Εν όψει της φετινής θερινής περιόδου, ο απόλυτος εγχώριος τουριστικός προορισμός (βλ. Ακρόπολη) ήρθε στο προσκήνιο, αυτή τη φορά, μέσα από τα κιτάπια της πολεοδομίας και της οικιστικής ανάπτυξης.
Το γεγονός αυτό μας ξένισε, καθότι εδώ και χρόνια τα ρεπορτάζ που παρακολουθούμε από τον Ιερό Βράχο, έχουν -κατά κανόνα- ως κυρίως θέμα κάποια [περισσότερο ή λιγότερο δίκαια] απεργιακή κινητοποίηση των εργαζομένων στους αρχαιολογικούς χώρους… Κάπως έτσι αφουγκραζόμαστε κι εμείς τον εναγώνιο προβληματισμό των ΜΜΕ περί του «να μη γίνουμε διεθνώς ρεζίλι», καθότι είναι ορατός ο κίνδυνος, εκατοντάδες επισκέπτες που ταξίδεψαν «από την άλλη άκρη του κόσμου», να μην κατορθώσουν να εισέλθουν στον Παρθενώνα.
Συνήθως, σε αυτό το σημείο ο αδιάκριτος τηλεοπτικός φακός συλλαμβάνει και κάποιον πλανόδιο, μη αδειούχο, εμποράκο να πουλάει το μικρό, εμφιαλωμένο νεράκι (πρώην “Λουτρακίου”) κατά τι υπερτιμολογημένο, κάτω από τη μύτη των αρμοδίων ελεγκτικών Αρχών και οργάνων…
Σεβαστά όλα αυτά, αλλά το καλοκαίρι του 1867 οι συσχετισμοί, οι προτεραιότητες και τα δεδομένα ήταν τελείως διαφορετικά… Κατά εκατοντάδες έφθαναν στον Πειραιά πρόσφυγες από τη μαρτυρική Μεγαλόνησο του Μίνωα, που είχε επαναστατήσει πάλι, ζητώντας απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και ΕΝΩΣΗ με την Ελλάδα. Συνάμα, ήταν νωπές οι φρικτές μνήμες από την επιδημία της “εισαγομένης” χολέρας του 1854 στην περιοχή, με αποτέλεσμα να έχουν ληφθεί προληπτικώς αυστηρά μέτρα στα ελληνικά λιμάνια. Παράλληλα, μια μέρα αυγουστιάτικη, λίγο έξω από τον πειραιώτικο λιμένα βρισκόταν το αμερικάνικο κρουαζιερόπλοιο “Quaker City”, στο οποίο μεταξύ των επιβαινόντων ήταν και ο Μαρκ Tουαίην ο «πατέρας» των παιδικών μας φίλων Τομ Σόγιερ και Χακ Φιν.
Όμως, στους επιβάτες που αδημονούν να δουν από κοντά τις κλασσικές αρχαιότητες επικρατεί κατήφεια! Γιατί; Διότι η ισχύουσα καραντίνα επιβάλλει να παραμείνουν αγκυροβολημένοι εκτός λιμανιού επί ενδεκαήμερον και κατόπιν -αφού διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχουν κρούσματα μολυσματικών μεταδοτικών (λοιμωδών) ασθενειών- να επιτραπεί η αποβίβαση στο Πόρτο Λεόνε [Πειραιάς] και η μετακίνηση προς Αθήνα.
Αλλά δυστυχώς, το βαπόρι πρέπει να σαλπάρει για Μικρά Ασία και Προποντίδα λίαν πρωί.
Έτσι, οι αμερικανοί εκδρομείς έμπλεοι απογοήτευσης αρκούνται στο να αγναντεύουν από μακρυά την Πρωτεύουσα της Αρχαίας Ελλάδας, κάνοντας κάποιες τοπογραφικές εκτιμήσεις σχετικά με την ακριβή θέση του Παρθενώνα, της Πνύκας, του Λόφου των Μουσών, του Υμηττού και του Πεντελικού όρους. Οι κάπως πιο θρησκευόμενοι εστιάζουν τις αναζητήσεις τους στο σημείο, όπου δίδαξε ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, περί του “Αγνώστου Θεού”.
Μετά από λίγη ώρα πηγαίνουν όλοι σιγά-σιγά στα κρεβάτια τους. Ή μάλλον σχεδόν όλοι, καθότι ο Μαρκ Τουαίην και τρεις ακόμα θρασείς επιβάτες (δύο γιατροί κι ένας συνταγματάρχης), κωπηλατώντας με μια μικρή βάρκα πραγματοποιούν ανορθόδοξη νυκτερινή επιχείρηση, προσεγγίζοντας κάποια ολιγοσύχναστη κοντινή ακτή. Βέβαια, πριν η θαρραλέα τετράς πιάσει τα κουπιά, είχε αποπειραθεί μια ανάλυση ρίσκου και κόστους–οφέλους, ρωτώντας τις παραπλέουσες βάρκες, αν είναι πυκνές οι λιμενικές περιπολίες και πόσο αυστηρή θα ήταν η ποινή σε περίπτωση σύλληψης.
Οι απαντήσεις υπήρξαν αποθαρρυντικές, κάνοντας λόγο για βαρύτατες τιμωρίες σε όσους διασπούσαν την καραντίνα, καθώς και για πολυπρόσωπη φρουρά, η παρουσία της οποίας αύξανε εκθετικά την πιθανότητα… προσαγωγής. Μολαταύτα, τα μέλη της αμφίβιας αποβατικής ομάδας δεν πτοούνται και αρχίζουν να πεζοπορούν ταχέως προς την Ακρόπολη, τηρώντας τις αρχές της εν κινήσει απόκρυψης και σβήνοντας τη δίψα τους με ώριμα ζουμερά σταφύλια (αφού τα “απαλλοτρίωσαν”). Τα πυκνά σύννεφα που καλύπτουν την Πανσέληνο, ευνοούν την όλη αποστολή.
Η φρούρηση στην περιοχή είναι σχετικά χαλαρή, οι συναντήσεις με τους αγροφύλακες δεν οδηγούν σε ιδιαιτέρως θερμά επεισόδια, ενώ οι αγέλες των άγριων σκύλων αποτελούν την πιο σημαντική (και ολίγον ασύμμετρη) απειλή. Οι παράτολμοι περιηγητές Τουαίην, Τζάκσον, Μπιρτς και Ντέννυ δεν αργούν να αναρριχηθούν στα ιερά βράχια, όπου τους φράσσει τον δρόμο μια κλειδωμένη καγκελόπορτα. Εκεί οι νυκτοφύλακες [αρχαιοτήτων] δωροδοκούνται από τους αμερικανούς οι οποίοι ανενόχλητοι εισέρχονται στην Ακρόπολη εκπληρώνοντας το (παιδικό ίσως) όνειρό τους.
Οι περιγραφές του συγγραφέα από τον Μισισιπή αγγίζουν το όριο της έκστασης:
“η σιωπηλή πόλη ήταν πλημμυρισμένη από το πιο γλυκό φως που ξεχύθηκε ποτέ από το φεγγάρι κι έμοιαζε σαν ένα ζωντανό πλάσμα βυθισμένο σ’ ένα γαλήνιο ύπνο”, “Από πάνω οι εντυπωσιακοί κίονες, μεγαλοπρεπείς ακόμα και στην ερείπωσή τους, κάτω η πόλη που ονειρευόταν, πέρα μακριά η ασημένια θάλασσα – πουθενά σε όλα τα πλάτη της γης δεν υπάρχει άλλη εικόνα με τη μισή ομορφιά!”. (“Ανθολόγιον”, Μαρκ Τουέην, εκδόσεις ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ, 2013, Αθήνα)
Κατόπιν, με δεδομένη την ασφυκτική πίεση του χρόνου, ακολουθεί μια εξίσου “καταδρομική” επιστροφή των “εισβολέων” ακτιβιστών οι οποίοι ασθμαίνοντας φθάνουν εγκαίρως στην ασφάλεια του τροχήλατου ατμόπλοιου τους.
Μέσα στην περιδίνηση των συναισθημάτων και βιωμάτων, στην καταιγιστική εναλλαγή των εικόνων ο Τουαίην δεν κρύβει την πίκρα του και τη δυσμενή εντύπωση που του έκανε η περιρρέουσα φτώχεια – μιζέρια της σύγχρονης Ελλάδας, η οποία έρχεται σε αντίθεση με το φωτεινό παρελθόν της.
Τέλος, συνεχίζοντας το ταξίδι, ο περίφημος λογοτέχνης αναφέρει κλείνοντας το “κεφάλαιο” της Αθήνας: «Σήμερα αποπλέουμε για Κωνσταντινούπολη. Όμως, έχοντας θαυμάσει την πιο γοητευτική εικόνα της αρχαίας πόλης που χτίστηκε 1.600 χρόνια πριν το Χριστό […] νομίζουμε ότι τα έχουμε δει πλέον όλα…».
Το “Quaker City” ναυπηγήθηκε το 1854 και χρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικούς σκοπούς κατά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Έπροκειτο για ένα βαρύ τροχήλατο ατμόπλοιο με μήκος 75 μέτρα και ταχύτητα πλεύσης περί τα 20 χλμ/ώρα. Εν έτει 1867, ως φιλειρηνικό κρουαζιερόπλοιο πλέον, έβαλε πλώρη για Ευρώπη με 40μελές πλήρωμα και εβδομήντα επιβάτες…
Ο Σάμιουελ Λάνγκχορν Κλέμενς (1835 – 1910), γνωστός και ως Μαρκ Τουέιν, γεννήθηκε σε χωριό του Μιζούρι και μεγάλωσε κοντά στον ποταμό Μισισιπή. Αρχιμάστορας της περιγραφής, συλλέκτης ανθρώπινων χαρακτήρων, πολυπράγμων, παιγνιώδης, αρεσκόταν να αλιεύει αντιδράσεις. Ο συγγραφέας έγινε δεκτός παμψηφεί στα Ηλύσια Πεδία των σαρκαστών, έχοντας περάσει με άριστα τις εξετάσεις: «Μετά λύπης μου σας πληροφορώ ότι οι φήμες περί του θανάτου μου είναι κάπως υπερβολικές» και σας διαβεβαιώνω «το να σταματήσεις το κάπνισμα είναι το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο. Το ξέρω γιατί το έχω κάνει χιλιάδες φορές» [Καθημερινή, 30 Μαρτίου 2019].
Το καλοκαίρι του 1867, o Mark Twain βρέθηκε ως ταξιδιωτικός ανταποκριτής της εφημερίδας “Daily Alta California” στο πλοίο “Quaker City “να εκδράμει ανά τη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα και τους Αγίους Τόπους συμμετέχοντας στην περιήγηση “The Holy Land Excursion”.
Το σύνολο των σχετικών επιστολών του συγγραφέα αποτέλεσε το βιβλίο “The Innocents Abroad”.
Αφού αναρριχήθηκαν (πάσει δυνάμει και ο σκοπός… αγίασε τα μέσα) οι τολμηροί εκδρομείς στα Ακροπολίτικα βράχια, αγνάντεψαν υπό την πλανεύτρα Πανσέληνο την πόλη της Παλλάδας. Ο λογοτέχνης από το Μιζούρι βιώνει και μονολογεί: “… τι θέαμα! Η Αθήνα στο φεγγαρόφωτο! Ασφαλώς αυτό το θέαμα θα είχε ο προφήτης που νόμιζε πως του είχαν αποκαλυφθεί τα μεγαλεία της Νέας Ιερουσαλήμ […]”. (“The Innocents Abroad”, Mark Twain, ebooks.adelaide.edu.au)
Πρώτη Δημοσίευση: Απρίλιος 2019