Λογοκρισία. Αυτολογοκρισία. Πολίτικαλι κορέκτ. Ακύρωση. Διαδικτυακή διαπόμπευση. Καταγγελία. Πρωινάδικοι τηλεδικαστές. Εξοργισμένοι. Πεσίματα. Αλγόριθμοι. Κυνηγοί άποψης. Σινάφια. Μονταζιέρες.
Η εποχή μας δεν είναι εποχή της ελευθερίας του λόγου.
‘‘Ας’ τους να λένε’’ λοιπόν, γιατί υπαρχει ανάγκη ελεύθερης έκφρασης!
Στη «φοβογλώσσα» συζητάμε για τον σύγχρονο φόβο ως ψυχολογικό-κοινωνικό φαινόμενο αλλά και ως μέσο εξουσιασμού. Με την κατάθεση αυτού του νεολογισμού, δοκιμάζουμε και τις θέσεις μας απέναντι στον μη-εστιασμένο φόβο και την επίδρασή του στην ανάπτυξη της δημοκρατικής διαβούλευσης, χωρίς να κρύβουμε την αμηχανία και τον περισπασμό, ίσως και την επιφύλαξη απέναντι στον ενεστωτικό πληθωρισμό της εκφοβιστικής πληροφορίας.
Έμφαση δίνεται στον ρόλο της γλώσσας απέναντι σε αυτή την κατάσταση κρίσης, που σχετίζεται με την πανδημία, αλλά και σε προηγούμενες, όπως η οικονομική. Διαπιστώνουμε ότι σε σχέση με τη γλωσσική χρήση, εφαρμόζονται κοινά μοτίβα που αφορούν τον ιδεολογικό εμποτισμό και τη χειραγώγηση, με την επισήμανση ότι η γλώσσα δεν χειραγωγεί απλώς, αλλά χειραγωγείται και η ίδια, όταν επιστρατεύεται με συγκεκριμένες βλέψεις από την πολιτικοοικονομική εξουσία, αλλά και την εξουσία των «ειδικών».
Εισάγω ως νέο όρο τη φοβογλώσσα, για να καταδείξω την έντεχνη εκμετάλλευση των γλωσσικών μορφών, με στόχο την ταχεία και άκρως επιδραστική επιβολή συγκεκριμένων στάσεων και συμπεριφορών στους λαούς, στο όνομα του αγαθού της ζωής. Η φοβογλώσσα χαρακτηρίζεται για την εξουσιαστική/αφαιρετική λειτουργία της, εκπέμπεται από τον πολιτισμικά και οικονομικά ανώτερο και απευθύνεται στον υποδεέστερο, ο οποίος, αποδεχόμενός την, αυτόματα αναγνωρίζει τη θέση του ως κατώτερου[1], στο πλαίσιο μιας εισβολής όπου το ρεπερτόριο των απαντητικών του ρόλων είναι εξαιρετικά περιορισμένο.
Επιπλέον, επιχειρώ να αποκαλύψω τις ισχυρές πιέσεις που δέχεται η γλώσσα προκειμένου να παρακολουθήσει πολιτικές φόβου, υφιστάμενη και η ίδια ως εργαλείο, σφοδρές αλλαγές που ενίοτε οδηγούν έως και στην αποδυνάμωση του περιεχομένου των λέξεων, στοιχείο το οποίο θα μπορούσε ίσως να ερμηνεύσει, ως ένα βαθμό, και την απείθεια ενός αριθμού πολιτών στις εντολές των ηγεσιών τους.