Θα μπορούσε να είναι η δική μου μάνα ή η δική σου. Εντάξει, πιθανότατα το έγραψε ένας τύπος με πολύ χιούμορ, αλλά ας αφήσουμε τον ρεαλισμό για λίγο.
Πορωμένο αναρχικό -πλην όμως στοργικό- τέκνο, δίνει τον αγώνα του. Με τον απαραίτητο εξοπλισμό στον σάκο του, ξεκινά για τη δική του πολεμική εκστρατεία. Πρέπει όμως να ενημερώσει τη μανούλα. Από απόσταση βέβαια, διότι πιθανό να παρακολουθείται, δεν μπορεί να τη θέσει σε κίνδυνο!
Βρίσκει τον κατάλληλο τοίχο, αυτόν που ξέρει ότι φαίνεται από το παραθυράκι της κουζίνας, και ενημερώνει τη μάνα, για να του αφήσει κάνα πιάτο φαΐ τα ξημερώματα που θα γυρίσει. Σπαταλάει λίγα από τα πολύτιμα πολεμοφόδιά του για ένα σύντομο αλλά περιεκτικό μήνυμα.
Εκείνη είναι στην κουζίνα και αλευρώνει τα κεφτεδάκια. Βουτάει το χέρι της στο λάδι να δει αν καίει -γιατί με κάποιον τρόπο όσο και να πιτσιλάει οι μανάδες δεν καίγονται- και αφηρημένα κοιτάζει από το παράθυρο. Ξέρει ότι είναι ο γιόκας της! Γιατί η μάνα πάντα ξέρει!
Βγαίνει όπως όπως με τα κλειδιά στο ένα χέρι και το σπρέι στο άλλο μονολογώντας «πάλι δεν πήρε ζακέτα»… Γιατί και οι μανάδες των αναρχικών πονάνε τα παιδιά τους.