Αυτά τα αιώνια πάρτι με τις ποτάρες τους και τις τακουνάρες τους…
Οι συγκεντρώσεις Α-προσώπων σε μπαρ και σπίτια που φωτίζονται ελαφρά από την οθόνη του smartphone. Αυτές οι συνευρέσεις μετά περίτεχνου αλκοόλ και νευρικά σφιγμένου τσιγάρου.
Οι θαμώνες τους έχουν ειδική μνεία στις εγκυκλοπαίδειες δίπλα στη λέξη «party animal». Φτιάχνονται κατά μέσο όρο 2.345 λεπτά, χρησιμοποιούν 200-300 γραμμάρια ζελέ, 0,5 κιλό κρέμα για το πρόσωπο, 300 ευρώ σε ρούχα και υποδήματα (εδώ βέβαια παρουσιάζεται διακύμανση με βάση την τσέπη) και 300 megabyte Internet στο κινητό, για να εντοπίσουν τις πιο καυτές τοποθεσίες.
Μαζεύονται σε ομάδες των 2-3, στήνονται δίπλα στον τοίχο και παραγγέλνουν ουίσκι. Κόβουν κίνηση. Κόβουν τις άλλες που θα σκάσουν με πρόσθετες βλεφαρίδες, πρόσθετα νύχια και πρόσθετο ύψος να στηθούν απέναντι. Και ξεκινάει το πάρτι. Κοιτιούνται. Ξανακοιτιούνται. Οι μεν παρατηρούν τις δε να καταλάβουν αν οι δε γυρίσανε να δούνε αν τις κοιτάνε οι μεν. Τα ποτά αντικαθιστώνται, το make-up φρεσκαρίζεται και συνεχίζουν να κοιτάνε. Το παιχνίδι του βλέμματος παρατείνεται, ώσπου τελειώνουν τα λεφτά ή η μουσική. Συνήθως και τα δύο. Γυρνάνε σπίτι και λένε «κάναμε παιχνίδι σήμερα…». Για να δεις τι γίνεται το επόμενο Σαββατοκύριακο, βάλ’ το στην επανάληψη.
Αναρωτιέμαι τι περνάει από το μυαλό τους τις ατελείωτες ώρες που είναι στημένοι. Αναρωτιέμαι αν σκοπεύουν να πλησιάσουν, να γνωρίσουν κάποιον γενικά. Αν αυτό είναι μέσα στο σχέδιο της εξόδου. Νομίζω, η κοινωνική αλληλεπίδραση χαλάει το κραγιόν και τσαλακώνει την πουκαμισιά. Αναρωτιέμαι αν βαριούνται ποτέ. Αν γυρνάνε σπίτι απελπισμένοι και αρχίζουν και ανοίγουν συνομιλίες στον υπολογιστή με αγνώστους, να μοιραστούν τον πόνο τους. Αναρωτιέμαι γιατί δεν χορεύουν. Γιατί δεν αγκαλιάζουν κάποιον. Γιατί δεν κάνουν αστεία, δεν κάνουν καμάκι με παλιά κλισέ, που κάνουν τις κοπέλες να λύνονται στα γέλια. Γιατί δεν μιλάνε με τον φίλο τους που θα μπει φαντάρος και τον έχει πιάσει η μαύρη μαυρίλα που θα είναι μόνος στον Έβρο. Γιατί δεν κερνάνε όλο το μαγαζί σφηνάκια που πήραν προαγωγή; Γιατί δεν ζουν εκείνες τις άτιμες τις 4 ώρες;
Τα κορίτσια ξινισμένα, δεν χαίρονται ούτε τη γυναικεία παρέα, ούτε την υποτυπώδη έκφραση ενδιαφέροντος από απέναντι. Αιωρούνται σαν χαρτονένιες κούκλες ντυμένες με έτοιμα συνολάκια από χαρτί. Οι ξύλινοι τύποι που στέλνουν ανάμεικτα σήματα με τη γλώσσα του σώματος δεν τις συγκινούν. Ούτε η υπόλοιπη ατμόσφαιρα. Έρχονται να αποδείξουν ότι είναι καλύτερες και από το μαγαζί και από τα παλικάρια και γενικά από την πόλη και τον πλανήτη. Ότι κάνουν χάρη που επισκέπτονται τα λημέρια τούτα και η οπτασία που αντιπροσωπεύουν διαρκεί λίγο και είναι πολύτιμη. Οπότε μην πλησιάζετε, μην αγγίζετε, να απολαμβάνετε από μακριά. Ε, και οι άλλοι απολαμβάνουν. Κλειδαμπαρώνονται πίσω από τα κοινωνικά ταμπού, ούτε τα σπάνε ούτε τα ακολουθούνε. Βολεύονται ανάμεσα στο «δεν είναι πρέπον» και στο «ωραία εκείνη με το μαύρο φορεματάκι», και δεν ξεμυτίζουν ποτέ.
Όμορφοι, έξυπνοι και πετυχημένοι όλοι τους. Μόνοι, απελπιστικά μόνοι και αποξενωμένοι από οτιδήποτε είναι ζεστό και αληθινό. Οτιδήποτε πραγματικό και επικίνδυνα όμορφο. Οτιδήποτε προϋποθέτει ανοίγματα ψυχικά. Οτιδήποτε αφήνει το σώμα ελεύθερο να νιώσει κάτι πέρα από τη στάση μαραμένου αγγουριού πίσω από το τραπεζάκι. Μου φαίνεται, το ξέρουν κάθε βράδυ πως θα το περάσουν αυτό. Γι’ αυτό πάνε, σαν καμικάζι, προς τη βέβαιη καταστροφή τους, να κατηγορήσουν μετά το άλλο φύλο για «δυσπρόσιτο» οι μεν και «άτολμοι δε. Παγοκολόνες που θέλουν να λιώσουν αλλά φοβούνται να πλησιάσουν στη φωτιά. Μένουν στον κύκλο απέξω, με παγωμένα χέρια και πόδια, καρδιά ακόμα πιο παγωμένη, και συνείδηση που και αυτή αρχίζει να πιάνει βόρειο πόλο.
Βγαίνοντας από το μαγαζί, μόνοι μέσα σε όλους, με τα κολάρα να προκαλούν φαγούρα και τα τακούνια να ταλαιπωρούν τις γάμπες, θα παίρνουν τη δική τους μαζοχιστική επιβεβαίωση, ότι δεν είναι εκείνοι που δεν έχουν ελπίδα, όλοι έτσι είναι. Όλοι συντηρούν το παιχνίδι και όλοι χάνουν. Η μόνη ελπίδα είναι κάποια να σκοντάψει με το δεκάποντο και να βρεθεί ένας να της δώσει το χέρι, αντανακλαστικά, όχι από πρόθεση. Να συναντηθούν τα βλέμματα, να ενωθούν τα χέρια και να συμβεί κανένα θαύμα από αυτά τα οργανικά και ανθρώπινα. Μέχρι τότε… καλό κοίταγμα…
Πώς θα φιληθείς, βρε, κάτω από τη βροχή, άμα κουβαλάς πάντα ομπρέλα;;;