Κάποτε, το αλάθητο του Πάπα αποτελούσε ακρογωνιαίο λίθο συντηρητισμού και συγκεντρωτισμού. «Ισμού» γενικώς, από αυτά τα «ισμού», που τους πραγματικούς «ιστές», βλέπε ιδεαλιστές, τους ενοχλούν, τους πειράζουν, τους κάθονται λιγάκι στο λαιμό.
Γιατί η πραγματική ελευθερία και η αρμονική συνύπαρξη των μερών της κοινωνίας, από τα πάνω της, τα κάτω της και τα μεσαία της δεν έχει ανάγκη από Θεούς και Δαίμονες. Από… αλάθητα.
Η κοινωνική εξέλιξη αρκετών όσων φύσει και θέσει στέκονταν ανέκαθεν κόντρα σε λογής λογής εξουσιομανή και αραχνιασμένα αλάθητα (ο Πάπας, ο Βασιλεύς, ο Σούπα και ο Μούπες), τους έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση που ούτε οι ίδιοι ίσως μπορούσαν να προβλέψουν. Έγιναν οι ίδιοι μικροί πάπες και τοσοδούληδες βασιλείς.
Απέκτησαν το δικό τους αλάθητο, το έντυσαν, το μύρωσαν, το στόλισαν, το κατέβασαν σε διαδηλώσεις και το φιγούραραν σε κείμενα, αναρτήσεις και ενδυμασία. Το έκαναν τρόπο ζωής, ασπίδα τους, άμυνα κι επίθεσή τους.
Το αλάθητο του αριστερού. Το αλάθητο του πούστη. Το αλάθητο της χοντρής. Το αλάθητο της γριάς. Το αλάθητο της έφηβης. Το αλάθητο του φοιτητή. Του καλλιτέχνη. Το αλάθητο που αποδυναμώνει την Ουσία του να είσαι και να υπερασπίζεσαι «με λογισμό και μ’ όνειρο» αυτά που δηλώνεις. Και που αφαιρεί το στοιχείο λάθους από κάτι «ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο» όπως μια άποψη, μια θεωρία, μια κίνηση.
Γιατί όταν πας με άτομα του ίδιου φύλου, δεν σημαίνει ότι κάποιος που σε αδίκησε το έκανε λόγω αυτού του γεγονότος. Γιατί όταν είσαι αριστερός, δεν θεωρείς επουδενί ότι σου ανήκει αποκλειστικά καμία πλατεία. Όταν είσαι χοντρός, δεν χρειάζεσαι καμία ειδική μεταχείριση, όπως δεν χρειάζεται και ο αδύνατος, ο φαλακρός, η κοκαλιάρα. Όταν είσαι γέρος, έχεις υπάρξει νέος και όταν είσαι έφηβος και σπουδάζεις ή πας σχολείο, έχεις δύο γονείς, έναν παππού, έναν προπονητή και μπορείς να οσμιστείς στον αέρα τι θα πει «σεβασμός».
Από τις «δυνατές» κοινωνικές ομάδες, από τον μέσο όρο, από οργανώσεις και κόμματα που μαζεύουν κοπάδια δίχως κριτική σκέψη, δεν περιμένω να εγκαταλείψουν άμεσα το αλάθητό τους. Ο τακτοποιημένος μπατσάκος που θεωρεί ότι ο Εξαρχειώτης στο καφενείο είναι μίασμα ας έχει όσο αλάθητο θέλει. Μόνο αυτό μπορεί, άλλωστε. Το ίδιο η ειρωνική δημόσια υπάλληλος που με ταλαιπωρεί πάνω κάτω στις υπηρεσίες, το ίδιο ο καθηγητής που με κόβει στο μάθημα δεκάδες φορές και με βασανίζει για να κάνει το βίτσιο του.
Εγώ όμως, εγώ, που είμαι νέα, που είμαι σκεπτόμενη, που αγαπάω τον Άνθρωπο ετούτου του πλανήτη, και μαζί τα ζώα και τα φυτά του, κι έχω σπουδάσει και κάτι και δουλεύω για όχι πολλά λεφτά και που, εν πάση περιπτώσει, με συγκινούν τα προτάγματα μιας πολιτικής θεωρίας που μας προτιμά όλους ίσους, όσο διαφορετικοί και να είμαστε (ανάσα)
Εγώ
Αλάθητο δεν έχω. Και ξέρω πως εγώ που δεν έχω αλάθητο μοιάζω σε πάρα μα πάρα πολλά με σένα που πάλι βιάστηκες στην χθεσινή σου κουβέντα να ξεστομίσεις αυτό το αραχνιασμένο και κακοφορμισμένο, πια, «ναι, αλλά εμείς όμως…»
Πάψε. Σκάσε. Τελεία. Δεν είναι θέμα κοινής λογικής. Είναι απλώς η πραγματικότητα. Συμβιώνουμε ,γαμώτο, πάνω σε έναν ζόρικο πλανήτη, ζόρικο γιατί τον κάναμε εμείς να μοιάζει τέτοιος. Να μάθουμε να ακούμε, να βλέπουμε, να αγγίζουμε.
Πολύ μιλήσαμε ορισμένες και ορισμένοι. Δεν εξαιρώ, δυστυχώς, ούτε τον εαυτό μου. Κάποτε, οι επαναστάσεις θεμελιώθηκαν πάνω στις σφόδρες διαφωνίες και συγκρούσεις των κοινωνικών ομάδων. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται οι κοινωνικές ομάδες να συναντηθούν και να συνομιλήσουν ψύχραιμα. Ο εχθρός είναι κοινός.
Πάντα ήταν… Απλώς τώρα, πάμε κάτι να καταλάβουμε. Νομίζω. Και ίσως να κάνω και λάθος!