Μια φορά και έναν καιρό, σ’ έναν τόπο μακρινό, ζούσε ένας τρανός ήρωας που τον έλεγαν Γκασσίρ. Λένε οι ιστορίες των παλιών πώς τούτος δω είχε κατατροπώσει όλους τους εχθρούς του στους πολέμους και είχε ξεπαστρέψει τα χωριά τους, όπως γίνεται σαν ξεσπάει τούτο το κακό.
Όταν αυτός δεν πολεμούσε στεκόταν και μουρμούραγε: «Θαρρώ πως το όνομά μου, θα ακούγεται για πάντα στους καιρούς, θα μένει αιώνια στο στόμα εχθρών και φίλων…»
Μια μέρα, καθώς επέστρεφε από τη μάχη σ’ έναν πόλεμο από τους πολλούς, είδε μια πέρδικα να κάθεται πάνω στο χορτάρι. Του φάνηκε παράξενο, που σαν τον είδε, δεν άνοιξε τα φτερά της να πετάξει μακριά, παρά απόμενε στο χορτάρι και τραγουδούσε:
«Ξεχνιούνται τα σπαθιά
τα παντοδύναμα και οι άντρες,
Γκασσίρ, πολεμιστή γιομάτε
θάρρος,
Τα κατορθώματα σου
τα παλικαρίσια, θα ξεχαστούν,
δάκρυα και θλίψη είναι κείνα
που γεννάν η δύναμη κι
η παλικαροσύνη.
Θα σε ξεχάσει ο κόσμος,
και μένα ακόμα
μα το τραγούδι θα μένει
πάντα, μπόλι στους καιρούς.
Οι πόλεις και τα χωριά,
οι ήρωες και οι δειλοί.
Όλοι θα χαθούν κι αυτά
θα ξεχαστούν.
Μόνο το τραγούδι μου
παντοτινό θα μείνει…»
Σαν παραξενεύτηκε μια φορά ο Γκασσίρ από το πουλί, που τα μάτια του αντίκρισαν να κάθεται ατάραχο στο γρασίδι, δυο και τρεις φορές τον παραξένεψε το τραγούδι του πουλιού. Τραβά λοιπόν αυτός στα μέρη του και σαν έφτασε, πήγε κι έψαξε να βρει τον σοφό του χωριού του. Ήθελε να του ιστορήσει κείνα τα λόγια του τραγουδιού, που είχε ακούσει να λέει το πουλί, με γλώσσα ανθρωπινή.
Ο γέροντας τον άκουσε με προσοχή και λέει: «Η πέρδικα έχει δίκιο. Η φήμη, το όνομα το ξακουστό, ενός ήρωα, είναι όπως το χορτάρι. Πριν να περάσει ένας χρόνος ξεραίνεται. Ένα τραγούδι όμως είναι αιώνιο, κρατά για πάντα και νικά τους καιρούς».
Όταν άκουσε τα λόγια τούτα του σοφού, ο Γκασσίρ έψαξε να βρει τον καλύτερο σιδερά του τόπου και του παράγγειλε να του φτιάξει ένα λαγούτο. «Εγώ, θα σου φτιάξω ένα λαγούτο, που μου ζητάς, εσύ θα ξέρεις να το παίξεις;» είπε ο σιδεράς. «Αυτό είναι δική έγνοια κι όχι δική σου» αποκρίθηκε ο Γκασσίρ και φούσκωσε το στέρνο του όλο υπεροψία.
Έφτιαξε ο σιδεράς το λαγούτο, αλλά όταν ο ήρωας Γκασσίρ προσπάθησε να παίξει, δεν έβγαλε μήτε νότα. «Γιατί αυτό το λαγούτο σωπαίνει» ρώτησε. «Σου είπα ότι δεν θα ήξερες πώς να το παίζεις, αλλά αυτή είναι έγνοια σου, όχι δική μου» είπε ο σιδεράς και γέλασε. Ντροπιασμένος ο Γκασσίρ λέει του σιδερά: «Πες μου, τί πρέπει να κάνω;»
Τότε ο σιδεράς, έγειρε το κεφάλι και απαντά, «Το λαγούτο δεν είναι παρά ένα κομμάτι ξύλο, δε ξέρει να τραγουδά γιατί δεν έχει καρδιά. Εσύ είσαι αυτός που θα του την δώσει. Πάρε το μαζί σου στη μάχη. Όταν το ξύλο αυτό θα έχει ποτιστεί από τον ιδρώτα και τα δάκρυα σου, όταν η στενοχώρια σου θα γίνει δική του, και η δόξα σου δική του δόξα, τότε δεν θα είναι απλά ένα κομμάτι ξύλο που έγινε λαγούτο, αλλά ένα κομμάτι από εσένα, από τη ζωή σου. Και τότε θα μιλήσει».
Μετά από λίγο καιρό ο Γκασσίρ ξεκίνησε για τον πόλεμο εναντίον κάποιου εχθρού. Μάζεψε τους οχτώ γιούς του και τους λέει: «Σήμερα θα πολεμήσουμε. Τα κατορθώματα μας δεν πρέπει να ξεχαστούν ποτέ. Η δόξα των σπαθιών μας πρέπει να ζει παντοτινά. Εγώ, ο Γκασσίρ και σεις, γιοι μου, μπορεί να χαθούμε, αλλά θα ζούμε αιώνια μέσα στα αθάνατα τραγούδια».
Έτσι είπε και κρέμασε το λαγούτο του στην πλάτη και ξεκίνησε μαζί με τους οχτώ του γιους. Πολέμησαν σκληρά οχτώ μέρες, όπως πρέπει για τους ήρωες. Τα τραύματα του Γκασσίρ έκαναν τις χορδές του λαγούτου να τρέμουν και ο ιδρώτας απ’ το μέτωπο του πότιζε το ξύλο. Πολέμησαν οχτώ μέρες, έτσι όπως πρέπει των ηρώων, και κάθε μέρα ένας από τους γιους πέθαινε στην μάχη.
Την όγδοη ημέρα, την μέρα της νίκης, αφού ο Γκασσιρ έθαψε και τον τελευταίο του γιο, αυτός ο μεγάλος ήρωας στάθηκε σε μια πέτρα και για πρώτη φορά στην ζωή του απ τα μάτια του έτρεξαν δάκρυα λύπης. Όλη του η παλικαροσύνη ήταν άχρηστη, χωρίς σκοπό κανένα. Είχε απομείνει μόνος του και σύντομα κανένας δεν θα τον θυμόταν, ούτε για τα κατορθώματα ούτε και για την παλικαροσύνη του.
Ξαφνικά ένας γλυκός ήχος ακούστηκε σαν να έβγαινε από την ίδια του την καρδιά. Το λαγούτο του, που από τον πόνο και τα δάκρια και όχι από την άδεια του παλικαροσύνη είχε ζωντανέψει, τραγουδούσε!
Τραγουδούσε το τραγούδι του Γκασσίρ για τον ίδιο και τους γιους του, για την αξία τους και το θάρρος τους σαν ήρωες. Και θα τραγουδάει αιώνια.