Το έργο της Σοφίας Αδαμίδου με τίτλο “Άρης” παρουσιάζεται στο Θέατρο Olvio σε σκηνοθετική επιμέλεια του Τάσου Σωτηράκη.
Το έργο συστήθηκε στο θεατρόφιλo κοινό στο χώρο του Cartel, όπου παίχτηκε για τέσσερις σαιζόν. Παρακολουθεί και καταδύεται σε προσωπικές στιγμές του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη (κατά κόσμον Θανάση Κλάρα) και ηγέτη της Αντίστασης. Ακροβατώντας μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας βρίσκεται να περιδιαβαίνει τους δρόμους της Αθήνας του 21ου αιώνα, να καταλήγει σε ένα δωμάτιο γεμάτο εφημερίδες, μνήμες και μια λάμπα πετρελαίου όπου ξεκινά να θυμάται και να αναπαριστά ιστορικές του στιγμές και να προσπαθεί να αναπλάσει το περίγραμμα του ψυχικού του κόσμου, της ιδεολογίας και των κινήτρων του αγώνα του. Βασίζεται σε ιστορικά στοιχεία και γεγονότα, αλλά χρησιμοποιεί και μυθοπλασία, η οποία έχει προκύψει μετά από ενδελεχή μελέτη της πορείας του και των αρχείων που την έχουν καταγράψει. Ο άνθρωπος, ο λαϊκός αγωνιστής, ο σύντροφος, ο αρχηγός, ο πολιτικός και στρατιωτικός νους, αλλά και ο απλός ιδεολόγος αριστερός ξεδιπλώνει σκέψεις, εκφράζει συναισθήματα, ξαναζεί εικόνες και προσωπικές ιστορίες και προσπαθεί να φωτίσει τη σύνθετη αυτή προσωπικότητα και να δικαιώσει ή να αποκαθηλώσει σκέψεις και ενέργειες του παρελθόντος. Το κείμενο δεν αποτελεί βιογραφία του Βελουχιώτη, αλλά θραύσματα μελέτης και ίσως αποτύπωσης προσωπικών συναισθημάτων της συγγραφέως για ότι συμβόλιζε για την ίδια ο χαρακτήρας του.
Ο Τάσος Σωτηράκης έχει τη σκηνοθετική επιμέλεια του εγχειρήματος, φροντίζοντας να ακολουθήσει τη γραμμή του κειμένου και να φωτίσει όσο πιο πολύπλευρα μπορεί τον ήρωα της παράστασης. Δεν προσπαθεί να πλάσει ένα χαρακτήρα με φωτοστέφανο, ή χωρίς αδυναμίες και προσωπικά τραύματα, αλλά να προσεγγίσει με όση μεγαλύτερη ακρίβεια και καθαρότητα μπορεί την ιδιοσυγκρασία και τον ψυχισμό του. Οι σκέψεις, οι ιδέες, τα συναισθήματα είναι πάντα παρόντα και μάλιστα στην πρώτη γραμμή, καθώς αυτά αποτελούν το πρωτογενές υλικό βάσης της θεατρικής αυτής προσπάθειας, είναι δοσμένα και επεξεργασμένα όμως με μέτρο και μια εσωτερική τάξη για να προσεγγίσουν με σαφήνεια και ευθύτητα το κοινό στο οποίο απευθύνονται, επιχειρώντας όχι να το πείσουν ή να το κατευθύνουν, αλλά να το αφυπνίσουν και να υποκινήσουν τη δημιουργική αντιληπτική του ικανότητα. Ο ήρωας διατηρείται γειωμένος, ανθρώπινος, άλλοτε δυνατός, άλλοτε αδύναμος, άλλοτε παθιασμένος και οργίλος και άλλοτε πιο ήπιος και συμβιβαστικός, ενώ οι ψυχολογικές του ταλαντεύσεις είναι έντονες και συχνά τον ωθούν στα όρια. Αν και υπήρχαν κάποιες στιγμές που οι επί σκηνής κορυφώσεις φλέρταραν με την υπερβολή και γίνονταν κάπως προβλέψιμες, δε χάνουν ποτέ την επαφή τους με την πραγματικότητα, δε χειραγωγούν και δε διστάζουν να αποκαλύψουν και πιο προσωπικές και ευαίσθητες πτυχές του επαναστάτη και του ανθρώπου μέσα σε αυτόν. Η ιδιαιτερότητα του φινάλε αποτελεί τη σχεδόν ιδανική αποφόρτιση του θεατή και επαναφορά του στην πραγματικότητα.
Ο Τάσος Σωτηράκης αναλαμβάνει και το ρόλο του Άρη και καταφέρνει να κεντρίσει την προσοχή του θεατή από την αρχή με τη φυσιογνωμία, το βάδισμα και τις εκφράσεις του προσώπου του. Ο τρόπος ερμηνείας του είναι κατεξοχήν βιωματικός, καθώς δεν υποκρίνεται, αλλά “ζει και αναπνέει” μέσα από τον ήρωα που υποδύεται. Εναλλάσσει αφήγηση με δράση σχεδόν ασυναίσθητα, αλλά και συναισθήματα, καλύπτοντας όλο το φάσμα από τον ενθουσιασμό και τη συγκίνηση, μέχρι την οργή και την απογοήτευση, άλλοτε δημιουργώντας έναν ήρωα έτοιμο να αγωνιστεί και θυσιαστεί για τα ιδανικά και τις ιδέες του και άλλοτε έναν αντι-ήρωα που μοιάζει να πολεμά πέρα από τους εξωτερικούς του εχθρούς, τους εσωτερικούς του δαίμονες. Οι όποιες στιγμιαίες αρρυθμίες δεν επηρεάζουν στο ελάχιστο την αυθεντικότητα και την αρτιότητα της ερμηνευτικής προσπάθειας που φανερώνει σπουδή, εντρύφηση και βαθιά κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων του σκηνικού χαρακτήρα. Ο Θοδωρής Τσουανάτος και ο μικρός Πέτρος Φλωράκης χαρίζουν τη φωνή τους στην παράσταση.
Η μουσική από τους Villagers of Ioannina City συνοδεύει αρμονικά το λόγο, επενδύει μουσικά τις κορυφώσεις του με ιδιαίτερη επιτυχία και κινείται μεταξύ της rock απόχρωσης και μιας δημιουργικά πειραγμένης δημοτικής. Το τραγούδι “Άρη μου” μελοποίησε και ερμηνεύει η Ερωφίλη σε στίχους Αγλαΐας Κλάρα, ενώ το μουσικό κομμάτι της έναρξης και του τέλους είναι του Βασίλη Καραγιάννη. Η επιμέλεια των video είναι του Ηλία Φλωράκη, με την κινησιολογική προσέγγιση της Αγγέλας Πατσέλη να υπαγορεύει βήματα βαριά, δύσθυμα, αποφασιστικά που παραπέμπουν σε έναν ανήσυχο πολέμαρχο. Οι φωτισμοί του Λάμπρου Παπούλια δημιουργούν τη σκοτεινή και υποβλητική ατμόσφαιρα που έχει ανάγκη η κατάθεση ψυχής που κάνει ο ήρωας στη ροή της παράστασης.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Olvio, παρακολούθησα μια θεατρική δουλειά, η οποία βασιζόμενη σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα, αλλά και γραπτά ντοκουμέντα, επιχειρεί μια αποτύπωση του τρόπου σκέψης και δράσης του Άρη Βελουχιώτη. Φωτίζει στιγμές, αναλύει δεδομένα κι επιχειρεί μια καταγραφή των πολιτικών ιδεών και των κινήτρων του. Η σκηνοθετική προσέγγιση συνδυάζει την αφήγηση με τη σκηνική δράση, δημιουργεί εντάσεις και κορυφώσεις και καταθέτει συναισθήματα, ενώ ο ηθοποιός στη σκηνή γίνεται σχεδόν ένα με το ρόλο, τον βιώνει δυναμικά, με καρδιά και θέληση, φλερτάροντας με τα όρια. Μικρές αδυναμίες υπάρχουν, αλλά στο τέλος της παράστασης ο θεατής φεύγει τόσο γεμάτος που τις έχει ξεχάσει σχεδόν εντελώς.