Την παράσταση «Μπιλ και Λου» σκηνοθετεί στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου ο Δημήτρης Αγιοπετρίτης-Μπογδάνος.
Το έργο βασίζεται σε αληθινή ιστορία που συστήθηκε για πρώτη φορά στο φιλοθέαμον κοινό σαν ταινία κινούμενων σχεδίων, γραμμένη και σκηνοθετημένη από τον Αυστραλό Adam Elliot το 2009, με τίτλο «Mary and Max». Ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του (είχε στο ενεργητικό του τέσσερις προγενέστερες μικρού μήκους) και προβλήθηκε για πρώτη φορά στο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Sundance τον Ιανουάριο του 2009, με τον Phillip Seymour Hoffman στη φωνή του Max και την Toni Colette σε αυτήν της Mary, ενώ στον αφηγητή χάρισε τη φωνή του ο Barry Humphries. Την προσαρμογή και τη δραματουργική επεξεργασία του θεατρικού κειμένου επιμελήθηκε ο σκηνοθέτης. Η Λου Γουότερλου είναι ένα 8χρονο κορίτσι που ζει στην Αυστραλία με τους γονείς του, οι οποίοι την παραμελούν, συχνά αδιαφορώντας ακόμα και για την ύπαρξή της. Το κορίτσι βιώνει τη μοναξιά και την απόρριψη και από τον κοινωνικό του περίγυρο με μόνη συντροφιά έναν κόκορα που αποτελεί το κατοικίδιό της. Οι απορίες της πολλές και δυσεπίλυτες και καθώς πλέον δεν βρίσκει κανέναν για να τις απευθύνει, ψάχνοντας για απαντήσεις, αποφασίζει να αλληλογραφήσει με κάποιον του οποίου τη διεύθυνση βρίσκει στον τηλεφωνικό κατάλογο της Λατινικής Αμερικής. Ο “τυχερός” δεν είναι άλλος από έναν 44χρονο άθεο και υπέρβαρο Εβραίο ονόματι Μπιλ Σπίλμπεργκ, ο οποίος πάσχει από σύνδρομο Asperger και έχει ελάχιστες επαφές με τον έξω κόσμο. Το γράμμα που λαβαίνει τον ξαφνιάζει, σχεδόν τον πανικοβάλλει, αλλά τελικά αποφασίζει να απαντήσει και με αυτόν τον τρόπο ξεκινά μια αγνή φιλική σχέση δι’ αλληλογραφίας που θα περιλαμβάνει δώρα, ενθύμια, φωτογραφίες και εξομολογήσεις και από τις δύο πλευρές. Τα χρόνια περνάνε, η φιλία τους δυναμώνει και ο καθένας περνά κάποιες προσωπικές δυσκολίες που δοκιμάζουν την αντοχή της σχέσης τους. Τα διάφορα “επεισόδια” που παρακολουθούμε καλύπτουν ένα χρονικό φάσμα είκοσι ετών, όπου ο καθένας πραγματώνει (εύκολα ή δύσκολα) κάποιο στόχο ή στόχους.
Ο Δημήτρης Αγιοπετρίτης-Μπογδάνος στη σκηνοθετική του προσέγγιση επενδύει στην απλότητα, την ειλικρίνεια και την αμεσότητα του λόγου, αλλά με αποχρώσεις παραμυθιού που έχει ως κέντρο του τον άνθρωπο και τη μοναξιά του. Κάνει μικρές βουτιές στην ψυχοσύνθεση δύο ανθρώπων εντελώς διαφορετικών σχεδόν σε όλα, αλλά που και οι δυο είναι με τον τρόπο τους απομονωμένοι τόσο από το κοινωνικό περιβάλλον, όσο και από τον στενότερο περίγυρό τους. Οι βουτιές αυτές γίνονται όλο και βαθύτερες και αγγίζουν την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση. Η διαφορετικότητα και η περιθωριοποίηση απογυμνώνονται από ενοχές και προκαταλήψεις, η τιμωρητική και συχνά απάνθρωπη κοινωνία αντιμετωπίζεται με χιούμορ και μια αφοπλιστική κατανόηση και όλο αυτό μετατρέπεται σε ανάγκη και δίψα για ζωή ή την όποια καταξίωση. Τα μικρής διάρκειας “σκετσάκια” διαδέχονται το ένα το άλλο με γρήγορο ρυθμό, συχνά τα συνδέει ένας αφηγητής με έναν ουσιαστικά σαρκαστικό τρόπο, ενώ όλοι οι μικροί παράπλευροι χαρακτήρες ζωντανεύουν από τον τρίτο ηθοποιό της παρέας με ένα μαγικά γκροτέσκο τρόπο, που αν και φλερτάρει με την καρικατούρα, δε χάνει ποτέ το νόημα και το στόχο του. Το στυλιζάρισμα έχει μια παιδική ελαφρότητα που γίνεται γοητευτική και μιλά κατευθείαν στο νου και την καρδιά του θεατή, αφού κινητοποιεί συναισθήματα και γεννά προβληματισμό, αυθόρμητα, χωρίς να τα εκβιάζει ούτε στο ελάχιστο. Οι λίγες αρρυθμίες της παράστασης γίνονται λεπτομέρειες οι οποίες έχουν σχεδόν ξεχαστεί στο τέλος της, αφού επικρατεί μια επίγευση ευφορίας και μία αίσθηση φρεσκάδας.
Ο Στέλιος Ιακωβίδης στο ρόλο του υπέρβαρου Μπιλ πλάθει έναν ήρωα που αποτελεί την επιτομή της γλυκόπικρης αίσθησης. Φοβικός, εμμονικός, προβληματικός στην επικοινωνία, αλλά και με εκλάμψεις αυτοκριτικής και μιας αλλόκοτης διάθεσης για ζωή και αποδοχή. Η μετάβασή του από το κωμικό στο δραματικό γίνεται σχεδόν ασυναίσθητα, αυθόρμητα, με μια αφέλεια και μια αμεσότητα που είναι ενδεικτικές του πλούσιου ταλέντου του και της μεγάλης ερμηνευτικής του γκάμας. Η Λυδία Τζανουδάκη ερμηνεύει τη Λου, καταθέτοντας στη σκηνή ένα ανθρώπινο καρτούν με πλεόνασμα ζωτικότητας, παιδικής αθωότητας και καυστικού χιούμορ. Με εξαιρετικό συντονισμό λόγου και κίνησης, αξιοσημείωτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων και μια πηγαία ροπή προς την κωμωδία, γίνεται τόσο πειστική που κάποιες στιγμές μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι ο ρόλος γράφτηκε γι’ αυτήν. Με την ίδια ικανότητα ερμηνεύει και την πιο ώριμη και κατασταλαγμένη περσόνα της ηρωίδας. Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου γίνεται ο ταξιδιάρης αφηγητής που συνδέει τους δύο βασικούς χαρακτήρες με τρόπο σχεδόν ιδανικό, αλλά και ένας αξιοθαύμαστος ερμηνευτικός χαμαιλέοντας που ερμηνεύει πολλούς μικρούς δευτερεύοντες ρόλους (που κινούνται στο στενό ή ευρύτερο περιβάλλον των δύο πρωταγωνιστών) αλλάζοντας εμφάνιση, φωνή και έκφραση με τρομερή άνεση και ετοιμότητα, αποδεικνύοντας ότι οι δυνατότητές του είναι αυτές ενός πολυτάλαντου ηθοποιού.
Το σκηνικό της Λυδίας Κοντογιώργη είναι μια σύνθετη κατασκευή που μαρτυρά δημιουργική φαντασία, αλλά και απόλυτη κατανόηση των αναγκών της παράστασης, υπηρετώντας πιστά το σκηνοθετικό όραμα. Τα κοστούμια της ίδιας φλερτάρουν με μία υπερβολή που γίνεται ένας επιτυχημένος καθρέφτης του ψυχολογικού μικρόκοσμου των ηρώων. Οι φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου εστιάζουν εξαιρετικά στους ήρωες, παίζουν δημιουργικά με τις σκιές και επικουρούν τα συναισθήματα που γεννούν στο θεατή οι ερμηνείες των ηθοποιών. Σημαντική είναι και η συμβολή από τις περούκες (Θωμάς Γαλαζούλας) και το μακιγιάζ (Olga Faleichyk) στο άρτιο τελικό αισθητικό αποτέλεσμα που αφήνει η παράσταση στο θεατή.
Συμπερασματικά, στην κεντρική σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου παρακολούθησα μια παράσταση που μέσα από μια ιστορία ειπωμένη σαν παραμύθι, θίγει αρκετά σημαντικά ζητήματα της σύγχρονης κοινωνίας, όπως το bullying, τη μοναχικότητα, τον κοινωνικό αποκλεισμό, τη φιλία. Η σκηνοθετική προσέγγιση είναι ανθρωποκεντρική, έχει χιούμορ, ευαισθησία, γρήγορο ρυθμό και δημιουργεί πεδίο σκέψης και προβληματισμού στο θεατή. Οι τρεις ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, έχουν πολύ καλή σκηνική χημεία και βάζουν σημαντικό λιθαράκι σε μία από τις καλύτερες θεατρικές προτάσεις του φετινού χειμώνα.