19 βαθμοί κελσίου κι ένας θαμπός ήλιος στέκεται σαν σκονισμένο φανάρι από πάνω μου. Η πόλη έχει γίνει μία απέραντη σκηνή από ξεραμένα φύλλα. Προσπαθώ να πατάω τα πιο κρίσπι για να ακούσω το χαρακτηριστικό ‘κράτς’.
Αυτό το παράξενο κουτσό με βγάζει στην Πλατεία Ομονοίας. Ένα τεράστιο συντριβάνι ορθώνεται απέναντί μου σαν κάθετη δεξαμενή. Ανάμεικτα τα συναισθήματα: Ποιος έχασε τόσο νερό για να το βρούμε εμείς; Ο κόσμος που κάθεται τριγύρω του δημιουργεί έναν ανθρώπινο φράχτη.
Ο δρόμος που δίκαια έχει το όνομα μιας τεράστιας πόλης, γεμάτης αντιθέσεις, απλώνεται μπροστά μου σαν πλουμιστό φίδι. Χρώματα, μυρωδιές, ήχοι, μπερδεύουν τις αισθήσεις μου ολοκληρώνοντας την εμπειρία των στραβοπατημάτων στα ανώμαλα πλακάκια των πεζοδρομίων. Σοφοκλέους, Ευριπίδου, Αισχύλου. Οι τρεις τραγικοί, πιο κοντά από ποτέ, μαζεύουν υλικό για τα επόμενα έργα τους που δε θα γραφτούν ποτέ. Πιάνω επ’ αυτοφώρω το δέντρο στην γωνία να ρίχνει τα φύλλα του.
Επιταχύνω το βήμα μου για να μπω από κάτω του και να με λούσει. Το προλαβαίνω. Είμαι σίγουρη πως κάποιο υπόλειμμα φύλλου έχει μείνει καρφιτσωμένο πάνω μου αλλά δε σταματάω σε κάποιον υπαίθριο καθρέφτη για να το διαπιστώσω. Αυτά είναι τα δώρα του δρόμου, όπως και τα βρωμόνερα που στέγνωσαν στα παπούτσια μου από το πλακάκι-κρατήρα που πάτησα πριν λίγο. Αν είμαι πολύ τυχερή βέβαια, ίσως τα νερά να μην είναι από την προχθεσινή βροχή αλλά από τον θαμμένο ποταμό, τον Ηριδανό.
Φτάνοντας στο τέρμα της Αθηνάς, ακόμη μία από τις πιο γνωστές πλατείες ξεδιπλώνεται μπροστά μου σαν βεντάλια. Τη διασχίζω βιαστικά γιατί τα μικροσκοπικά στενά της Πλάκας με καλούνε ώρα τώρα. Οάσεις μέσα σε αυτό το χάος. Αρχίζω να ανηφορίζω.
Δεξίππου με Πανός γωνία. Συνειδητοποιώ ότι εδώ, το πράσινο των δέντρων μπορεί να συνδυαστεί και με άλλα χρώματα εκτός από το γκρι. Εντυπωσιακή ησυχία. Και όπου υπάρχει ησυχία, υπάρχουν και γάτες. Δεν μπορώ να φανταστώ κανέναν να απλώνεται καλύτερα πάνω σε αυτές τις πέτρες, να ισορροπεί ακριβέστερα πάνω στα πεζοδρόμια των πέντε εκατοστών και να απολαμβάνει πιο αυθόρμητα αυτόν τον ήλιο για τον οποίο τόσος λόγος γίνεται. Αν μιλούσαν, θα ήταν οι καλύτεροι ξεναγοί. Αυτοαναιρούμαι όταν σκέφτομαι ότι σιγά μην έκαναν αυτόν τον κόπο για εμάς.
Όλα νιώθονται κάπως διαφορετικά εδώ. Αλλιώς βλέπεις, αλλιώς μυρίζεις, αλλιώς φυσάει ο αέρας. Κι αυτό γιατί μπορείς να περπατάς χωρίς να σε απασχολεί αν θα σε πατήσει ο βασιλιάς του δρόμου των Αθηνών, το αυτοκίνητο. Το ανέμελο περπάτημά μου με βγάζει στην Ρωμαϊκή Αγορά. Στον πύργο των Αέρηδων φωλιάζουν περιστέρια. Κάνουνε παρέα στους οχτώ φτερωτούς μαρμάρινους φίλους τους που, παρά τα φτερά τους, στέκονται ακίνητοι δύο χιλιάδες χρόνια τώρα. Ελλείψει ανεμοδείκτη, οι μυθολογικές μου γνώσεις με κατευθύνουν προς την Αιόλου.
Όλοι οι δρόμοι στα πέριξ μοιάζουν με λατέρνες παραφορτωμένες με τυχαία στολίδια. Εμφανής η αντίθεση με τις καθαρές γραμμές, τα κομψά χρώματα και τα αφαιρετικά στενά της Πλάκας όπου όλα μοιάζουν να είναι πολύ προσεκτικά τοποθετημένα· τόσο, που δεν καταλαβαίνεις αν τα φυτά στολίζουν τα σπίτια ή τα σπίτια τα φυτά. Εδώ, άπειρα μέτρα υφάσματος, νήματα, κουμπιά και κάθε λογής υλικό ραπτικής, με βγάζουν στη Σταδίου με μία καινούρια φορεσιά· κάτι σαν πανοπλία για να μπορέσω να τα καταφέρω ξανά στους μεγάλους δρόμους της πόλης.
Ο ήλιος επέστρεψε αστραφτερός στην Πλατεία Κλαυθμώνος χαρίζοντας ακόμη μία αντίθεση στη βόλτα μου. Έτσι κι εγώ, πλήρης αντιθέσεων πια, σταματάω για να ανάψω ένα τσιγάρο. Κοιτάζοντας το ορειχάλκινο γλυπτό της πλατείας, προσπαθώ να καταλάβω γιατί ενώ οι αντιθέσεις δεν σταματάνε ποτέ, αυτές οι τρεις φιγούρες προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο.
*Το 1989, η Πλατεία Κλαυθμώνος μετονομάστηκε σε Πλατεία Εθνικής Συμφιλίωσης με αφορμή τα αποκαλυπτήρια του γλυπτού που υπάρχει στο κέντρο της. Πρόκειται για ένα γλυπτό σύμπλεγμα με το όνομα «Εθνική Συμφιλίωση», που απεικονίζει τρεις ανθρωπόμορφες φιγούρες ύψους οχτώ μέτρων, οι οποίες ενώνουν τα χέρια τους προς τον ουρανό. Φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Βασίλη Δωρόπουλο και συνδέθηκε χρονικά με την ψήφιση νόμου, που έθετε επίσημα τέλος στον εμφύλιο πόλεμο.