Οι νύχτες μετά τα Χριστούγεννα είναι οι πιο άδειες του κόσμου. Λες και όλο το Νόημα έχει εξαντληθεί στις μέρες που ο Άη Βασίλης μπαινοβγαίνει στις πόλεις. Άντε και στα Επιφάνεια. Μετά κάθε κατεργάρης χωρά για τα καλά στην κάσα του. Μέχρι τα άλλα Χριστούγεννα ποιος μπορεί να περιμένει; Κανείς!
Τότε λένε αγριεύουν και ξεσπαθώνουν οι γάτες του Γενάρη. Γεννοβολάνε κάτι μωρά, τέρατα σε κήπους και αυλές. Όλοι μιλάνε γι’ αυτά τα φρικτά νεογέννητα που μοιάζουν με κουκουβάγιες. Αλλά υπάρχουν και μερικά πράγματα που δεν τα λένε. Πως από τα Έγκατα της γης ως τους Γαλαξίες κάποια άτυχα πλάσματα, απέθαντα και μοβόρικα βρίσκουνε τον τρόπο να διαφύγουν του Κανόνα. Πέρα από εποχές, πέρα από συνθήκες, πέρα κι από τα ίδια τα πεπρωμένα ακόμη. Ναι! ακούγεται ανήκουστο, αλλά, αν δεν είναι έτσι, τότε πως αλλιώς να εξηγηθεί αυτό που συνέβη στον οίκο των Λουλαμπάι πρόπερσι και παραμένει το χειρότερο γεγονός ως τα σήμερα στην μικρή μας πόλη.
Η Μάτζι Μορ που είχε παντρευτεί τον Όλιβερ Λουλαμπάι, μετά από δύο ατυχείς του γάμους, μεγαλοκοπέλα οικογενείας και συσταζούμενη στην ευρύτερη περιοχή του Ντόρντεν, τον βρήκε μέσα στο εργαστήριο του, κοκαλωμένο μπροστά στο τηλεσκόπιο, να κοιτάζει το Σύμπαν. Ήταν ακριβώς την παραμονή των Επιφανίων την νύχτα δηλαδή που όπως λέγεται οι καλικάντζαροι ξεφαντώνουν για τα καλά πριν πάνε να κρυφτούν πάλι στα σκότη. Το εργαστήριο του όλο, πολύ τακτοποιημένο όπως πάντα.
Κι εκείνος εκεί ακίνητος σαν κερωμένος, καθιστός μπροστά στο τηλεσκόπιό του, με μάτια που παραμένουν ανοιχτά και γεμάτα ερωτηματικά, μάλλον ως σήμερα. Οι ιατροδικαστικές εξετάσεις κατέληξαν πως ο κύριος Λουλαμπάι υπέστη μια τόσο σοκαριστική εμπειρία, που με την καρδιά του να συνεχίζει να χτυπάει, κοκάλωσε. Γρήγορα ο άνθρωπος διασωληνώθηκε κι έκτοτε, άρχισε να ζει ως φυτό στον οίκο του, με μηχανική υποστήριξη.
Οι κόρες του από τους δύο πρώτους γάμους ενδιαφέρθηκαν μόνο για κληρονομικά θέματα. Παντρεμένες κι οι δυο σε γειτονικές περιοχές, έστειλαν βέβαια συλλυπητήρια τηλεγραφήματα. Τόσο άστοχες; Ο Όλιβερ Λουλαμπάι δεν είχε πεθάνει. Ήταν απλά ένας ζωντανός – νεκρός και καμιά σύγχρονη ιατρική μέθοδος δεν μπορούσε να τον επαναφέρει. Ο Ιερέας Μόρτιμερ είπε σε γείτονες πως ο ερευνητής Λούλαμπάι έχει περάσει σε άλλους κόσμους κι απλά το σώμα του έχει αρνηθεί να ασθενήσει και να πεθάνει.
Η Μάρτζι Μορ που ο γάμος της μαζί του, ήταν το πιο κομβικό κοινωνικά διαπιστευτήριο, πως είναι μια τακτοποιημένη γυναίκα με έγγαμο βίο και κύρος στο Ντόρντεν, αποφάσισε να παραμείνει πλάι του, προσλαμβάνοντας και μια αποκλειστική για να φροντίζει το …απολίθωμα του συζύγου της. Σε μας όμως στο Ντόρντεν, παρέμενε ζήτημα που ένας άνθρωπος που ήταν κάποτε χρήσιμος, τώρα μεταμορφώνει σε χρήσιμους για να διατηρείται ζωντανός τους άλλους, ενώ είναι κλινικά νεκρός.
Οι φήμες άρχισαν να οργιάζουν. Πως ο Όλιβερ Λούλαμπάι είναι ένας απέθαντος, ένας βρικόλακας, που ζει ανάμεσά μας με απρόβλεπτες συνέπειες για τις φιλήσυχες οικογένειες και τα νοικοκυριά της περιοχής. Το γεγονός άρχισε να παίρνει διαστάσεις σκανδάλου, όταν ένας – ένας οι σκύλοι που φυλούσαν τις μεσοαστικές μονοκατοικίες αρρώσταιναν και πέθαιναν. Κι αργότερα λίγο, που η υπογεννητικότητα μεγάλωσε, αφού πολλές γυναίκες σε ενδιαφέρουσα μεταξύ πέμπτου και έκτου μήνα κύησης έχαναν τα μελλοντικά μωρά τους.
Αποδόθηκαν ευθύνες και ο οίκος των Λουλαμπάι κηρύχτηκε ως στοιχειωμένος και επικίνδυνος για την κοινωνική ασφάλεια. Ο ανακριτής Βόνισεφ και η ιατροδικαστής Νόνεμι, έφτασαν εσπευσμένα από τις Κεντρικές Πολιτείες ώστε να δοθεί λύση. Η Μάρτζι Μορ που από παχουλή είχε γίνει σκιά του εαυτού της και η αποκλειστική Μόσχα, από την ομώνυμη πόλη, υποδέχτηκαν τους επιθεωρητές, όπως τους ανακοινώθηκε η ιδιότητα των εντεταλμένων.
Μετά από μακρά συζήτηση, ακούστηκε η πρόταση, η οικογένεια Λούλαμπάι, όσο μπορούσε βεβαίως να θεωρηθεί οικογένεια, να αλλάξει τόπο διαμονής, κάτι βεβαίως πολύ δύσκολο, αφού καμιά από τις γειτονικές κωμοπόλεις δεν είχε το εύρος αλλά ούτε και την υποχρέωση να τους δεχτεί. Επίσης κανένα πανεπιστημιακό νοσοκομείο δεν μπορούσε να αναλάβει ένα “ιατρικό περιστατικό” που η αιτία της δυσλειτουργίας του παρέμενε άγνωστη.
Η εκκλησία ήταν έτοιμη να αφορίσει την “καταραμένη” οικογένεια και ο νόμος δεν αρκούσε για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Όταν οι επιθεωρητές αποχώρησαν άπραγοι, η πόλη ξεσηκώθηκε. Δεν ήταν λίγοι οι κάτοικοι, ανάμεσά τους και γέροντες, που με πλακάτ, που έγραφαν: “Έξω από δω η κατάρα των Λούλαμπάι” ή “Ούτε ο Θεός δεν θέλει τον Όλιβερ Λουλαμπάι”, περπάτησαν μέχρι τον κεντρικό δρόμο που ένωνε το στενό των Λουλαμπάι, με το δημόσιο πάρκο.
Μέσα στο στενό δεν μπήκε κανείς. Ακόμα και οι γείτονες των Λούλαμπάι είχαν μετακομίσει σχεδόν όλοι το τελευταίο εξάμηνο. Ολοφάνερα υπήρχε και ο φόβος για μεγαλύτερο κακό από την “Κατάρα” του νεκροζώντανου Όλιβερ που επιδρούσε ύπουλα ανενόχλητος στην καθημερινότητά μας. Και αφού το ίδιο το κράτος αδυνατούσε να βρει λύση, ο άνθρωπος ολομόναχος θα μπορούσε άραγε ποτέ να γλυτώσει από την μοίρα που το Σύμπαν του επιφυλάσσει;
“…Γιατί το Σύμπαν ήταν εκείνο που αποφάσισε να μεταμορφώσει σε κατάσκοπό του ανάμεσα στους ζωντανούς, τον Όλιβερ. Το Σύμπαν ευθύνεται και το Σύμπαν αποφασίζει. Και ίσως ο μόνος τρόπος για να αναχαιτίσουμε το πρόβλημα να είναι να καταστρέψουμε τις συμμαχικές του δυνάμεις!” είπε κλείνοντας τον λόγο του σε μια παρέα δημοτικών συμβούλων και σε μέλη του κυνηγετικού ομίλου ο αντιδήμαρχος Μπράουνι, λίγες νύχτες πριν τα Χριστούγεννα που προβλέπονταν και πάλι ζοφερά για το Ντόρντεν.
Ο πρόεδρος του κυνηγετικού ομίλου, ο μονόφλαλμος Μπεν Νομπόντι, πετάχτηκε κι έκανε κάθε απορία να λυθεί στο φτερό, όπως όταν πετύχαινε και σκότωνε μπεκάτσες.
– Να τις σκοτώσουμε!
– Είναι κακό να το λες έτσι, τον επέπληξε ο Μπράουνι. Απλά η Μάρτζι Μορ και η Μόσχα είναι καλό να ξεκουραστούν κι αυτές λίγο από το απολίθωμα του Όλιβερ Λουλαμπάι. Μπορούμε να τις στείλουμε διακοπές…
– …στον Αγύριστο, μούγκρισε μέσα από τα δόντια του ο Νομπόντι.
– …τέλος πάντων να τις αποκλείσουμε από την δυνατότητα να τον κρατάνε ζωντανό, ξαναείπε ο Μπράουνι.
– Να βρούμε τρόπο να τις απομακρύνουμε από κοντά του, είπε ο Σκότι, ο ταχυδρομικός υπάλληλος που κάθε μήνα προσέγγιζε με επιφύλαξη την οικία των Λουλαμπάι για να παραδώσει το Κρατικό Επίδομα Υγείας με το οποίο η πληγείσα “οικογένεια” επιβίωνε.
– Εσύ, είσαι ο μόνος που πάει εκεί, άρα θα ξέρεις τα κατατόπια, ξανάπε ο Μπεν.
– Ξέρω την Μόσχα, είπε ο Σκότι… Στις αρχές, όταν την προσλάβανε, έβγαινε κάποιες νύχτες στην παμπ του Μέρφυ. Μια νύχτα την κέρασα βότκα και ύστερα μετρήσαμε αστέρια που πέφτανε στο λιβάδι. Αλλά μετά όταν την ξαναείδα, ήταν απόμακρη και μου είπε πως η κατάσταση στο σπίτι δεν της επιτρέπει παρεκκλίσεις.
– Είσαι σίγουρος, πως δεν φταίει το πουλί σου, που είναι μικρό; πετάχτηκε ο παιδαράς ο Ίγκυ, από το σώμα της Πυροσβεστικής που πρόσφατα είχε αρχίσει κι αυτός να κυνηγάει μπεκάτσες.
– Κι εσύ που το ξέρεις; τον κορόιδεψε ο Νάστυ, ψάλτης στην εκκλησία και ύποπτος για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, δικαιολογημένα θα λέγαμε.
– Τον πηδούσα κι αυτόν μετά από σένα στο λιβάδι, κάποτε, κάγχασε ο ωραίος Ίγκυ.
Άρχισαν να φουντώνουν τα πνεύματα ανάμεσα στα τόσα αρσενικά, όταν ο Νόμποντι επανέφερε την κατάσταση στον αρχικό της λόγο συνάντησης χτυπώντας δυνατά το χέρι στο τραπέζι και φωνάζοντας “Σκασμός! Ώρα να τελειώνουμε με τον άτιμο βρικόλακα του Ντόρντεν και το Σόι του”. Πρόσεξα τα μάτια του κι ήταν πιο κόκκινα και πιο πεινασμένα από τα μάτια κάθε βρικόλακα που είχα δει ως τότε σε ταινίες. Αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις προτιμάς να σωπαίνεις.
Μην τα πολυλογούμε καταλήξαμε.
Την απομάκρυνση των δύο γυναικών από την οικία του Όλιβερ, την ονόμασαν “Πράξη Διάσωσης” και σχεδιάστηκε με απόλυτη εχεμύθεια και με την παραμικρή λεπτομέρεια, ώστε κανένα ατυχές περιστατικό να μην την εμποδίσει. Ωστόσο το πρωί της νύχτας εκείνης συνέβη κάτι απροσδόκητο. Η Μόσχα, η μόνη που έμπαινε όλον αυτόν τον καιρό μέσα στο εργαστήριο, που φιλοξενούσε τον άνθρωπο που είχε τρομάξει μια ολόκληρη πόλη, βγήκε τρέμοντας από μια βαθιά συγκίνηση.
– Κυρία, είπε στην αγουροξυπνημένη Μάτζι Μορ, στην άκρη της κουζίνας, ο κύριος μου χαμογέλασε και μου ζήτησε καφέ.
– Επιτέλους, είπε η Μάτζι Μορ ήρεμα, ένα κακό όνειρο έφτασε στο τέλος του. Άνοιξε τα παράθυρα!
Μετά πιο κομψή από ποτέ μπήκε στο εργαστήριο του Όλιβερ.
Η Μόσχα αέρισε το σπίτι που είχε να δει το φως της μέρας δύο χρόνια. Οι λίγοι περαστικοί σταυροκοπήθηκαν. Το νέο διαδόθηκε γρήγορα. “Ο Όλιβερ Λουλαμπάι, πέθανε, κι ανοίξανε το σπίτι.”
Ο Ιερέας Μόρτιμερ έφτασε γρήγορα – γρήγορα για να συλλυπηθεί την σύζυγο. Τον υποδέχτηκε στο σαλόνι, με σάρκα και οστά ο “νεκρός”. Η έκπληξή του τον έκανε να πέσει κάτω και χρειάστηκαν δύο ποτήρια παγωμένο νερό για να συνέλθει. Τρεις αστυνομικοί από τα Κεντρικά έφτασαν ως το μεσημέρι. Και ο αντιδήμαρχος τηλεφώνησε στους κομάντο.
– Άκυρο το σχέδιο της “Πράξης Διάσωσης”. Ο Λουλαμπάι ζει και είναι καλά. Συνήλθε.
– Αποκλείεται, απάντησε ο Νόμποντι και καβάλησε ένα μηχανοκίνητο για να πάει ως εκεί.
Βρήκε το σπίτι ανοιχτό, τον κήπο να τον καθαρίζουν δύο κουβανοί, τα φώτα σε όλα τα δωμάτια αναμμένα. Κάποιοι λίγοι επισκέπτες μαζί με εκπροσώπους του τοπικού Τύπου και τις δύο κόρες του Λουλαμπάι, που είχαν μεγάλη αγωνία μόνο για τις κληρονομικές διευθετήσεις, που απλά είχαν καθυστερήσει, βρίσκονταν στον αίθριο σκεπαστό χώρο του κήπου. Σύντομα κατάλαβε πως ο Λούλαμπάι θα πρέπει κάπου μόνος να ησύχαζε. Έτσι είχε ακούσει να γίνεται όταν κάποιος συνέρχεται από κώμα.
Τον βρήκε στην πολυθρόνα του. Δίπλα του άχνιζε ζεστός καφές και τα κουλουράκια των Χριστουγέννων μοσχομύριζαν. Σκέφτηκε να βάλει μια φωνή, κάτι σαν “Παλιόφιλε Όλιβερ, μας κοψοχόλιασες” αλλά αισθάνθηκε μια ακατανίκητη παρόρμηση να περπατήσει στις μύτες και να φτάσει, ένα μέτρο πίσω από την πλάτη του Όλιβερ. “Αυτά τα πράγματα γίνονται αθόρυβα κι από πίσω” θυμήθηκε την φωνή του μαφιόζου πατέρα του. Ο καθήμενος έμοιαζε να έχει αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα κοντά στο τζάκι, χαζεύοντας τα ξύλα που τρίζανε στην φρέσκια φωτιά. Κρατούσε ένα μυτερό σουγιά.
Δεν του άρεσε ποτέ να του χαλάνε τα σχέδια. Τον μισούσε από την εφηβεία τους, τότε που ως συμμαθητές, έκαναν κάποια παρέα κι ο Λούλαμπάι φλέρταρε με τα κορίτσια που άρεσαν και στον Νόμποντι. Και φυσικά ήταν πάντα πιο τυχερός. Βεβαιώθηκε πως κανείς δεν τον είχε προσέξει να φτάνει στο σαλόνι. Χωρίς καθυστέρηση έμπηξε από πίσω κατευθείαν στην καρδιά του κοιμισμένου άντρα, τον σουγιά. Ένα απαλό “Αχ!” ακούστηκε. Αμέσως μετά ο Νόμποντι εξαφανίστηκε από την πόρτα του κήπου χωρίς να κοιτάξει πίσω με το ένα και μοναδικό ενεργό του μάτι, που αντιλαμβανόταν με ιδιοφυή σχεδόν τρόπο την πραγαματικότητα. Ο κόσμος είχε πληθύνει και κανείς δεν τον παρατήρησε να μπαίνει, ούτε να βγαίνει. Αυτό το ήξερε καλά.
Ήταν μια βαθιά μέρα πένθους για την ενορία του Ντόρντεν. Ποιος άθλιος άνθρωπος είχε προηγούμενα με τον καλοκάγαθο δυστυχισμένο πρεσβύτερο Μόρτιμερ, που μετά από το σοκ που υπέστη, είχε ήρεμα αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα του Όλιβερ δίπλα στο τζάκι, στον καταραμένο οίκο των Λούλαμπάι;
Μια – δυο συζητήσεις πως ο σουγιάς στην καρδιά δεν προοριζόταν για τον εκπρόσωπο του Θεού, αλλά για τον κατάσκοπο του Σύμπαντος, που γύρισε από τον Θάνατο στην Ζωή, θεωρήθηκαν άκυρες από τον ανακριτή Βόνισεφ και την ιατροδικαστή Νόνεμι, που έφτασαν εσπευσμένα από τις Κεντρικές Πολιτείες.
Ο Σκότι το επόμενο Κυριακάτικο πρωινό στην κηδεία του Μόρτιμερ πλησίασε την Μόσχα και την ρώτησε: “Αληθεύει πως μετά από το ανεξήγητο φονικό, οι Λουλαμπάι, πουλάνε το σπίτι τους και θα φύγουν για την Ευρώπη;”
Η Μόσχα τον κοίταξε πως την κοίταζε και χαμογέλασε.
– Η Ελλάδα είναι στην Ευρώπη; Αν ναι, τότε ισχύει.
– Κι εσύ θα γυρίσεις στην Μόσχα;
– Έφυγα από εκεί τεσσάρων χρονών και δεν έχω κανέναν να με περιμένει, ούτε εκεί, ούτε αλλού.
– Τότε, μήπως θα ήθελες να με παντρευτείς και να ζήσουμε ήσυχα μαζί εδώ στο Ντόρντεν; ξεφούρνισε όπως ποτέ άλλοτε δεν θα τολμούσε να πει, ο κατακόκκινος Σκότι.
– Ναι, απάντησε πρώτη φορά γελαστή η κοπέλα από τη Ρωσία.
Πρόσφατα έμαθα πως σε μια πολύ φιλική τιμή, η Μάρτζι Μορ και ο Όλιβερ Λουλαμπάι, παρέδωσαν με ευγνωμοσύνη την οικία τους στην Μόσχα και τον Σκότι. Κι έχω μάθει επίσης και μιαν πολύ αλλόκοτη ιστορία, για την εμπειρία του Όλιβερ, όταν συναντήθηκε με το Σύμπαν, αλλά για να μην πεθάνουν άλλα σκυλιά στο Ντόρντεν και για να ξαναρχίσουν να γεννιούνται παιδιά στην περιοχή μας, ορκίστηκα να μην την αποκαλύψω σε κανέναν.
Μερικά γεγονότα που αφορούν στο πως το ανθρώπινο συναντιέται με το υπερφυσικό και τον ρόλο που παίζουν σε αυτές τις περιπτώσεις, ξωτικά, καλικάντζαροι κι εξωγήινοι, είναι καλύτερο να τα βλέπεις σε ταινίες κι όχι να τα κάνεις θέμα, χωρίς να είσαι και πολύ σίγουρος για το τι θα συμβεί αφού τα αποκαλύψεις. Πρόσφατα συνάντησα στον δρόμο τον Σκότι. Μου είπε τα νέα του: πως κάτι γάτες γεννήσανε μωρά φέτος τον Γενάρη στον κήπο τους, πως σκύλο δεν έχουν φοβούνται μην ψοφήσει, πως η Μόσχα δεν θέλει να μείνει έγκυος και πως εκείνος περνάει πολλές ώρες μέσα στο εργαστήριο του Όλιβερ που διατηρήθηκε ατόφιο στην πρώην οικία των Λουλαμπάι.
Με το τηλεσκόπιο που του δωρίστηκε, αναζητάει τις δικές του απαντήσεις κάθε βράδυ, γύρω από το μυστήριο του Σύμπαντος, ελπίζοντας πάντα, πως ο άνθρωπος, αυτό το ασήμαντο και τέλειο δημιούργημα του κόσμου, κάποια στιγμή, θα έχει μια καλύτερη τύχη, μέσα σε αυτό, που ο ίδιος επιφυλάσσει για τον εαυτό του. Νέα από τους Λούλαμπάι, είναι η αλήθεια, απέφυγα να ρωτήσω αν έχουν. Φαντάζομαι πως, όπως όλος ο κόσμος, ανταλλάσσουν τις Γιορτές ευχετήριες κάρτες.
Μερικά πράγματα είναι προτιμότερο να τα φαντάζεσαι, παρά να τα ζεις.