«Ποτέ δεν ήθελα να προκαλώ. Στην πραγματικότητα,
απλώς προσπάθησα να μιλήσω για μας».
Πίνα Μπάους (27.7.1940-30.6.2009)
ΤΡΥΠΩΝΟΥΜΕ ΣΤΑ ΚΡΥΦΑ με την Πίνα στις πρόβες. Ο τίτλος του έργου («Αφανισμός»), παρόλο που την ανατριχιάζει, της ασκεί μια ακαταμάχητη έλξη — μάλλον επειδή κρύβει φως μέσα του, έστω και τεθλασμένα. Η Πίνα, βέβαια, πάνε ήδη δεκατρία χρόνια που χορογραφεί στο επέκεινα, αλλά ο θάνατος δεν εμπόδισε ποτέ κανέναν να κάνει σκανταλιές.
Προσπαθώ να της θυμίσω ότι δεν είναι η πρώτη φορά που κάνουμε σκανταλιές. Την έχω ξανασυναντήσει, άλλοτε με τη μορφή ενός ξωτικού που χτυπιόταν με το «Jumping someone else’s train» των Cure στο μπαρ «Λίθος» στην Αμοργό κι άλλοτε ως γιαγιά στη Φολέγανδρο που με κέρασε σύκα και κρύο νερό στο λιοπύρι.
«Το ξέρεις ότι έχεις χέρια-ψαράκια;»
Μου σκάει ένα πονηρό γελάκι και κάνει το χορευτικό με τα μακριά δάκτυλά της που με τρελαίνει.
«Ναι, ναι, αυτό!» της λέω.
Χωνόμαστε παραμέσα, δίπλα στη σκηνή. Η ηθοποιός απαγγέλει και η Πίνα τη σιγοντάρει συναισθηματικά με νωχελικές περιστροφικές κινήσεις του δεξιού κουντεπιέ της. Αισθάνομαι ότι γίνομαι μάρτυρας σε μια στιγμή συμπαντικής τήξης. Της το λέω.
«Την παίρνει απ’ το χέρι και την οδηγεί μες στο κάστρο, οι άλλοι ακολουθούν», μονολογεί και μου κλείνει το μάτι.
«Δεν με ενδιαφέρει πώς κινούνται οι άνθρωποι, αλλά τι τους κινεί»*
«Οι γονείς μου είχαν ένα μικρό ξενοδοχείο με εστιατόριο στο Σόλινγκεν. Όπως και τα αδέλφια μου, έτσι κι εγώ έπρεπε να βοηθάω στη δουλειά. Αλλά, ως μικρό παιδί, συνήθιζα να χοροπηδάω και να χορεύω από δω κι από κει στο ξενοδοχείο. Μερικά μέλη της χορωδίας του γειτονικού θεάτρου έρχονταν να φάνε στο εστιατόριο κι έλεγαν πάντα: “Η Πίνα πρέπει να κάνει παιδικό μπαλέτο”».
«Στο έργο που βασίστηκε στον Μάκβεθ, “Την παίρνει απ’ το χέρι και την οδηγεί μες στο κάστρο, οι άλλοι ακολουθούν”, είχα τέσσερις χορευτές, τέσσερις ηθοποιούς, έναν τραγουδιστή… κι έναν ζαχαροπλάστη. Και βέβαια δεν γινόταν να ξεκινήσω από μια κινητική φόρμα, έπρεπε να αρχίσω κάπως αλλιώς. Τους έθεσα, λοιπόν, τα ερωτήματα που έθετα και στον εαυτό μου για τους ρόλους. Δηλαδή η ανάγκη γέννησε έναν νέο τρόπο εργασίας — με “ερωτήσεις”».
«Κάποτε μια εφημερίδα έγραψε για την παράσταση: “Η μουσική ήταν πολύ όμορφη. Μπορείτε απλώς να κλείσετε τα μάτια σας”».
«Συχνά παραθέτουν αυτό που είχα πει, “Δεν με ενδιαφέρει πώς κινούνται οι άνθρωποι, αλλά τι τους κινεί”. Παραμένει αλήθεια για μένα μέχρι και σήμερα».
«Την πρώτη φορά που ανέβηκα στη σκηνή ήμουν πέντε ή έξι. Ήταν σε μια απογευματινή παράσταση μπαλέτου — το χαρέμι του σουλτάνου και οι αγαπημένες του γυναίκες. Ο σουλτάνος ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα ντιβάνι κι είχε κάθε λογής εξωτικά φρούτα».
«Η εκπληκτική δυνατότητα που έχουμε στη σκηνή, είναι ότι μπορούμε να κάνουμε πράγματα που δεν επιτρέπονται ή δεν μπορείς να κάνεις στην κανονική ζωή».
«Στην πραγματικότητα, το μόνο που ήθελα όλη την ώρα ήταν να χορεύω. Έπρεπε να χορέψω, απλώς έπρεπε. Αυτή ήταν η γλώσσα με την οποία μπορούσα να εκφραστώ. Και οι ρόλοι γράφονταν με το κορμί μου. Αλλά η ευθύνη μου ως χορογράφου κατέπνιγε την ορμή μου να χορέψω. Και κάπως έτσι κατέληξε να περάσει και στους άλλους αυτή η αγάπη που έχω μέσα μου, αυτή η τεράστια επιθυμία για χορό».
«Εύχομαι στους ανθρώπους να γνωρίσουν άλλους πολιτισμούς και τρόπους ζωής. Θα φοβούνται πολύ λιγότερο τους άλλους και θα δουν πιο καθαρά αυτό που μας ενώνει. Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να μάθει κανείς τον κόσμο όπου ζει».
* Αποσπάσματα από την ομιλία της Πίνα Μπάους στην τελετή απονομής του Βραβείου Κιότο, 2007.
Ακροστιχίδα Γκανιάν#14-Μπάους
Γιατί
Κοιτάς
Ανάγωγα
Νεαρέ
Ιδιώτη;
Αντε!
Ντροπή!