“Σπίτια, έπιπλα, ρούχα, λεφτά
φεύγουν οι άνθρωποι, μένουν αυτά…”
Μαριανίνα Κριεζή
Τον τελευταίο καιρό, πολλοί κατεβάζουν στα σκουπίδια παλιά χρηστικά, ογκώδη αντικείμενα.
Όχι με τον ρυθμό που το έκαναν παλαιότερα. Πολύ πιο έντονα, σχεδόν εναγωνίως. Δυό και τρεις φορές τη βδομάδα, οι κάδοι απορριμμάτων της γειτονιάς είναι τίγκα, λες και κάποιοι θέλουν να κλείσουν στα γρήγορα παλιούς λογαριασμούς, να ξεσκαρτάρουν τη ζωή τους, να αδειάσουν δωμάτια, αποθήκες, πατάρια ή και σπίτια ολόκληρα, από τη βάρος του παρελθόντος.
Κρεβάτια, στρώματα, καναπέδες, πολυθρόνες, τραπέζια, καρέκλες. Ακόμα και βιβλία, δίσκους και μουσικά όργανα… Συχνά κάνω τη σκέψη: Αν όλα αυτά, είχαν μάτια και αυτιά, αν είχαν στόμα να μιλήσουν πόσες ιστορίες θα μας έλεγαν;
Πρόσφατα βρέθηκα στο μουσείο “Βασίλης Τσιτσάνης” στα Τρίκαλα. Έπιασα στα χέρια μου το μπουζούκι και τον μπαγλαμά του ημίθεου της λαϊκής μας μουσικής. Στην πρόβα που κάναμε λίγο μετά στο παρακείμενο στούντιο, είχα την τύχη να παίξω με την ρεμπετοκιθάρα του Καλδάρα. Σοκ και δέος! Το βράδυ στο ξενοδοχείο δεν μπορούσα να κοιμηθώ, αναλογιζόμενος την βαρύτητα και την ενέργεια, την ιστορία που κουβαλούσαν αυτά τα όργανα…
Τα γλέντια, τα μαγαζιά και τις συναυλίες, τους μυθικούς τραγουδιστές που είχαν συνοδεύσει, τις αθάνατες μελωδίες και εισαγωγές τραγουδιών που είχαν κεντήσει στα τάστα τους τα ιερά δάχτυλα των δασκάλων.
Μια παλιά αγαπημένη συνήθεια που έχω από παιδί, είναι να κατεβαίνω τις Κυριακές στο Μοναστηράκι στα παλιατζίδικα. Βόλτα στη λιακάδα, χάζεμα στα φορτωμένα με αντίκες παλαιοπωλεία της πλατείας Αβησσυνίας, στα δισκάδικα με βινύλια, κασέτες και δίσκους γραμμοφώνου.
Πίνακες, φωτιστικά, περίτεχνα γυαλικά, μπρούτζινα γλυπτά, κάθε λογής εργαλεία, έργα τέχνης, κηροπήγια, ρολόγια, κομπολόγια, μαντολίνα, τρομπέτες, κλαρίνα, φλογέρες, φυσαρμόνικες, χύμα στα πεζοδρόμια της Ερμού. Λίγοι κρυμμένοι μικροί θησαυροί, ανακατεμένοι με χιλιάδες άχρηστα ξεχαρβαλωμένα μικροπράγματα, πολύ χρήσιμα σίγουρα στο παρελθόν για τους πρώην ιδιοκτήτες τους… Πόσα έχουν δει με τα “μάτια” τους όλα αυτά αντικείμενα; Τι έχουν ακούσει τα “αυτιά” τους όλα αυτά τα χρόνια; Αν είχαν στόμα να μιλήσουν πόσες ωραίες ιστορίες θα μας έλεγαν; Πόσα επτασφράγιστα μυστικά θα αποκάλυπταν;
Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό μου, έκατσα στο αγαπημένο μου καφενεδάκι της πλατείας, πήρα ένα σκέτο ελληνικό σε χοντρό φλιτζάνι, ζήτησα από τον σερβιτόρο χαρτί και μολύβι και σκάρωσα στο φτερό το παρακάτω τραγουδάκι:
ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ
Στην πλατεία Αβησσυνίας, μεσημέρι Κυριακής
ένα μπρούντζινο κρεβάτι στη λιακάδα καταγής.
Με μπακίρι σκαλιστό, όλο ασήμι και χρυσό
και γωνιές σμιλεμένες με ροζέτες φιλντισένιες.
Το κρεβάτι αυτό έχει ζήσει
ζήλιες, έρωτες και μίση
θάνατο, καημούς και πάθη
στης Ανατολής τα βάθη.
Το κρεβάτι αυτό που λες, χίλια μύρια έχει δει
σε βασιλικές αυλές, σε χαρέμια έχει μπει.
Μια λοξή επιγραφή, με αράπικη γραφή
λέει εδώ στο προσκεφάλι
«είναι η πίκρα μου μεγάλη».
Το κρεβάτι αυτό έχει ζήσει
ζήλιες, έρωτες και μίση
θάνατο, καημούς και πάθη
στης Ανατολής τα βάθη.
Απάνω του αλλάξανε δυο νιόπαντροι φιλιά
στο στρώμα του ξεψύχησε ο γιος του βασιλιά
γεννήθηκε πριγκίπισσα, μαχαραγιά η κόρη
και ήπιε δηλητήριο ένα τρελό αγόρι.
Το κρεβάτι αυτό έχει ζήσει
ζήλιες, έρωτες και μίση
θάνατο, καημούς και πάθη
στης Ανατολής τα βάθη.
Ένας θρύλος το τυλίγει που τον ξέρουν
μόνο λίγοι
από μάγια είναι δεμένο κι από αίμα
στοιχειωμένο
κι όποιος πάνω του πλαγιάσει και τα μάτια
μόλις κλείσει
στ’ όνειρό του ζωντανεύουν, όλα εκείνα
που ‘χει ζήσει.
Το κρεβάτι αυτό έχει ζήσει
ζήλιες, έρωτες και μίση
θάνατο, καημούς και πάθη
στης Ανατολής τα βάθη.