Τα σύννεφα περνάνε σαν φιλμ από πάνω μου ντυμένα με όλες τις αποχρώσεις του γκρι. Μία λωρίδα λευκού σκίζει τον ουρανό στα δύο. Η Κηφισίας μοιάζει με δύο κόκκινα ποτάμια. Τα διασχίζω και τα δύο.
Το προποτζίδικο της Πανόρμου είναι κλειστό αλλά ο τεράστιος βασιλικός καταφέρνει να μου γαργαλήσει τη μύτη μέσα από το τζάμι. Το ανθοπωλείο λίγο παρακάτω έχει κι αυτό κατεβασμένα ρολά και ο ελάχιστος βοτανικός κήπος είναι φυλακισμένος και άοσμος. Κάπως όπως κι εμείς.
Συνειδητοποιώ ότι στους μεγάλους δρόμους η απουσία κανονικής ζωής είναι πιο έντονη. Γι’ αυτό χώνομαι γρήγορα στα δρομάκια του Γκύζη μπας και βρω αυτήν την ρομαντική διάσταση της καραντίνας που λένε ότι υπάρχει αρκεί να έχεις όρεξη να τη δεις.
Οι νεραντζιές της Ραγκαβή μου χαρίζουν απλόχερα τους καρπούς τους και κάπως έτσι προσπαθώ να θυμηθώ σε ποια εποχή βρισκόμαστε ανάλογα από την ποσότητα των φρούτων που είναι ακόμη πάνω στα δέντρα και αυτών που έχουν καταλήξει στην άσφαλτο. Πάντα αναστατώνομαι στη θέα εκείνου του νεραντζιού που έχει σφηνωθεί πίσω από τη ρόδα κάποιου παρκαρισμένου αυτοκινήτου γιατί ξέρω ποια θα είναι η κατάληξή του.
Έτσι, καταλήγω κι εγώ με τη σειρά μου να παίζω έναν ποδοσφαιρικό αγώνα για καλό σκοπό μέσα στα άδεια στενά του Γκύζη κλωτσώντας τις εγκλωβισμένες πορτοκαλί σφαίρες και στέλνοντάς τες στο εξίσου επικίνδυνο άγνωστο. Προσπαθώντας να ελέγξω την προσγείωσή τους, το βλέμμα μου σηκώνεται ψηλά. Τις αφήνω να διαλυθούν ασυνόδευτες καθώς πλέον παρατηρώ τα φυτά στα μπαλκόνια των σπιτιών που πασχίζουν να βγούνε έξω από τα κάγκελα. Κάπως όπως κι εμείς. Μία μαύρη σακούλα σκουπιδιών καρφώνεται από ένα μπαλκόνι μέσα στον κάδο του δρόμου.
Ο κύριος του δεύτερου ορόφου κοιτάει την πετυχημένη βολή του και γελάει. Παράξενα αθλούνται οι άνθρωποι στην εποχή του μέσα. Δύο παραπονεμένα χέρια ξεπροβάλλουν από το παράθυρο και τινάζουν ένα χαλάκι στην Βαρβάκη. Σκόνη ραντίζει τον κόσμο και είναι αμφίβολο το πότε θα απαλλαγούμε απ’ αυτήν. Ο αέρας λειτουργεί σαν ηχείο που προσπαθεί κι αυτός να βγάλει το μέσα, έξω. Η μελωδία ενός πιάνου βουτάει στο κενό από κάποιον ψηλό όροφο και ομιλίες αναδύονται από ένα ημιυπόγειο σπίτι. Κατοικούν ακόμη άνθρωποι εδώ. Αν και τα σπίτια μοιάζουν να έχουν γίνει τόσο ευάλωτα όσο οι χελιδονοφωλιές. Και δεν υπάρχει εξοχή που να μη βλέπουν τα όνειρα. Ένα έξω που εκφράζεται μέσα σ’ ένα μέσα. Οι εγκιβωτισμοί της καραντίνας.
Φτάνοντας στην γέφυρα Μουστοξύδη καταλαβαίνω ότι σήμερα δεν έχω κάπου να πάω. Ανεβαίνω στην Πλατεία Πρωτομαγιάς και κοιτάω τα αυτοκίνητα που περνάνε από κάτω. Προσπαθώ να ξεστομίσω τη λέξη “ελευθερία” χωρίς να πνιγώ από την πραγματικότητα και δεν τα καταφέρνω. Επαναλαμβάνω με τη λέξη “συνάντηση” και πάλι τα ίδια. Βγάζω το σημειωματάριό μου και γράφω: Πρέπει όμως να χαράξουμε το πλάνο των χαμένων μας εξοχών.
*Η Πλατεία Πρωτομαγιάς σχεδιάστηκε τη δεκαετία του ’80. Είναι μία ιδιαίτερη πλατεία καθώς στην ουσία πρόκειται για το πάνω μέρος μιας γέφυρας. Το εμβαδόν της είναι περίπου 25 στρέμματα και μπορεί να «σηκώσει» μεγάλο αριθμό ατόμων. Έχει φιλοξενήσει πολλά φεστιβάλ και στην καθημερινότητα είναι γεμάτη από μετανάστες που παίζουν κρίκετ, ζευγάρια που φιλιούνται, ηλικιωμένους που πίνουν τσίπουρο, παιδιά που κάνουν ποδήλατο, εφήβους που ακούνε μουσικές, με θέα τον Λυκαβηττό. Μέχρι και την προηγούμενη καραντίνα ήταν τόπος συνάντησης με εξαιρετικά αυτοσχέδια lives και πικνίκ. Και στα επόμενα!