To scroll στα social media συχνά κρύβει εκπλήξεις. Σε μια εποχή όπου όλα προσπαθούν να ερμηνευθούν ψυχολογικά, σε μια εποχή όπου έννοιες ακανθώδεις για τον ανθρώπινο ψυχισμό εργαλειοποιούνται για το «fun» της υπόθεσης, σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι ναι μεν μιλούν περισσότερο για όσα κάποτε προσπαθούσαν να κρύψουν, αλλά μπερδεύονται σε απλουστεύσεις ζητήματων που άλλοι κάνουν χρόνια ψυχοθεραπείας για να λύσουν, το προφίλ του ΔΙΚΕΨΥ στο Instagram ξεχώρισε σαν φάρος. Σε μια σειρά Instagram post σχετικά με την ποπ ψυχολογία, το ΔΙΚΕΨΥ ήρθε να απλουστεύσει το πόσο κακό κάνουν… οι απλουστεύσεις. Οπότε η συζήτηση με την Άσπα Πασπάλη, την επιστημονική διευθύντρια του ΔΙΚΕΨΥ ήταν μονόδρομος.
Πώς θα συνοψίζατε τον όρο «ποπ ψυχολογία»;
Η «ποπ ψυχολογία» είναι η απόπειρα της ψυχολογίας να απευθυνθεί στον ευρύ κοινό, μέσα από εκλαϊκευμένες και απλοποιημένες εκδοχές ψυχολογικών εννοιών, συχνά σε σύντομες φράσεις ή άρθρα που παρέχουν εύκολες απαντήσεις σε σύνθετα ψυχικά φαινόμενα.
Ωστόσο, η ψυχανάλυση μάς υπενθυμίζει ότι κάθε ψυχική εμπειρία είναι μοναδική και βαθιά συνδεδεμένη με το ασυνείδητο, με επιθυμίες, τραύματα και συγκρούσεις που δεν μπορούν να αναλυθούν ή να ερμηνευτούν μέσα από γρήγορες ετικέτες. Η πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχισμού απαιτεί χρόνο, χώρο και, πάνω απ’ όλα, μια θεραπευτική σχέση, στην οποία το άτομο μπορεί να ανακαλύψει πτυχές του εαυτού του που ίσως ούτε το ίδιο γνώριζε. Αυτό το φαινόμενο έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της αυξανόμενης ανάγκης των ανθρώπων να αναζητήσουν τρόπους αυτογνωσίας και υποστήριξης της ψυχικής τους υγείας. Ωστόσο, οι γρήγορες αυτές απαντήσεις συχνά παραβλέπουν την πολυπλοκότητα του ψυχισμού και των συναισθημάτων μας, οδηγώντας σε γενικεύσεις και παρανοήσεις.
Η μαζική παραγωγή ψυχολογικού περιεχομένου από άτομα χωρίς επιστημονική κατάρτιση είναι συχνό φαινόμενο στα κοινωνικά δίκτυα ειδικά στο tiktok, στο Youtube, στο Instagram και στο διαδίκτυο γενικότερα, όπου συχνά μη ειδικοί ή influencers αναπαράγουν και απλοποιούν έννοιες χωρίς να βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα. Αυτοί οι «εμπειρογνώμονες» ενδέχεται να προτείνουν «μαγικές λύσεις» σε ψυχολογικά ζητήματα, οδηγώντας το κοινό σε παραπλανητικές συμβουλές που συχνά δεν είναι κατάλληλες ή ασφαλείς για τους ψυχικά ευάλωτους ανθρώπους. Η χρήση αυτών των γενικών και απλοποιημένων όρων μπορεί να δημιουργήσει παρερμηνείες και να ενισχύσει εσφαλμένες αντιλήψεις για ψυχικές διαταραχές, αποθαρρύνοντας τους ανθρώπους από την αναζήτηση της κατάλληλης θεραπείας.
Επομένως, το φαινόμενο της ποπ ψυχολογίας στην Ελλάδα έχει ενισχυθεί από προσωπικότητες των κοινωνικών δικτύων που συγκεντρώνουν τεράστιο αριθμό ακολούθων και αλληλεπιδράσεων, διαδίδοντας απλοποιημένες και συχνά ανεπιβεβαίωτες ψυχολογικές συμβουλές. Αυτές οι προσωπικότητες, αν και δεν διαθέτουν επιστημονική κατάρτιση, παρουσιάζουν «θεραπείες» και συμβουλές που, με την επίφαση της αυθεντίας και την υποστήριξη του μεγάλου αριθμού ακολούθων, μοιάζουν αξιόπιστες.
Αυτή η τάση υποδηλώνει ένα σοβαρό κενό νομικής προστασίας και ελέγχου στην Ελλάδα. Ενώ σε άλλες χώρες η χρήση του τίτλου «ψυχοθεραπευτής» ή η προσφορά συμβουλευτικών υπηρεσιών απαιτεί άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, στην Ελλάδα τέτοιες ρυθμίσεις απουσιάζουν, επιτρέποντας σε μη ειδικούς να κατέχουν και να προωθούν τίτλους χωρίς επαρκείς γνώσεις. Το μόνο που απαιτείται για να ασκήσει κάποιος το επάγγελμα του ψυχολόγου είναι η ολοκλήρωση τετραετούς φοίτησης σε πανεπιστημιακό πρόγραμμα Ψυχολογίας, κάτι που του επιτρέπει να δηλώνει τίτλους όπως παιδοψυχολόγος, ψυχοθεραπευτής, κλινικός ή σχολικός ψυχολόγος, χωρίς να έχει απαραίτητα εξειδικευτεί σε αυτούς τους τομείς. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι διεθνείς προδιαγραφές προβλέπουν ότι για να αποκτήσει κάποιος εξειδικευμένους τίτλους στην ψυχοθεραπεία ή σε κλάδους όπως η κλινική και σχολική ψυχολογία, απαιτείται τουλάχιστον επιπλέον τετραετής εκπαίδευση και πρακτική.
Αυτό είναι συγκρίσιμο με το να τελειώνει κάποιος τις σπουδές του στη γενική ιατρική και χωρίς επιπλέον ειδίκευση να μπορεί να δηλώνει καρδιολόγος, οφθαλμίατρος ή οποιαδήποτε άλλη ειδικότητα.
Παράλληλα, υπάρχει ανεξέλεγκτη ανάπτυξη διαφόρων σχολών και προγραμμάτων που αποδίδουν τίτλους «self-coach», «σύμβουλος» και άλλα, χωρίς πιστοποιημένα επαγγελματικά πρότυπα ή αυστηρά ελεγχόμενα κριτήρια. Αυτή η κατάσταση ενισχύει την κακοποίηση των επαγγελματικών όρων και δημιουργεί επιπλέον σύγχυση, τονίζοντας την ανάγκη για σαφείς κανονισμούς και νομική προστασία του επαγγέλματος.
Πού αποδίδετε τις γενικεύσεις της εποχής περί ναρκισσιστών, τραυμάτων κ.λπ.;
Ο ναρκισσισμός δεν είναι μόνο μια έννοια που συνδέεται με την παθολογία· στην πραγματικότητα, όλοι οι άνθρωποι έχουν υγιείς ναρκισσιστικές πλευρές, καθώς είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης και της θετικής αυτοεικόνας. Ο υγιής ναρκισσισμός, δηλαδή η ικανότητα να εκτιμάμε τον εαυτό μας και να αναγνωρίζουμε τις ανάγκες μας, είναι αναγκαίος για τη συναισθηματική μας ανάπτυξη.
Αντίθετα, ο παθολογικός ναρκισσισμός, όπως συναντάται στη ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας, είναι μια σοβαρή διαταραχή που χαρακτηρίζεται από έντονη ανάγκη για θαυμασμό, έλλειψη ενσυναίσθησης και μεγαλομανία.
Στην εποχή της ποπ ψυχολογίας, συχνά παρατηρείται να αποκαλείται κάποιος «ναρκισσιστής» απλώς επειδή δεν ικανοποιεί τις επιθυμίες των άλλων ή δεν συμβιβάζεται. Αυτή η τάση γενίκευσης παραβλέπει ότι ο πραγματικός ναρκισσισμός ως διαταραχή δεν έχει σχέση με τέτοιες καθημερινές συμπεριφορές και δεν εξαντλείται σε περιστασιακές εκδηλώσεις εγωκεντρισμού.
Αντίστοιχα, το τραύμα είναι ένα φυσικό μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας. Η ζωή είναι γεμάτη απογοητεύσεις και απώλειες, και κανείς δεν μεγαλώνει χωρίς να βιώσει κάποιας μορφής τραυματική εμπειρία, αφού δεν υπάρχει τέλεια παιδική ηλικία. Πολλοί, ωστόσο, τείνουν να χρησιμοποιούν τον όρο «τραύμα» για να δικαιολογούν αρνητικά χαρακτηριστικά και συμπεριφορές, αποφεύγοντας να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεών τους. Το πραγματικό τραύμα, όμως, είναι μια βαθιά συναισθηματική πληγή που χρήζει επεξεργασίας και, συχνά, επαγγελματικής υποστήριξης για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά
Πόσο επικίνδυνες μπορεί να είναι αυτές οι γενικεύσεις;
Οι γενικεύσεις της ποπ ψυχολογίας είναι επικίνδυνες, καθώς παραποιούν ή μειώνουν την πολυπλοκότητα των ψυχικών διαταραχών, οδηγώντας σε παρανοήσεις και πιθανή επιδείνωση της ψυχικής υγείας για όσους ακολουθούν τέτοιες απλοϊκές κατευθύνσεις. Η υπεραπλούστευση ψυχολογικών εννοιών οδηγεί στην παθολογικοποίηση φυσιολογικών συμπεριφορών. Για παράδειγμα, το να είναι κάποιος οργανωτικός ή σχολαστικός δεν σημαίνει ότι έχει ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD), μια σοβαρή ψυχική πάθηση που απαιτεί εξειδικευμένη θεραπεία. Παρ’ όλα αυτά, όροι όπως «OCD» ή «τραύμα» χρησιμοποιούνται καταχρηστικά στα κοινωνικά δίκτυα, γεγονός που υποβαθμίζει τη σημασία τους και παραπλανά το κοινό.
Επιπλέον, τέτοιες γενικεύσεις αποθαρρύνουν τα άτομα από το να αναζητήσουν επαγγελματική βοήθεια. Η ιδέα ότι η ψυχική υγεία βελτιώνεται με απλές τεχνικές, όπως η «θετική σκέψη» ή η «συγχώρεση», συχνά οδηγεί σε απογοήτευση. Τα ψυχικά ζητήματα είναι σύνθετα και πολυδιάστατα, και η θεραπεία απαιτεί εξατομικευμένη προσέγγιση από καταρτισμένο ειδικό. Το να βασίζεται κανείς μόνο σε θετικά συναισθήματα ή επιφανειακές προσεγγίσεις μπορεί να αφήσει ανικανοποίητους όσους παλεύουν με βαθύτερα ψυχικά ζητήματα.
Τέλος, η αυτοδιάγνωση μέσω της ποπ ψυχολογίας είναι επίσης επικίνδυνη. Οι άνθρωποι συχνά αναγνωρίζουν εσφαλμένα συμπτώματα και επιλέγουν ακατάλληλες μεθόδους αυτοθεραπείας, βασιζόμενοι σε μη ειδικές απόψεις ή εμπειρίες. Αυτή η τάση ενισχύει αρνητικά στερεότυπα, όπως ότι οι ψυχικές διαταραχές σχετίζονται με αδυναμία ή έλλειψη θέλησης, επιβαρύνοντας το κοινωνικό στίγμα γύρω από την ψυχική υγεία και αποτρέποντας τους ανθρώπους από την κατάλληλη υποστήριξη.
Ζούμε σε μια κακοποιητική εποχή ή σε μια εποχή που δίνει βήμα στα θύματα να μιλήσουν;
Σήμερα, ζούμε σε μια εποχή όπου τόσο η κακοποίηση όσο και η δυνατότητα των θυμάτων να μιλήσουν βρίσκονται σε μια λεπτή ισορροπία, διαμορφωμένη από τις κοινωνικές και ψηφιακές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών. Από τη μία, οι καμπάνιες ευαισθητοποίησης, όπως το κίνημα #MeToo, έχουν ενισχύσει τη δυνατότητα των θυμάτων να βγουν από τη σιωπή, δημιουργώντας ένα κλίμα που στηρίζει το άνοιγμα και τη διαφάνεια γύρω από θέματα κακοποίησης. Αυτές οι πρωτοβουλίες έχουν καταφέρει να ανατρέψουν παγιωμένα κοινωνικά στερεότυπα, επιτρέποντας στους ανθρώπους να καταγγέλλουν με λιγότερο φόβο και περισσότερο θάρρος τις κακοποιητικές συμπεριφορές που υφίστανται.
Ωστόσο, οι προκλήσεις παραμένουν. Έρευνες δείχνουν ότι πολλά θύματα αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητα εμπόδια στην προσπάθειά τους να εκφραστούν, όπως το φόβο της αμφισβήτησης ή της επανατραυματοποίησης. Πολλά θύματα βιώνουν επιπρόσθετο άγχος και αμφιβολίες για τον εαυτό τους, καθώς συχνά αντιμετωπίζουν την έλλειψη πίστης από το περιβάλλον τους ή την κοινωνία, κάτι που μπορεί να μετατρέψει την πράξη της εξομολόγησης από λυτρωτική σε τραυματική.
Επιπλέον, ενώ η δημόσια συζήτηση έχει ενισχυθεί, η υποστήριξη σε πρακτικό επίπεδο εξακολουθεί να είναι ελλιπής σε πολλές χώρες. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, μια έρευνα έδειξε ότι, παρά την αυξημένη ορατότητα των υποθέσεων κακοποίησης, πολλά θύματα δυσκολεύονται να βρουν ουσιαστική υποστήριξη, είτε λόγω οικονομικών περιορισμών είτε εξαιτίας ανεπαρκών κρατικών υπηρεσιών.
Στην Ελλάδα, το #MeToo ανέδειξε το βάθος των προβλημάτων κακοποίησης και εξουσιαστικής κατάχρησης, ανοίγοντας δρόμους για θύματα που ένιωθαν εγκλωβισμένα στη σιωπή. Από ψυχαναλυτική σκοπιά, το κίνημα αυτό κατέστησε εμφανείς τις ψυχικές διεργασίες που συνοδεύουν το τραύμα, τον φόβο και την ενοχή, στοιχεία που συχνά εμποδίζουν τα θύματα να μιλήσουν ανοιχτά. Η αποκάλυψη της κακοποίησης είναι μια απελευθερωτική, αλλά ταυτόχρονα απαιτητική διαδικασία, καθώς φέρνει στην επιφάνεια συναισθήματα άγχους και αμφιβολίας για την αποδοχή του βιώματος από την κοινωνία.
Η ψυχανάλυση αναγνωρίζει τη δυναμική του τραύματος ως μια βαθιά ψυχική εμπειρία που χρειάζεται χρόνο και ένα ασφαλές θεραπευτικό πλαίσιο για να επεξεργαστεί. Το θύμα καλείται να ανασυνθέσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στους γύρω του, κάτι που προϋποθέτει την ύπαρξη υποστηρικτικών δομών και θεσμικής σταθερότητας. Όταν το θύμα αισθάνεται ότι η φωνή του ακούγεται και η εμπειρία του αναγνωρίζεται χωρίς αμφισβήτηση, ενισχύεται η δυνατότητα αποδοχής και ενσωμάτωσης του τραύματος.
Αυτή η αντίθεση δείχνει ότι βρισκόμαστε πράγματι σε μια εποχή μετάβασης: από τη σιωπή και την κακοποίηση προς την ενίσχυση της φωνής των θυμάτων, με εμπόδια που απομένουν να αντιμετωπιστούν τόσο σε ατομικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο. Η συνεχής ευαισθητοποίηση, μαζί με την παροχή επαρκών υπηρεσιών και την αλλαγή των νομικών πλαισίων, είναι απαραίτητα βήματα για να εδραιωθεί αυτή η αλλαγή και να εξασφαλιστεί ένα περιβάλλον όπου τα θύματα μπορούν να εκφράζονται με ασφάλεια και να υποστηρίζονται ουσιαστικά.
Θεωρείτε ότι η ψυχανάλυση έχει γίνει «μόδα»;
Ως ψυχολόγος, είναι κρίσιμο να ξεκινήσω από το ερώτημα: «Τι είναι μόδα;» και να το διαφοροποιήσω από την επιτακτική ανάγκη για ψυχολογική υποστήριξη που παρατηρούμε σήμερα λόγω των αυξημένων ψυχικών αναγκών. Η μόδα υποδηλώνει κάτι εφήμερο και περιστασιακό, ενώ η ανάγκη για ψυχολογική υποστήριξη έχει γίνει αναγκαία, με τη ψυχική υγεία να βρίσκεται στο προσκήνιο λόγω του στρες και των σύνθετων προκλήσεων της εποχής.
Παρατηρούμε πλέον τη σημαντική μείωση του στίγματος γύρω από την ψυχοθεραπεία και την επίσκεψη σε ειδικούς ψυχικής υγείας. Παλαιότερα, υπήρχε έντονη προκατάληψη· όποιος απευθυνόταν σε ψυχολόγο ή ψυχίατρο θεωρούνταν «τρελός». Στα πρώτα χρόνια που εργάστηκα στην Ελλάδα, ήταν συχνό το φαινόμενο να συγχέουν τον ψυχολόγο με τον ψυχίατρο, θεωρώντας ότι οι υπηρεσίες αυτές συνδέονται άμεσα με την ψυχιατρική νοσηλεία. Σήμερα, όμως, η κοινωνική αποδοχή έχει αυξηθεί, και όλο και περισσότεροι άνθρωποι παραδέχονται ανοιχτά την αναζήτηση ψυχολογικής στήριξης χωρίς ντροπή. Όταν το περιβάλλον τους βλέπει τις θετικές αλλαγές, παρακινείται και το ίδιο να ακολουθήσει αυτή τη διαδρομή, οδηγώντας σε μια αλυσιδωτή αλλαγή της στάσης απέναντι στην ψυχοθεραπεία.
Η συμβολή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης υπήρξε καθοριστική σε αυτή τη διαδικασία αποστιγματοποίησης. Αν και συχνά κατηγορούμε τα μέσα αυτά για επιφανειακή και παραπλανητική παρουσίαση της ψυχολογίας, είναι δίκαιο να αναγνωρίσουμε ότι βοήθησαν στο να γίνει η ψυχοθεραπεία προσβάσιμη και αποδεκτή, διαχωρίζοντας τον ρόλο του ψυχολόγου από αυτόν του ψυχιάτρου. Ωστόσο, όπως συμβαίνει όταν υπάρχει υπερπληθώρα πληροφοριών, η κακοποίηση και παρερμηνεία εννοιών είναι αναπόφευκτη. Σήμερα, υπάρχει συχνά σύγχυση ανάμεσα στον ψυχολόγο, τον ψυχοθεραπευτή και τον ψυχαναλυτή, κάτι που υπογραμμίζει την ανάγκη για σαφήνεια σχετικά με τους ρόλους αυτών των επαγγελματιών.
Ο ψυχολόγος, έχοντας πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην επιστήμη της ψυχολογίας, ασχολείται με την αξιολόγηση και υποστήριξη των ψυχικών και συναισθηματικών δυσκολιών, αλλά δεν συνταγογραφεί φαρμακευτική αγωγή. Ο ψυχοθεραπευτής, από την άλλη, είναι εξειδικευμένος σε συγκεκριμένες θεραπευτικές μεθόδους, όπως η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία, η συστημική θεραπεία ή η θεραπεία Gestalt κτλ, και μπορεί να είναι είτε ψυχολόγος είτε επαγγελματίας άλλου κλάδου, με επιπλέον εκπαίδευση.
Τέλος, η ψυχανάλυση είναι μια εξειδικευμένη μορφή ψυχοθεραπείας που βασίζεται στις θεωρίες του Φρόυντ και άλλων αναλυτών, με έμφαση στην εξερεύνηση του ασυνείδητου. Απαιτεί μακροχρόνια θεραπεία και υψηλή εκπαίδευση, καθώς στόχο έχει την ενδοσκόπηση σε βάθος και την ανακάλυψη των εσωτερικών συγκρούσεων του ατόμου. Η διαφοροποίηση αυτών των ρόλων και μεθόδων είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η σωστή προσέγγιση στην ψυχική υγεία και να διαλυθούν οι παρερμηνείες που συχνά οδηγούν σε επιφανειακές ή ακόμα και επικίνδυνες γενικεύσεις.
Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, που εγώ προσωπικά ακολουθώ στην κλινική μου πρακτική και διδάσκω σε νέους εκπαιδευόμενους, επιδεικνύει αποτελεσματικότητα σε χρόνιες περιπτώσεις, λόγω των βαθιών αλλαγών που επιφέρει στον ψυχισμό και στη νευρολογική δομή του εγκεφάλου. Νευροεπιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι οι παρεμβάσεις ψυχαναλυτικής φύσης μπορούν να επιφέρουν μακροχρόνιες αλλαγές στη δομή του εγκεφάλου, συμβάλλοντας σε σταθερή συναισθηματική ωρίμανση.
Η απήχηση της ψυχανάλυσης αυξάνεται, καθώς προσφέρει κάτι που πολλές γρήγορες ψυχοθεραπείες δεν καλύπτουν – την ικανότητα να διερευνήσει το ασυνείδητο σε συνάρτηση με τις σύγχρονες διαπροσωπικές και κοινωνικές προκλήσεις.
Ποιες είναι οι δραστηριότητες του ΔΙ.ΚΕ.ΨΥ;
Στο ΔΙ.ΚΕ.ΨΥ, με 25 χρόνια εμπειρίας, ενώνουμε τον κλινικό και εκπαιδευτικό τομέα της ψυχοθεραπείας και της ψυχικής υγείας, ακολουθώντας τις αυστηρότερες ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Ο κλινικός μας τομέας περιλαμβάνει υπηρεσίες όπως ψυχοθεραπευτική υποστήριξη, παρέμβαση σε παιδιά στο φάσμα του αυτισμού, λογοθεραπεια, εργοθεραπεία, διαγνωστική αξιολόγηση και συμβουλευτική γονέων, με έμφαση στη διασύνδεση της παιδικής εμπειρίας και του ενήλικου ψυχισμού. είμαστε σε ενεργή συνεργασία με παιδικούς σταθμούς, νηπιαγωγεία και σχολεία, προσφέροντας υποστήριξη στις σχολικές κοινότητες μέσα από εξειδικευμένα προγράμματα και σειρά ομιλιών για γονείς. Αυτές οι ομιλίες εστιάζουν σε θεματικές που αφορούν την παιδική ανάπτυξη, την κατανόηση της συμπεριφοράς, καθώς και τις προκλήσεις που μπορεί να αντιμετωπίζουν οι γονείς στην ανατροφή των παιδιών τους. Γνωρίζοντας ότι η οικογένεια διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη ψυχικής ανθεκτικότητας.
Στον εκπαιδευτικό μας τομέα, εκπαιδεύουμε ψυχολόγους για να γίνουν ψυχαναλυτικοί ψυχοθεραπευτές, ειδικοί στη θεραπευτική παρέμβαση για άτομα στο φάσμα του αυτισμού, καθώς και σε πολλούς άλλους τομείς ψυχικής υγείας. Η εκπαίδευση μας βασίζεται σε αυστηρά ευρωπαϊκά κριτήρια, με στόχο όχι μόνο την επιστημονική επάρκεια, αλλά και την αναγνώριση και νομική προστασία του επαγγέλματος του ψυχοθεραπευτή, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Στο ΔΙ.ΚΕ.ΨΥ, επιδιώκουμε να βάλουμε το δικό μας λιθαράκι στην αποσαφήνιση των επιστημονικών εννοιών και στην εξάλειψη της παραπληροφόρησης από την ποπ ψυχολογία. Στο πλαίσιο αυτό, ξεκινήσαμε μια σειρά αναρτήσεων για την ενημέρωση του κοινού, με στόχο την αποτροπή της κακοποίησης και της υπεραπλούστευσης των ψυχολογικών εννοιών.
Κλείνοντας, η ομάδα του ΔΙ.ΚΕ.ΨΥ, που αποτελείται από περισσότερους από 40 εξειδικευμένους επαγγελματίες, καταρρίπτει με την ίδια της την ύπαρξη τον μύθο της ποπ ψυχολογίας, που υποστηρίζει ότι όσοι θέλουν να γίνουν ψυχολόγοι το κάνουν είτε επειδή είναι οι ίδιοι «προβληματικοί» είτε επειδή θέλουν να λύσουν δικά τους τραύματα. Η δική μας αφοσιωμένη ομάδα αποδεικνύει το αντίθετο – επιλέγουμε το πεδίο της ψυχικής υγείας από πάθος για τη γνώση και την προσφορά!
Η Άσπα Πασπάλη, Ψυχολόγος BSc (Staffordishire University, UK), Παιδοψυχολόγος MSc (Child Developmental Psychology, University of London, UK) και Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεύτρια (ΙCAPP, Au) είναι Επιστημονική Διευθύντρια του ΔΙ.ΚΕ.Ψ.Υ.
Ολοκλήρωσε τις βασικές προπτυχιακές σπουδές της στην Ψυχολογία στη Μεγάλη Βρετανία στο Πανεπιστήμιο Staffordishire (Staffordishire University, UK) και κατέχει άδεια ασκήσεως ψυχολόγου (Αρ. Πρωτ. 4675/25-07-2001). Κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών σπουδών εργάστηκε εθελοντικά με εποπτεία σε συμβουλευτικά προγράμματα του Πανεπιστημίου για φοιτητές με συναισθηματικές δυσκολίες, καθώς και σε θεραπευτικά κέντρα και έτρεξε συγκριτικές έρευνες, ανάμεσα στον ελληνικό και βρετανικό πληθυσμό.
Στη συνέχεια ολοκλήρωσε το Μεταπτυχιακό της στην Παιδοψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (Child Developmental Psychology, University of London, UK). Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών στη Μεγάλη Βρετανία εκπαιδεύτηκε στην Εφαρμοσμένη Ανάλυση Συμπεριφοράς για παιδιά στο φάσμα του αυτισμού (ABA, PEACH) και εργάστηκε για χρόνια με παιδιά και εφήβους με νευροαναπτυξιακές και συναισθηματικές δυσκολίες. Επίσης, εργάστηκε στο ογκολογικό τμήμα του παιδιατρικού νοσοκομείου Great Ormond Street Hospital με αντικείμενο την ψυχολογική και κοινωνική υποστήριξη στους ογκολογικούς ασθενείς και τα μέλη των οικογενειών τους.
Εκπαιδεύτηκε ως Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεύτρια από τον οργανισμό The INSTITUTE for CHILD & ADOLESCENT PSYCHOANALYTIC PSYCHOTHERAPY (ICAPP, Au). Κατά την διάρκεια της πολυετούς αυτής εκπαίδευσης η Άσπα Πασπάλη βρίσκονταν τόσο σε εβδομαδιαία εποπτεία, όσο και σε ατομική ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία με συχνότητα δυο φορές την εβδομάδα. Παράλληλα παρακολούθησε ψυχοδυναμικής κατεύθυνσης σεμινάρια και εποπτικές ομάδες (Tavistock), Πρόγραμμα Παρατήρησης βρέφους και έλαβε μέρος σε έρευνες και διεθνή συνέδρια, καθώς και δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά.
Το 1999 επέστρεψε στην Ελλάδα με στόχο τη συνεισφορά στην προαγωγή της ψυχικής υγείας τόσο σε κλινικό, όσο και σε ακαδημαϊκό επίπεδο. Με βάση αυτό το όραμα ίδρυσε τον φορέα Διεπιστημονική και Ερευνητική Ψυχοκοινωνική Υποστήριξη Παιδιών και Ενηλίκων (ΔΙ.ΚΕ.Ψ.Υ) του οποίου αποτελεί Επιστημονική Υπεύθυνη και συντονίζει τη διεπιστημονική ομάδα των συνεργατών. Διδάσκει και συντονίζει, μαζί με αξιόλογους συνεργάτες, τον εκπαιδευτικό τομέα του ΔΙ.ΚΕ.Ψ.Υ που εκπαιδεύει ειδικούς ψυχικής υγείας στην ατομική ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία ενηλίκων, παιδιών και εφήβων, σε προγράμματα για νευροαναπτυξιακές διαταραχές (ΔΑΦ) και σε πλήθος άλλων εξειδικεύσεων.
Όλα αυτά τα χρόνια έχει βοηθήσει ψυχοθεραπευτικά πολλές οικογένειες και ενήλικες στο να αντιμετωπίσουν τις συναισθηματικές τους δυσκολίες, να κατανοήσουν σε βάθος τον εαυτό τους και να εξελιχθούν ψυχικά. Έχει εποπτεύσει την κλινική ψυχοθεραπευτική εργασία πολλών νέων συναδέλφων τόσο σε ατομικό όσο και σε ομαδικό επίπεδο.
Λαμβάνει συνεχώς εκπαιδεύσεις σχετικές με το αντικείμενο της Ψυχολογίας, μελετά και παρακολουθεί τα παγκόσμια επιστημονικά δρώμενα.
Είναι μέλος σε επιστημονικούς συλλόγους, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Αρθρογραφεί και έχει ενεργή παρουσία σε τηλεοπτικά προγράμματα, podcast, επιστημονικά περιοδικά και ομιλίες στο ευρύ κοινό.
Ακολουθήστε το ΔΙΚΕΨΥ στα social media: https://www.instagram.com/dikepsy/