Το καλύτερο που έχεις να κάνεις σε μία πόλη που σου λένε ότι δεν περπατιέται, είναι να την περπατήσεις.
Μαζί με μένα, βγήκε κι η βροχή. Βάδην μετ΄ εμποδίων. Κάποιες ψιλές σταγόνες με πασπαλίζουν σαν να κρατάει ο ουρανός σουρωτήρι κι εγώ είμαι πρόωρος κουραμπιές μες στο φθινόπωρο. Αρκετά χιλιόμετρα παραπέρα, ο ουρανός διατηρεί ακόμη ένα γαλάζιο μπάλωμα. Το μόνο που θέλω είναι μία ομπρέλα να προσγειωθεί μπροστά μου σαν αλεξίπτωτο. Αλλά τα παραμύθια που διάβαζα μικρή δεν έχουν θέση στη Θεμιστοκλέους.
Φτάνω στην πλατεία Εξαρχείων και βλέποντας αυτά τα χάλκινα, στρουμπουλά αγόρια, σκάω ένα χαμόγελο ανακούφισης. Τρεις μικροί έρωτες με κοιτάνε αφ’ υψηλού. Η αέναη ακινησία μέσα σε μία τόσο υπερκινητική πόλη είναι το λιγότερο γοητευτική. Όταν μάλιστα προκύπτει από έρωτες, τότε μιλάμε για ξεκάθαρη σαγήνη. Θέλω να σκαρφαλώσω πάνω τους, να σκουπίσω τις σταγόνες της βροχής από το κούτελό τους και να τους ψιθυρίσω κάποια λόγια κουράγιου για το αιώνιο βήμα τους στην έκθεση. Σκέφτομαι όμως πως, έρωτες είναι, άρα συνηθισμένοι στις κακουχίες και στα επίμονα βλέμματα. Έτσι, δεν το αποφασίζω και συνεχίζω στην κάτω Τρικούπη – όπως μ’ αρέσει να την αποκαλώ, χρόνια τώρα. Σαν να μην έφταναν οι έρωτες που άφησα πίσω μου, βλέπω τις Θερμαϊκού Γεύσεις. Πάντα εκεί, καρφωμένες στη γωνία τους. Το αεράκι που φύσηξε μύρισε λίγη μοναξιά και λίγη Θεσσαλονίκη.
Απότομα προσγειώνομαι στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τότε μόνο καταλαβαίνω πως η βροχή έχει σταματήσει. Το μόνο που έμεινε είναι η υγρασία· φόρος τιμής στην ομορφότερη πόλη του κόσμου (aka Θεσσαλονίκη). Το άγαλμα την Αθηνάς διαβάζει τη σκέψη μου και με κοιτάει με το ένα μάτι γεμάτο ειρωνεία και το άλλο γεμάτο κακεντρέχεια. Δεν καταφέρνει να με αποσπάσει, παρά το επιβλητικό της ανάστημα, και συνεχίζω στο αγαπημένο μου πεζοδρόμιο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Είναι πλατύ και τα δέντρα στην εξωτερική του πλευρά, με τα δέντρα του Πεδίου του Άρεως από την άλλη, συναντιούνται δημιουργώντας ένα θόλο. Ευκαιρία να κάνω κάτι που μου αρέσει πολύ: Περπατάω για όσα περισσότερα μέτρα μπορώ με το βλέμμα μου στραμμένο προς τα πάνω.
Περνάνε όλα τα χρώματα των φύλλων από πάνω μου και νιώθω ότι βρίσκομαι σε τρένο με γυάλινη οροφή. Παραλίγο να τρακάρω στην κυρία με το κόκκινο γιλέκο και το σκυλάκι με τον ασορτί φιόγκο. Κι αυτό σημαίνει τη λήξη του παιχνιδιού. Στα αριστερά μου συνεχίζουν τα δέντρα του Πεδίου και στα δεξιά μου μία πολύχρωμη παλέτα από λαμαρίνες.
Η είσοδός μου στην Κυψέλη μοιάζει με ένα πρόχειρο καταφύγιο. Αφήνομαι στα κάθετα στενά της, να με σεργιανίσουν στη Σύρο, την Κω, την Κίμωλο, τη Σαμοθράκη. Το island hopping σε όλο του το μεγαλείο. Ιθάκης 22. «Τσαγγαράδικο. Γυναικεία και παιδικά πασούμια». Μια νοσταλγία με χτυπά στους κροτάφους καθώς σκέφτομαι ότι οι παλιές γειτονιές της Αθήνας είναι φορτισμένες με την αίσθηση μιας ανεμελιάς που χάνεται, όπως η λέξη «πασούμια». Ή όπως αυτή η μυρωδιά της σπανακόπιτας από κάποιον κοντινό φούρνο, που μου θυμίζει ότι δε θα την ξαναγευτώ ποτέ από τα χέρια της γιαγιάς μου.
Μπροστά μου ξεπροβάλλει η πλατεία Αγίου Γεωργίου. Τα ίδια τρία, στεγνά πλέον, χάλκινα, στρουμπουλά αγοράκια καταμεσής της πλατείας. Οι τρεις μικροί έρωτες μοιάζουν να αναζητάνε τη θέση τους μέσα σ’ αυτήν την πόλη. Στέκομαι ακίνητη απέναντί τους. Κλικ και χαρίζω την αθανασία στον τερματικό σταθμό της βόλτας μου.