Να θυμάσαι να τρέχει μπροστά σου μια λευκή, παγωμένη λεωφόρος. Χωρίς τέλος ή μέχρι το τέλος της Πατησίων’ ή και του κόσμου.
Να ακουμπάς το χρόνο με παιδική περιέργεια, καρέ καρέ, ακολουθία ακολουθία προσπαθώντας να καταλάβεις αν τον κουβαλάς εσύ, ή αυτός εσένα. Αν γερνάς εσύ ή αυτός [μάλλον αυτός].
Να περπατάς σίγουρος, με αυτή την αμφιβολία των γενναίων για παρέα, αναγνωρίζοντας και προσπερνώντας κάθε κακοσυντηρημένη βεβαιότητα που επινοήθηκε ποτέ. [Η βλακεία ανέκαθεν κόμπαζε, δε θα ναι δύσκολο].
Να ελπίζεις, ξέροντας πόσο αίολο και στατικό είναι αυτό.
Ξέροντας ότι η ελπίδα, άφθαρτη και αμείλικτη, αργά ή γρήγορα θα τους ξεφορτώσει όλους.
Να ονειρεύεσαι, κυρίως όταν δεν κοιμάσαι, γιατί αυτά τα όνειρα παίζει να είναι τα μόνα που δεν είναι απλά ακόμη μια αναπαράσταση.
Να κινείσαι αρμονικά σε ανηφόρες, αδιάφορα σε δύσκολες εποχές, με αυθάδεια σε επικίνδυνες ατραπούς.
Να γελάς με τις κατάρες και να αποστρέφεσαι τις ευχές.
[Τις περισσότερες φορές οι πρώτες είναι πολύ πιο ευφάνταστες].
Να γιορτάζεις τις ήττες σου. Τις νίκες σου όχι [αυτό είναι πολύ, μα πολύ μπαναλ]. Άσε που μπορεί να είναι τελικά και Καδμείες.
Να θυμάσαι πως το ότι αναπνέεις είναι ένα μικρό θαύμα’ ή άλλη μια μηχανική πράξη συνήθειας.
Να ορίζεις εικονικά σημεία αναφοράς και να περιστρέφεσαι γύρω τους. Σαν σε παράσταση σύγχρονου χορού ή σαν γαϊτανάκι σε γιορτή του ‘50.
Και αν πετάξεις, πέταξες.
Να καταφέρνεις να επιβιώσεις [ίσως από σύμπτωση ίσως και όχι] μακριά από την υπακοή, πράγμα καθόλου λίγο.
[Για ό,τι περισσότερο από αυτό, δεν ξέρω που βγάζουν εισιτήριο].
Να με εμπιστεύεσαι, ώστε να σε περπατήσω μέχρι το τέλος του πόνου.
Αν θέλεις να είσαι αγάπη να γίνεσαι αγάπη, αν θέλεις να είσαι όλεθρος, όλεθρος, πέρα από κάθε σύμβαση.
Ακούσιος μάρτυρας αλλά όχι προιόν, ενός παράλογου συστήματος, έξω και πάνω από κάθε σύστημα.
Άπτερος Νίκη.
Sweet child o’ mine.