρακτικές ζωγραφικής και αντηχώντας τον εξελισσόμενο τοπίο της σύγχρονης έκφρασης. O Γιάννης Μίχας ειδικά στα πρώτα του έργα επηρεασμένος από τον κονστρουκτιβισμό, σχεδίαζε σειρές διαδοχικών σχημάτων, τα οποία τόνιζε με συμπληρωματικά χρώματα. Στα έργα του Παύλου, η περίπλοκη αλληλεπίδραση χρώματος και υλικότητας δημιουργεί ένα δυναμικό περιβάλλον, όπου το χρώμα διαμορφώνει τη μορφή και το νόημα. Έτσι, υποδηλώνει τις ατέλειωτες δυνατότητες του χρώματος για την διαμόρφωση της κατανόησής μας για τον χώρο και τη σύνθεση. Τα έργα του Βασίλη Σκυλάκου, αν θα μπορούσαμε να τα εντάξουμε σε περιόδους, είτε στην πρώτη ζωγραφική, είτε στην δεύτερη μινιμαλιστική περίοδό του, παρουσιάζουν το χρώμα σαν μέρος της υλικής ταυτότητας του αντικειμένου. Το χρώμα διαχωρίζει, καλλωπίζει, επισημαίνει, θυμίζει, όπως και τα αντικείμενα που χρησιμοποιεί. Η συστηματική διαχείριση των υλικών του Γιώργου Τσακίρη εκπέμπει μια αίσθηση δομημένου, οργανικού χώρου, προτρέποντας την αλληλεπίδραση μεταξύ χρώματος και υλικότητας προκειμένου να δημιουργήσει την φόρμα. Το χρώμα στα έργα του Λεωνίδας Τσιριγκούλη είναι τόσο δυναμικό όσο και τα μηνύματα που επικοινωνεί. Είναι αποπνικτικό όπως η υπερκατανάλωση και η καταστροφή του περιβάλλοντος, έννοιες στις οποίες εναντιώνεται συνειδητά στην πρακτική του.
Κείμενο: Αθηνά Λασηθιωτάκη (φοιτ. Ιστορίας Τέχνης)
Καλλιτέχνες: Χάρης Γαβρήλος, Δανιήλ, Όπυ Ζούνη, Αναστάσης Ιωάννου, Νίκη Καναγκίνη, Μιχάλης Κατζουράκης, Κωστής, Μαριάννα Λούρμπα, Γιάννης Μίχας, Παύλος, Βασίλης Σκυλάκος, Γιώργος Τσακίρης, Λεωνίδας Τσιριγκούλης
Εγκαίνια: 04 Ιουνίου, 19.30 – 21.00
Διάρκεια: 04.06.2024 – 06.07.2024