“Τρέξτε, έχει κορωνοϊό!” φωνάζει ένα πρωτάκι για να ξεκινήσει το παιχνίδι του κυνηγητού στην αυλή του σχολείου. Οι μάσκες ξεκουράζονται στο διάλειμμα και ήρθε η ώρα για σπρωξίματα και αγκαλιές. Σε λίγο θα χτυπήσει το κουδούνι και θα πρέπει να επιστρέψουμε στα θρανία, την απόσταση, τα απολυμασμένα χέρια και την νέα πραγματικότητα.
Όπως η κάθε πραγματικότητα, στο παιδικό κόσμο περνάει από ένα πρίσμα αθωότητας, αυθορμητισμού και μιας ευχάριστης εγωκεντρικότητας, όπου μπορείς να κάνεις μαγικά ο,τι σε ενοχλεί, να εξαφανιστεί. Ή έστω να το ζωγραφίσεις με ένα αστείο καπέλο και να μην το φοβάσαι πια.
Οι λέξεις και οι αντιδράσεις των παιδιών πάντα έχουν ενδιαφέρον, εξ’ άλλου. Σαν άλλος καθρέφτης μας επιστρέφουν την εικόνα των δικών μας λόγων και συμπεριφορών. Μας προβληματίζουν; Μάλλον μας κάνουν πιο σοφούς και λιγότερο σοβαροφανείς. Ας δούμε λοιπόν μέσα από τα μάτια τους και τα μάτια των ειδικών, τι μας έφερε ο “ ιός με την κορώνα”.
Πως την λένε, μαμά, την αρρώστια;
Ανάμεσα στις οθόνες που μιλάνε και τους μεγάλους που ψιθυρίζουν, τα παιδιά έχουν αναπτύξει το δικό τους κορώνο-λεξιλόγιο. Από τα αγαπημένα μου: κορωνίος, κορωνέος ιος , το κορόνα. Αυτός λοιπόν ο “ιός με τα μικρόβια που προκαλούν αρρώστιες” να ξέρετε δεν κάνει να μπει μέσα στο σπίτι. Γιατί έτσι λένε οι μαμάδες. “Βέβαια είναι όλα ψέμματα, έτσι λέει η δική μου μαμά” θα συμπληρώσει ο συμμαθητής. Κι αν κάποιος βήξει; “ Πάει, θα πάθουμε όλοι κορωνοιό, κυρία!” Ο Γιωργάκης που λείπει αλήθεια, γιατί λείπει; Μήπως κυρία έπαθε κορωνοϊό; “Η αίσθηση στην τάξη είναι πως έχω όλα τα κανάλια ανοιχτά ταυτόχρονα και λένε ειδήσεις” μοιράστηκε η Μαγδαλένα, δασκάλα φέτος στην 1η δημοτικού.
Από τις κούνιες πάλι ακούγεται τρανή η φωνή του γιού μου, “Έχω μύξες, έχω κορωνοϊό τώρα!” “Πάρε κορωνοϊό!” πυροβολώντας αόρατους εχθρούς. Ο κορωνοϊός γενικά είναι μια έννοια συλλογική, που περιλαμβάνει την καραντίνα, την ασθένεια, την πανδημία, τους περιορισμούς και τα μέτρα, τη βρωμιά, την κακοκεφιά και όλα του κόσμου τα δεινά. Δεν θα διαφωνήσω με αυτόν τον ορισμό.
Τώρα τελείωσε πια η ασθένεια;
“Γιατί θέλω να πάω στο μεγάλο μαγαζί με τα παιχνίδια, μαμά”. “Γιατί δεν θα μας φωνάζουν που πιάνουμε ο ένας τον άλλον”. “Για να πάμε βόλτα”. Η καραντίνα για τον καθένα είχε διαφορετικές συνέπειες. Και ενώ η έλλειψη του παιχνιδιού και του εξωτερικού χώρου γονάτισε γονείς και παιδιά, οι ίδιοι γονείς και παιδιά ήρθαν αντιμέτωποι, σαν παλαιστές στην αρένα ο ένας με τον άλλον. Έπρεπε να παίξουν μαζί. Αγόρασαν πατίνια, ποδήλατα και πινέλα. Στο εξωτερικό, ζωγράφισαν ουράνια τόξα στα παράθυρα και οι βόλτες στην γειτονιά έγιναν “κυνήγι” ουράνιου τόξου. Έπρεπε να συνυπάρξουν. Άλλοτε ήταν ευκαιρία για σύνδεση και πολύτιμος χρόνος που δεν θα υπήρχε αλλιώς και άλλοτε μια μουντή καθημερινότητα μπροστά σε οθόνες. Τις αγαπήσαμε και με το παραπάνω. Ίσως η πιο εύλογη απορία που ακούστηκε ήταν “ Βρε μπαμπά, γιατί όταν παίζω στον υπολογιστή μου λες οτι χαλάνε τα μάτια, αλλά τώρα που κάνω διαδικτυακά σχολείο τόσες ώρες δεν χαλάνε;” Μάλιστα η δυσκολότερη συνθήκη δεν ήταν το ίδιο το lockdown, σπάνια μιλούν για αυτό τα παιδιά, ιδίως τα μικρότερα. Ήταν η έξοδος από αυτό. Η επιστροφή στη δουλειά, το σχολείο, τις δραστηριότητες. Ενδεχομένως ήταν ένα δείγμα της προβληματικότητας που κρύβεται στην καθημερινότητά μας. Της σχετικότητας των “πρέπει” μας, μπροστά στο χρόνο και τη σύνδεση.
“Κυρία, βοήθεια, η μάσκα μου πέφτει”
Τα παιδιά είναι εξαιρετικά προσαρμόσιμα. Παίρνουν την συνθήκη και την κάνουν δική τους. Το άγχος για τις μάσκες λοιπόν, διήρκεσε λίγο. Το πείραγμα πλέον είναι να σε πλησιάσει και να σου κατεβάσει τη μάσκα. Στο παιχνίδι μπήκαν γρήγορα υγρομάντηλα και αντισηπτικά με τον Ντόναλντ και τη Μίνι. Για τις μεγαλύτερες ηλικίες ήρθε η μάσκα η μοδάτη και η νιχλιστική αμφισβήτηση κάθε περιορισμού όσο είσαι στην πλατεία με τα φιλαράκια γιατί “σιγά που θα με βάλουν να φορέσω το φίμωτρο” και το δημοφιλές “αυτό δεν γίνεται, εδώ είναι ΕΠΑΛ” από το βίντεο της κατάληψης στο Σιδηρόκαστρο που έγινε meme. Λίγο πριν μπoυν στο σπίτι, βέβαια, την ισιώνουν στο πρόσωπο, που να μπλέκουν τώρα με τους “γέρους” τους.
Ωστόσο αν η συνθήκη της ίδιας της μάσκας δεν δημιούργησε τόσα προβλήματα, οι υπόλοιποι περιορισμοί άνοιξαν την πόρτα σε μια άλλη σχολική ζωή. Ο γονιός έμεινε απ’ έξω να κοιτάει, την ώρα που η δασκάλα σκανάρει στο κούτελο το προνηπιάκι να θερμομετρηθεί και να μπει στην τάξη. 37,2. “Μπαμπά, γιατί η κυρία δεν με αφήνει να πάνω σχολείο;Καλά είμαι, αλήθεια σου λέω”. Δεν μπορούν να μοιράζονται παιχνίδια. Να ακουμπούν τα ίδια μολύβια. Οι εκφράσεις του προσώπου ανύπαρκτες, είτε βαριέται, είτε χαμογελάει, πάλι καλά οτι φαίνονται τα δάκρυα στα μάτια, αλλιώς και το κλάμα θα περνούσε απαρατήρητο. Τα πάντα είναι συσκευασμένα και ατομικά. Δεν υπάρχουν ομάδες στο μάθημα στην τάξη. Όλα αυτά σε ένα σχολείο που ήδη είχε απόσταση από τον γονιό και την κοινότητα.
Τουλάχιστον η ανάγκη της κοινωνικής απόστασης έφερε αρκετά σχολειά περισσότερες ώρες στην αυλή και στον περίπατο. Μακάρι αυτό να μην ξεχαστεί, ακόμα και όταν πετάξουμε – αν πετάξουμε τη μάσκα.
“Θα μας πάνε όλους στο νοσοκομείο;”
Καμία από τις πρακτικές εκφάνσεις της πανδημίας δεν είναι τόσο δύσκολη όσο η αβεβαιότητα. Το άγχος του γονιού για την οικονομική κατάσταση και το μέλλον. “Θα πηγαίνουμε πάλι στον παππού και την γιαγιά;” Ο φόβος για τους ηλικιωμένους. Αυτή η ατμόσφαιρα, της απέλπιδης προσπάθειας να καθαριστεί με μωρομάντηλα όλη η παιδική χαρά πριν την ακουμπήσουν τα μικρά χεράκια, φέρνει σύννεφα στον γενικά γαλάζιο ουρανό της παιδικότητας. Οι συστάσεις που αλλάζουν συνέχεια, η ρουτίνα που σπάει, τα νέα και τα παλιά μέτρα, όλα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απορροφώνται τελικά. Αυτό που μένει είναι τα βεβιασμένα “όλα καλά θα πάνε”. Γιατί είναι ξεκάθαρο το βεβιασμένο. Διαισθάνονται ότι εκτυλίσσεται μια πρωτόγνωρη κατάσταση που δεν ξέρουμε πως, πότε και αν θα τελειώσει. Φοβούνται με τον δικό μας φόβο. Στις παιδικές ζωγραφιές και στα παιχνίδια ρόλων δεν εμφανίστηκαν τυχαία το θέμα της ασθένειας, του θανάτου, της καταστροφής. “Η κούκλα είναι άρρωστη, να την πετάξουμε; ”. Προσπαθούν να νοηματοδοτήσουν την ολική σύγχυση. Να τη μεταφράσουν στη δική τους γλώσσα. Θα είναι ένα πείραμα τούτη η γενιά που τα παιδικά της χρόνιας άγγιξε ο κορωνοϊός. Ανοίγουν τις πόρτες σε έναν άγνωστο κόσμο, αυτόν της κοινωνικής απόστασης και της ταύτισης του παγκόσμιου με το συνοικιακό. Ίσως όμως, θα έχουν και άλλη μια εμπειρία, αυτή της ενότητας, της αλληλεγγύης για τον πιο ευάλωτο, της στωικότητας στις δυσκολίες. Αυτό φυσικά, αν σηκώσουμε εμείς το δικό μας βάρος και καταφέρουμε να φτάσουμε σε αυτό το μέλλον.
Επιστροφή στην κανονική κορωνοϊκότητα
Υπάρχει μια θεώρηση, πως κάθε κρίση είναι στην πραγματικότητα ευκαιρία για ανάπτυξη. Ευκαιρία να αναμετρηθούμε με τις πεποιθήσεις μας. Ευκαιρία να κάνουμε εμείς πρώτα τις επιλογές που θα θέλαμε να κάνουν εκείνα αργότερα. Να δώσουμε χώρο και χρόνο σε εμάς και σε εκείνα. Να μιλήσουμε πολύ και για όλα.
Μπορούμε άραγε να είμαστε αληθινοί απέναντι στα παιδιά; Να φωνάξουμε και να ζωγραφίσουμε τους φόβους μας; Να διαφωνήσουμε και να διεκδικήσουμε αν οι κανόνες ας φαίνονται παράλογοι; Να μην τα αφήσουμε να αμελήσουν τις απαραίτητες αγκαλιές, τις βόλτες και την αίσθηση οτι είμαστε κοντά τους. Και να τους υπενθυμίζουμε, αν το ξεχνάνε, να ρωτάνε κάθε μέρα “ Πότε θα τελειώσει η αρρώστια;”
Με την πολύτιμη συμβολή των:
Καββαδία Μαγδαλένα, εκπαιδευτικός
Καραμάνη Αγγελική, βρεφονηπιοκόμος
Ελευθεράκη Αγγελική, ψυχολόγος, εμψυχώτρια και εκπαιδεύτρια γονέων
Καραχοτζίτη Δήμητρα, παιδαγωγός