Η ‘Ελενα Αντωνίου είναι μία από τις ιδιαίτερα αγαπητές συγγραφείς της Χάρλεκιν. Αυτό το αποδεικνύει το γεγονός ότι οδεύει στην έκδοση του έβδομου βιβλίου της αλλά και η επανέκδοση του “Καθώς έπεφτε η νύχτα”. Η Έλενα πρεσβεύει το ρομαντικό μυθιστόρημα και του είναι απόλυτα πιστή κι ας δέχεται συχνά “λογοτεχνικό ρατσισμό”… Εξάλλου, η Χάρλεκιν ήταν όνειρο ζωής για την Έλενα -που στην εφηβική της ηλικία έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα και το οποίο έμελλε να κυκλοφορήσει στη σειρά Silk! Συναντήσαμε την Έλενα Αντωνίου στα γραφεία του Η πόλη ζει και της ζητήσαμε να μας αφηγηθεί όλη την πορεία… προς την Χάρλεκιν
Έχω καταγωγή από Λάρισα και Μήλο. Μέχρι τα έξι μας (σ.σ μαζί με την δίδυμη αδερφή) ταξιδεύαμε οικογενειακώς μιας και ο μπαμπάς ήταν ναυτικός. Σίγουρα έπαιξαν ρόλο τα ταξίδια στην συγγραφική μου πορεία. Όταν ένα παιδί δύο ετών συναντά έναν Αφροαμερικανό και παίζει με παιδιά διαφορετικών εθνικοτήτων αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχουν μόνο λευκοί. Ανοίγουν οι ορίζοντες.
Σπούδασα κλασική φιλολογία για να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Οι σπουδές μου ευνόησαν τον ανθρωπισμό μου. Αγαπώ πολύ τον άνθρωπο και τον σέβομαι. Στην β’- γ’ δημοτικού δημιουργούσα παραμύθια στο μυαλό μου και τα αφηγούμουν στην αδερφή μου. Μου άρεσε. Ήταν ένας τρόπος να εκφραστώ.
Αγαπούσα πολύ τον Ιούλιο Βερν και την Αγκάθα Κρίστι. Στην εφηβεία μου διάβαζα πολύ ξένη λογοτεχνία. Κάποια στιγμή διαπίστωσα ότι συγγενικά μου πρόσωπα διάβαζαν Άρλεκιν. Όταν ρώτησα μου είπαν να μην τα διαβάσω, ότι δεν είναι για ‘μένα. Εμένα μην μου έλεγες να μην κάνω κάτι… Τα έκρυβα κάτω από το μαξιλάρι, αλλά σύντομα τα ανακάλυψε ο θείος μου και μου τα πήραν. Εγώ όμως το είχα αποφασίσει ότι αυτό ήθελα να κάνω. Το σλόγκαν “Με ένα Άρλεκιν ξεχνιέσαι” με είχε σημαδέψει!
Προέρχομαι από μία οικογένεια που οι γονείς ήταν αγαπημένοι όπως και οι ήρωες των Άρλεκιν. Νόμιζα ότι ο κανόνας ήταν αυτό. Μεγαλώνοντας διαπίστωσα ότι πραγματικότητα ήταν πολύ σκληρή. Κατάλαβα όμως ότι δεν μπορείς να γράψεις μία ωραία ερωτική ιστορία αν πρώτα δεν έχεις φάει τα μούτρα σου. Πρέπει να έχεις πονέσει, να το έχεις ζήσει για να βγάλεις έντονο συναίσθημα σε ένα βιβλίο.
Αναζητώ το ιδανικό εραστή ή σύντροφο όχι μόνο στα βιβλία μου… θα έλεγα και στην ζωή μου, κι αυτό μου δίνει έμπνευση και γράφω. Ακούω φίλες συγγραφείς ότι κρατάνε σημειώσεις, δημιουργούν, συμβουλεύονται. Εμένα οι ήρωες γεννιούνται μέσα στο μυαλό μου… Κι όσο γράφω εμπλουτίζονται. Νομίζω ότι γεννήθηκα γι’ αυτό!
Τα βιβλία μου τα διαβάζουν περισσότερες γυναίκες, όλων των ηλικιών, αλλά και άνδρες. Το βιβλίο “Στην τελευταία στροφή” διαδραματίζεται στην Ισπανία …Κάποια στιγμή μου έστειλε μήνυμα μία κοπέλα να μου πει ότι της θύμισε πολύ την σχέση της με τον σύζυγο της, γιατί ζούσαν κι εκεί, κι ήταν για εκείνη σαν να τα έβλεπε όλα μπροστά της.
Κάποιοι θεωρούν ότι ένα ρομαντικό μυθιστόρημα είναι αερολογίες, χαζόλογα αγάπης, ότι είναι πανεύκολο να γραφεί γιατί απλώς το μόνο που πρέπει να γράψουμε είναι «πλούσιος νέος γνωρίζει φτωχή νέα, ερωτεύονται και στο τέλος παντρεύονται», να πουλήσουμε ροζ σύννεφο και παραμύθι. Δεν γνωρίζουν ότι ο συγγραφέας οποιουδήποτε είδους –ακόμη και της ρομαντικής- πρέπει να κάνει επισταμένη έρευνα για το θέμα που πραγματεύεται.
Εφόσον η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα κοινωνικό/εργασιακό/εθνικό περιβάλλον πρέπει να προσέξουμε την κάθε λεπτομέρεια ώστε να είναι πιστή στην πραγματικότητα, βγαλμένη μέσα από τη ζωή. Και αφού και ο συγγραφέας είναι μέρος ενός κοινωνικού συνόλου εκφράζει μέσα από το κείμενό του τους προβληματισμούς του και περνά τα μηνύματά του. Δεδομένου του είδους, ναι, το συναίσθημα θα είναι κυρίαρχο στοιχείο.
Το μυθιστόρημα μπορεί να είναι αισθηματικό αλλά εκφράζει έναν κοινωνικό προβληματισμό, εκφράζει κάτι. Στο “Καθώς έπεφτε η νύχτα” η ηρωίδα μου, που είναι και λίγο ατίθαση, δέχεται κοινωνική κριτική, σεξισμό, η Ελβίρα, στο “Πέρα από τις σκιές”, είναι μια γυναίκα σύγχρονη η οποία έχει πολλούς ερωτικούς συντρόφους, κάτι για το οποίο -σε αντίθεση με τον άνδρα- κατηγορείται. Οι γυναίκες δεχόμαστε πάρα πολύ κριτική για τα πάντα. Ως συγγραφέας λοιπόν, εκφράζω τον προβληματισμό της σύγχρονης γυναίκας στα βιβλία μου.
Υπάρχει ο λογοτεχνικός ρατσισμός και από συγγραφείς και από αναγνώστες. Ακούμε ατάκες “Εγώ δεν διαβάζω τέτοια”… Και το συναντώ πολύ από γυναίκες. Έχω την αίσθηση ότι δεν θέλουν το συναίσθημα, θέλουν να νιώθουν χειραφετημένες; Αυτή την εικόνα έχω. Αρνούμαι το συναίσθημα, γιατί έτσι θα θεωρηθώ πιο μοδάτη, πιο δυνατή; Είμαστε σύγχρονες γυναίκες, δίνουμε χιλιάδες μάχες, έχουμε να αντιμετωπίσουμε άπειρα ζητήματα. Το να διαβάσεις ένα ρομαντικό μυθιστόρημα δεν σε κάνει λιγότερο σύγχρονη ή χειραφετημένη.
Πριν από δύο χρόνια βιβλιοπώλης μου είχε πει ότι οι αναγνώστες της ρομαντικής λογοτεχνίας αποφεύγουν να αγοράζουν αυτό το είδος από τα βιβλιοπωλεία γιατί θεωρείται ακόμη ταμπού να διαβάζουν τέτοια βιβλία. Μια κυρία μου είπε ότι το εξώφυλλό μου είναι πολύ ροζ και πολύ «Άρλεκιν» και προτίμησε να πάρει ένα βιβλίο με πιο συντηρητικό κατά την άποψή της εξώφυλλο.
Άλλη αναρωτιόταν για το τι θα της έλεγε ο σύζυγός της για το βιβλίο που αγόρασε επειδή ήταν «Άρλεκιν». Επίσης, υπήρξαν άτομα που με ρώτησαν αν σκέφτομαι να ασχοληθώ με ένα «σοβαρό» λογοτεχνικό είδος. Πρόσφατα μία κυρία στην οποία είπαν ότι γράφω ρομαντικές ιστορίες, απάντησε ότι διάβαζε παλιά Άρλεκιν, ενώ πια «έχει ανέβει επίπεδο».
Παλιά πληγωνόμουν και στεναχωριόμουν. Αλλά τη στιγμή που έπαιρνα ένα μήνυμα από αναγνώστρια που μόλις είχε διαβάσει ένα βιβλίο μου συνειδητοποιούσα ξανά από την αρχή για ποιον λόγο γράφω ρομαντική λογοτεχνία και αντιλαμβανόμουν ότι υπάρχει ένα μεγάλο μέρος του κοινού που διψά για ρομαντισμό, όπως τουλάχιστον τον πρεσβεύω στις ιστορίες μου.
Πλέον στο έκτο μυθιστόρημα βλέπω την αλλαγή στη συμπεριφορά του αναγνωστικού κοινού. Για να κυκλοφορώ έξι μυθιστορήματα σημαίνει ότι υπάρχει αποδοχή, ότι υπάρχει κόσμος που τα διαβάζει, οπότε η αμφιβολία και η δυσπιστία είναι λιγότερο έντονες.
Ιδίως όταν ακούν ότι το «Καθώς έπεφτε η νύχτα» είχε εξαντληθεί και ανατυπώνεται, αμέσως ενδιαφέρονται να το διαβάσουν. Το ότι γράφουμε ή διαβάζουμε ρομαντική λογοτεχνία δεν μας κάνει λιγότερο ευφυείς ή λιγότερο ποιοτικούς. Όταν γράφεις ένα είδος, όποιο κι αν είναι αυτό, πρέπει να το πρεσβεύεις σωστά και να σέβεσαι τον αναγνώστη σου όπως και τον εαυτό σου.
Χαίρομαι πολύ που τελευταία αυξάνονται οι άνδρες αναγνώστες μου. Επίσης είναι και οι άνδρες πιο απενοχοποιημένοι στο να με προσεγγίσουν να μου ζητήσουν να υπογράψω ένα βιβλίο για τη γυναίκα τους, την κόρη τους, τη σύντροφό τους . Μία κοπέλα μου είχε ζητήσει να υπογράψω βιβλίο για τον πατέρα της που διαβάζει μόνο τέτοια βιβλία. Ενώ ένας φίλος μου είπε ότι ο πατέρας του λάτρευε τα Άρλεκιν. Αυτά τα λόγια, αυτές οι στιγμές είναι που δικαιώνουν κάθε λέξη που αποτυπώνεται στο χαρτί.
Το 2015, μόλις είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο μου “Τα δάκρυα του πάθους“- ήμουν πάρα πολύ αγχωμένη γιατί για πρώτη φορά υπέγραφα αντίτυπα- καθώς σηκώνω το κεφάλι μου βλέπω να με πλησιάζει η Κική Δημουλά. Μου δίνει το χέρι και μου λέει: “Μια χαρά θα τα πας!” Συγκινήθηκα τόσο πολύ…
Πολλοί εκδότες δεν σέβονται τους συγγραφείς. Πρώτα απ’ όλα δεν μπορεί να θεωρείσαι συγγραφέας όταν πληρώνεις. Είσαι συνεκδότης. Δεν γίνεται έτσι. Πρέπει να υπάρχει ένα μέτρο, μία κριτική στο κείμενό σου.
Ήταν όνειρο μου να εκδοθώ από την Χάρλεκιν. Κάποια στιγμή είχα στείλει μήνυμα στο οποίο μου έλεγαν ότι δεν εκδίδουν Έλληνες. Απογοητεύτηκα πάρα πολύ. Έπειτα με προσέγγισε ένας εκδότης, βγάλαμε ένα βιβλίο αλλά δεν ήταν καλή η συνεργασία. Αποφάσισα ότι θέλω να εκδοθώ μόνο από την Χάρλεκιν. Ξαφνικά η Άρλεκιν ξεκίνησε να εκδίδει Έλληνες και είχα την χαρά και την τιμή να βρίσκομαι ανάμεσα σε αυτούς, στην σειρά Silk, κι εκεί είδα το όνειρό μου να εκπληρώνεται.
“Τα δάκρυα του πάθους” ήταν το πρώτο ολοκληρωμένο μου μυθιστόρημα στην εφηβεία. Το εμπλούτισα, το διόρθωσα και εκδόθηκε μετά από χρόνια από την Χάρλεκιν. Το “Μετά τα δάκρυα του πάθους” είναι το τρίτο μέρος της διλογίας.
Ο έρωτας είναι ένα μοίρασμα. Οι άνθρωποι πια φοβούνται να εκφράσουν τα συναισθήματα τους, γιατί νομίζουν ότι θα θεωρηθούν αδύναμοι. Για εμένα ο ρομαντισμός βρίσκεται στα απλά πράγματα της καθημερινότητας, στην φροντίδα…
Εύχομαι σε όλους να είμαστε καλά, να αγαπάμε, να μην φοβόμαστε να εκφράσουμε το συναίσθημά μας, να είμαστε πιο άνθρωποι.