Το βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα «Τα σινεμά της Αθήνας 1896-2013. Ιστορίες του αστικού τοπίου», κάνει πλέον τις βόλτες του στους δρόμους της Αθήνας, αράζει σε βιβλιοθήκες, συρτάρια, τραπεζάκια, τσακίζει, λερώνεται, ζει τέλος πάντων με τον τρόπο που ζούνε τα βιβλία: μέσα από χέρια και μάτια.
Εμείς «κλέβουμε» ορισμένα ενδιαφέροντα αποσπάσματα από το εσωτερικό του και θα σας τα παρουσιάζουμε σιγά σιγά.
Τότε που η Αθήνα είχε λουστράκια, στιγμές απείρου κάλλους διαδραματίζονταν στα λούμπεν μεταπολεμικά σινεμά της πόλης. Βούρτσες, κασελάκια, ρέγγες και μηνύσεις, παντρεύονται στην παρακάτω ιστορία και η υπόθεση μυρίζει… σάμαλι!
Μαζέστικ
Γ΄ Σεπτεμβρίου 15. Λαϊκότατο σινεμά, «επί της Πλατείας
Λαυρίου», με λειτουργία χειμώνα-καλοκαίρι, το οποίο πήρε τη θέση του αμαρτωλού «Πανοράματος». Λειτούργησε από το 1932 μέχρι το 1940.Ο Λαζαρίδης λέει μια νόστιμη ιστορία, ξεκινώντας από το ότι στην είσοδο υπήρχε η ταμπέλα: «Παρακαλούνται οι θεατές να αφήνουν τα κασελάκια τους απέξω». Αιτία: κάθε φορά που στην οθόνη θριάμβευε το παλληκαράκι του Φαρ Ουέστ, τότε τα λουστράκια άρπαζαν τις βούρτσες και χτυπούσαν διθυραμβικά τα κασελάκια, έτσι που ο θόρυβος ακουγόταν μέχρι τα μαγαζιά της οδού Χαλκοκονδύλη. Ο
επιχειρηματίας του Μαζέστικ, Γιώργος Κοσμίδης, βρίστηκε μ’ ένα τοκογλύφο… δε δίστασε να τον αποκαλέσει «λούστρο». Μήνυση για εξύβριση. Τη μέρα της δίκης [το
δικαστήριο] γέμισε λούστρους και λουστράκια… «Πέστε ρε σεις ντρέπεστε που είστε λούστροι;» Πανδαιμόνιο… «Όχι»… Ο υπόδικος αθωώθηκε… Επιστρέφοντας στην Πλατεία Λαυρίου, τους έβαλε όλους τζάμπα, αφού τους κέρασε από μια τουλούμπα από το γωνιακό γλυκατζίδικο του Μερακλή… και ξεκρέμασε και την υποτιμητική
ταμπέλα, τοποθετώντας καινούργια που έγραφε «και τα κασελάκια ελεύθερα εντός».
Πάντως η ιστορία με τα κασελάκια των λούστρων είναι αληθινός αστικός μύθος που συνοδεύει όλα τα λούμπεν μεσοπολεμικά σινεμά. Το ίδιο και η ιστορία με το ψήσιμο της ρέγγας στα καλοριφέρ των ίδιων σινεμά, το χειμώνα. Πάλι από την ίδια πηγή: «Ο Ντικ Φόραν, ήρωας των γουέστερν κ.λπ., δεν τράβαγε και πολύ στο κοινό, οπότε τον έκαναν Πάνο Φορίδη, χωρίς όμως αυτό να τον ανεβάσει
στα μάτια της ανελέητης αλητείας… Τη στιγμή που αγκάλιαζε το κορίτσι των ονείρων του για την επιβράβευση των αγώνων του, οι γαύροι του Ροζικλαίρ και του
Ματζέστικ τον έκραζαν από κάτω: «Σάμαλι, Πανούλη, σάμαλι…»Πριν προχωρήσω, όμως, να πω και μια αντίθετη γνώμη για την επιγραφή με τα κασελάκια: Αυτό αφορούσε τους λούστρους και γενικά τους μικροπωλητές. Ήταν μεγάλη διαφήμιση για το σινεμά να έχει πολλά καρότσια και κασελάκια απ’ έξω.
Μπορείτε να προμηθευτείτε το βιβλίο «Τα σινεμά της Αθήνας 1896-2013. Ιστορίες του αστικού τοπίου» από εδώ.