Είπαν [ξανα]ελευθερώθηκες [περίπου] τώρα . Και εσύ νιώθεις, αυτόματα, ελεύθερος. Το καλοκαίρι είναι πλέον δικό σου.
Στριμώχνεσαι στα δοχεία της νέας σου ελευθερίας [καλοπλυμμένα αυτοκίνητα, πολύχρωμα πιστοποιητικά] και φεύγεις.
[οι [πραγματικά] ελεύθεροι δε χρειάζονται εγκρίσεις να φύγουν για πουθενά. Γιατί όποτε θέλουν φεύγουν για όπου. Γιατί η ελευθερία δεν είναι [ούτε ποτέ θα γίνει] επιχείρηση, WTF?]
Είπαν τι πρέπει να κάνεις και το έκανες. Είπαν τι πρέπει να πεις και το λες.
Κάτι τρομπέτες παίζουν όμορφα στο κέντρο.
Και εγώ κοιτάζω αμήχανα, αυτή σου την κατάσταση.
Στραγγάλισες νωρίς τους μέσα σου κανόνες. Γιατί τους φοβήθηκες. Περίμενες να σου δώσουν [υπό την ασφάλεια του ανήκειν] οι άλλοι. Όσο ηλίθιοι και αν είναι, που [πλείστοι] είναι, και αυτοί και οι κανόνες τους.
Ξέρω από που έρχεσαι.
Τι σκατά να συζητήσω μαζί σου?
Nothing like them.
Αντιδράς [νομίζεις] τους μηχανισμούς, αλλά δε βλέπεις ότι ο μηχανισμός είσαι εσύ [και οι εκατομμύρια εσύ].
Και κάπως έτσι, αυτός διαιωνίζεται [και από γενιά σε γενιά] χωρίς παρεκτροπές.
Ξερνώντας επάλληλες καινούργιες βεβαιότητες μιας χρήσης, που αυτοαντικαθίστανται.
Παράγοντας την τελειότερη εξάρτηση – την τέλεια αδυναμία προσωπικής ευθύνης και βούλησης.
Και κάπως έτσι, καταντάς κάτι λιγότερο από αριθμός – ένας αριθμός αγέλης χωρίς ταυτότητα.
Τον λες και ψιλο-νούμερο.
Τον λες και επιβλητή/δικαστή.
Τον λες και εν δυνάμει φασίστα.
Χιλιάδες μέτρα.
Nothing like them.
Και εγώ κοιτάζω αμήχανα, αυτή σου την κατάσταση, γεμάτος με κάτι που τοποθετείται ανάμεσα στον οίκτο και την οργή.
Είπαν τι ΠΡΕΠΕΙ να κάνεις και το κάνεις:
Κομφορμισμός ή θάνατος, δηλαδή το δεύτερο’ μόνο.
[Δεν έχουν καμιά άλλη ιερότητα πέρα από αυτή του να σε εργαλειοποιούν’ τους αρέσουν οι σημαίες, τα σύμβολα, οι ζητιάνοι και κυρίως οι προδότες]
*Τ.Π. respect