Φεβρουάριος 2018. Κυριακή, γιορτή και σχόλη. Με διάθεση παλιάς, ελληνικής ταινίας και προοπτική κατάκτησης κι άλλων σκήπτρων από τους λάτρεις της εξερεύνησης του αστικού τοπίου, µε ή χωρίς κατανάλωση προϊόντων βρώσης, πόσης και ψυχαγωγίας, η Πλατεία Προσκόπων κλείνει το µάτι στο άγαλµα του Τρούµαν και αγνοεί επιδεικτικά τη βουή της Βασιλέως Κωνσταντίνου. Γνωρίζει τον καλλιτεχνικό της χαρακτήρα και, µες στην απλότητα και τη µικρού µήκους άπλα της, εµπνέει τον επισκέπτη που αναζητά ατόφια περατζάδα και συναπαντήµατα µε εκλεκτές φυσιογνωµίες. (Γνωρίζετε αν νοικιάζεται τίποτα στην περιοχή, παρακαλώ;)
Αυτή η νύχτα διαφέρει, γιατί δε στέκεται µόνη της µες στο δηµοσιογραφικό χρόνο. Είναι µια νύχτα-χάντρα περασµένη στο βραχιόλι µιας σειράς επισκέψεων των τελευταίων µηνών στο Παγκράτι που καθυστερηµένα ανακάλυψα-εννοώ, µετά την καθαρή πενταετία της φοιτητικής ζωής.
Η Πλατεία Προσκόπων, που για δεκαετίες ήταν πεσµένη στην αφάνεια, µε σχεδόν µοναδική λαµπρή πηγή της το ρεύµα καλλιτεχνών και αχνιστών µυρωδιών που έβγαιναν από τον Μαγεµένο Αυλό, άρχισε να κατακτά και πάλι τους Αθηναίους και να της γίνονται όλο και περισσότερες αναφορές από οδηγούς πόλεις, sites και τα συναφή. Το άνοιγµα µαγαζιών στα πέριξ του Αυλού ανέδειξαν την Πλατεία σε must σηµείο συνάντησης.
Νύχτα της 4ης Φεβρουαρίου, έχει προηγηθεί το συλλαλητήριο για το µακεδονικό ζήτηµα κι εγώ βλέπω ολόκληρη την περιποιηµένη Πλατεία Προσκόπων, σαν καρτοποστάλ µεγάλων διαστάσεων καρφωµένη στον τοίχο του γραφείου του Αλέκου Λιδωρίκη. Βρίσκοµαι, δηλαδή, αυτή τη φορά, παρατηρητής όχι σε κάποιο άβολο πεζούλι, τυλιγµένη το παλτό µου, αλλά µε ποτήρι κρασί ανά χείρας στο σπίτι της συζύγου του αείµνηστου δηµοσιογράφου και θεατρικού συγγραφέα, της Ζωζώς Λιδωρίκη, που κάνει λαµπρή δουλειά ως πρόεδρος των ∆ιεθνών Σχέσεων Πολιτισµού.
Έδρα της παραµένει, από το 1970 που παντρεύτηκε τον Αλέκο της, το Παγκράτι, αυτό το διαµέρισµα πέµπτου ορόφου στην πολυκατοικία πάνω από τον Αυλό, µε πανοραµική θέα σε αυτό εδώ το πράο σκηνικό µε πρωταγωνίστρια στον καµβά την πλατεία Προσκόπων, που πήρε το όνοµά της από το Κτήριο της Κεντρικής ∆ιοίκησης Σώµατος Ελλήνων Προσκόπων, στην οδό Πτολεµαίων.
Το 19ο αιώνα, η περιοχή πέριξ του ποταµού Ιλισού και του Παναθηναϊκού Σταδίου ονοµαζόταν Βατραχονήσι , από τους βατράχους που ζούσαν µέσα και γύρω από τον Ιλισό ποταµό. Το 1908 η περιοχή µετονοµάστηκε σε «Σταδίου», ενώ το Παγκράτι αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως συνοικία των Αθηνών, µόλις το 1920 σε διάφορα κείµενα, όχι πάντως επίσηµα και κρατικά. Η ονοµασία δόθηκε είτε λόγω του Ηρακλή Παγκράτη είτε λόγω του µοναχού Παγκράτιου. Πριν κλείσει ο Καραµανλής τη δεκαετία του 60 τη λεωφόρο, παράλληλα µε το χτίσιµο του Hilton, την περιοχή και ειδικότερα την Πλατεία Προσκόπων την επέλεγαν όσοι ήθελαν να αποµονωθούν…
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, το Παγκράτι διέθετε ένα καφενείο µόνο, στο οποίο σύχναζαν κυρίως κυνηγοί. Κάποια στιγµή, το 1960, ο Γιώργος Πολυχρόνης, σύζυγος της µοναχοκόρης Παυλίδη (ναι, από τη γνωστή σοκολατοοικογένεια!) ξεκινάει να φτιάχνει κάτι που τραβά τις εντυπώσεις των κατοίκων της περιοχής: ένα µαγαζί σαν ελβετικό σαλέ, µε αντίστοιχα έπιπλα και διακόσµηση. Για πρώτη φορά, οι Αθηναίοι θα δοκίµαζαν fondue τυριών, πίτσα και τυροκροκέτες. Α, οι τυροκροκέτες ήταν η αγάπη του Μάνου Χατζιδάκι, που ,µόλις αγόρασε σπίτι στη Ρηγίλλης, έβαλε τη δική του βαριά πινελιά στην ιστορία του µαγαζιού, µε επικά δείπνα και ατελείωτες συζητήσεις. Ήταν, λένε, ένας χώρος µαγικός, στον οποίο άρχισαν σύντοµα να συχνάζουν σηµαντικές φυσιογνωµίες της εποχής, όπως ο Γκάτσος, ας πούµε, ο Τσαρούχης και άλλοι που το µεσηµέρι πήγαιναν στο Zonar’s και το βράδυ στον Μαγεµένο Αυλό.
«Το µαγαζί αυτό δεν πιάνει αµέσως», µου λέει η Ζωζώ βάζοντάς µου λίγο κρασί ακόµα, «αλλά είναι κοντά στα ανάκτορα και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος µε τον πρίγκιπα Πέτρο και δυο κορίτσια το πετυχαίνουν µια µέρα κι έκτοτε το κάνουν κάτι σαν… στέκι τους. Ήσυχο µαγαζί, αποµονωµένο µε ελάχιστους έως καθόλου θαµώνες. Το πήραν είδηση κάποια στιγµή, όµως, κι άρχισαν άντρες και γυναίκες να σπεύδουν, µήπως και… πετύχαιναν το διάδοχο. Φυσικά, αυτός, µόλις µυρίστηκε ότι το στέκι του άρχισε να γίνεται και άλλων στέκι, σταµάτησε να πηγαίνει. Αυτές οι φήµες ότι είχε πάει µια δυο φορές µε τη Βουγιουκλάκη υφίστανται µεν, είναι ανεπιβεβαίωτες δε.»
Η Ζωζώ πηγαίνει στην κουζίνα να φέρει νερό και τασάκι. Η ώρα είναι 22:30.
«Κατεβαίνουµε στο Επήρεια να συνεχίσουµε την κουβέντα;», της λέω. Ξέρω ότι σε λίγο εκεί θα καταφθάσει ο Ζαχαρίας Λουδάρος, ο φίλος δηµοσιογράφος που µου σύστησε το νέο καλλιτεχνικό στέκι της Πλατείας Προσκόπων. Στον Ζαχαρία, το νέο αυτό διώροφο bar-restaurant το σύστησε… η Ζωζώ. Πριν 30 χρόνια, στο χτίσιµο της πολυκατοικίας που η πρόσοψή της βλέπει Πλατεία και η πίσω όψη Βασιλέως Κωνσταντίνου, ήταν ο πατέρας του Γιώργου Μπακογιαννάκη, του ιδιοκτήτη του «Επήρεια», ο καλός εργολάβος Τάκης. Μαζί µε τον ζωγράφο Γιαγιάννο δηµιούργησαν τη γκαλερί Titanium, που, αργότερα, όταν οι δύο τους «τα έσπασαν» κρατήθηκε µόνο στο ένα µέρος που και αυτό έκλεισε πριν µερικά χρόνια. Το άλλο µέρος παρέµενε κλειστό, µέχρι και πριν ένα χρόνο, που η Ζωζώ είδε τον παλιό της γνώριµο Τάκη να χτίζει πάλι. Το «Επήρεια» έγινε άµεσα «Επήρεια Πολιτισµός» και, µε το µαγικό ραβδί των ∆ιεθνών Σχέσεων Πολιτισµού, στο χώρο του ήδη ξεκίνησαν να φιλοξενούνται ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις.
Με ένα λαχταριστό µπέργκερ κι ένα επίσης φίνο ρούµι-κόλα µπροστά µου, σερβιρισµένα από τον πιο σέξι σερβιτόρο της Αθήνας, τον Μάνο τον Κρητίκαρο, άρχισα να κοιτώ τις φτωχές µου σηµειώσεις για την Πλατεία Προσκόπων που κάποιοι, επηρεασµένοι από τη σχετική ταµπελίτσα, επιµένουν να ονοµάζουν Πλατεία Χατζιδάκι. ∆εν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την πλατεία αυτή. Η πλατεία δηµιουργήθηκε κι έγινε γνωστή χάρη στις επιχειρήσεις της και τους ανθρώπους της. Οι Πρόσκοποι, που κάποτε έκαναν κάποιες ασκήσεις τις Κυριακές, σύµφωνα µε επαληθευµένες µαρτυρίες των κατοίκων της γειτονιάς, δεν έχουν ακόµα αποφασίσει να «υιοθετήσουν» την πλατεία που έχει το όνοµά τους και να δραστηριοποιηθούν εντονότερα υπέρ της µε ένα σωρό ιδέες που σίγουρα θα µπορούσαν να κατεβάσουν.
Έχω να κάνω µε µια αστική πλατεία και µια αστική γειτονιά, µε δόξες κρεµασµένες σα δροσοσταλίδες από τις φροντισµένες γλάστρες στα αριστοκρατικά της µπαλκονάκια. Η ελεύθερη αγορά την προίκισε µε σύγχρονες σουβλακερί, γλυκοπωλεία, µαγαζάκια τύπου γαλλικά µπιστρό κι άγιος ο Θεός. Ώρα τώρα 00:00. Έρηµη η πλατεία, κλείνουν σιγά σιγά και οι οάσεις της προσφοράς σε µια αµφιλεγόµενη ζήτηση. Στα τραπέζια ενός από τα µαγαζιά βρίσκονται κουτιά πίτσας µε µερικά κοµµάτια να έχουν αποµείνει βορά στο ήπιο κρύο αυτής της νύχτας του Φλεβάρη.
Λίγο πιο πέρα από την Πλατεία, Αρκτίνου και Παυσανίου, γνωρίζω και µάλλον γνωρίζετε ότι βρίσκεται ο ιστορικός Καραβίτης, µια ταβέρνα που έχει γράψει σηµαντικά χορτασµένα και µεθυσµένα χιλιόµετρα στην Αθήνα. Στέκι κλασικό µιας ακαταµάχητης φουρνιάς Ελλήνων σταρ: Μελίνας Μερκούρη, Αλίκης Βουγιουκλάκη, Χατζηχρήστου, Ρίζου, αλλά και ρεµπέτηδων των πιο παλιών καιρών. Βαστά απαράλλαχτο από το 1926-ακόµα και τα σηµάδια από τις σφαίρες στα ∆εκεµβριανά εκεί είναι!- και φήµες λένε πως οι κεφτέδες του παραµένουν το ίδιο συγκλονιστικοί. Αιτούµαι δηµοσίως από τη διεύθυνση της εφηµερίδας να οργανωθεί έξοδος µε σύσσωµη την οµάδα µας προς διαπίστωση του ως άνω.
∆εν µπορώ, όµως, να σας αφήσω να διαβάσετε ένα θέµα για την Πλατεία Προσκόπων χωρίς λίγο ακόµα Μαγεµένο Αυλό. Οι µισοί Αθηναίοι γνωρίζουν την πλατεία χάρη σε αυτό το µαγαζί. Περασµένα µεσάνυχτα, περνώ την πόρτα του βυθισµένου σε ροµαντικό ηµίφως ιστορικού εστιατορίου, το οποίο µόλις υποδέχθηκε τη νεαρή του αδελφούλα, τη «Μαγεµένη Αυλή» που, όπως µου είπε ο ∆ηµήτρης Θεοφίλου ο οποίος εγκάρδια µε οδήγησε σε ένα µπροστινό τραπέζι, φιλοδοξεί να προσεγγίσει περισσότερο τη νέα γενιά, µε πιο δηµιουργική κουζίνα και εναλλακτικότερο µουσικό πρόγραµµα. Αυθεντικό 60s σκηνικό, βελούδα, µετάξια, σατέν… Θαµώνες µεγάλης ηλικίας, κάποιοι αρκετά πάνω από τα 70, έκαναν όµως εκπληκτικό κέφι µε το ζωντανό πρόγραµµα. Στο µαγαζί εκείνη τη βραδιά τρωγόπινε και η ηθοποιός Θεοδώρα Σιάρκου που µε το φιδίσιο της κορµί των 180 εκατοστών χόρεψε καταπληκτικά ζεϊµπέκικο στο «Εφιάλτης Έγινες…», που ακούσαµε από την Αθηνά ∆όµβρου, µελαχρινή νεράιδα άλλης εποχής, χωρίς µικρόφωνο.
Για µία ώρα που κάθισα σε αυτό το ολοζώντανο µουσείο νεώτερης, ελληνικής ιστορίας, βίωσα µια πραγµατική θεατρική πράξη, στην οποία συµµετείχα, άλλοτε ως συνένοχος κι άλλοτε ως σκηνοθέτης. Γνωρίστηκα µε δύο κυρίες κι έναν κύριο, η µία πρώην ιδιοκτήτρια καζίνο στην Αφρική, η άλλη ιδιοκτήτρια γνωστής αλυσίδας προϊόντων κοσµετολογίας, ο κύριος αρχιτέκτων και «υπηρέτης και των 9 Μουσών», µε εξαιρετική άρθρωση και καλό γούστο στα µανικετόκουµπα. Με έβαλε, δε, να σηµειώσω στο τετραδιάκι µου διάφορα εύστοχα που έλεγε. Κι εγώ, φυσικά, υπάκουσα και πολύ το απολάµβανα… Κρατούσα κόκκινο στιλό. Στο τραπέζι µας κάθισε και ο ιδιοκτήτης που απεδείχθη καλλίφωνος, έχοντάς µας µοιράσει µερικές στιγµές προηγουµένως από ένα ζευγάρι λευκά γάντια παρελάσεως, αυτά τα βαµβακερά, για να χειροκροτούµε ησύχως. Ενθουσιάστηκα και διακριτικά υπεξαίρεσα το δικό µου ζεύγος, χώνοντάς το στην τσάντα µου. Τα τραπέζια σιγά σιγά άδειαζαν, οι κουβέντες ηρεµούσαν, σε λίγες ώρες ξηµέρωνε ∆ευτέρα και µια καινούργια εβδοµάδα.
Χαιρέτησα κι εγώ εγκάρδια τη συντροφιά µε την οποία, µάλιστα, αλληλοϋποσχεθήκαµε δεύτερη συνάντηση, στον Αυλό ή κάπου αλλού.
Περπάτησα µερικές φορές γύρω από την πλατεία. Στο διάσηµο µπαρ Αερόστατο, κάθονταν µερικές παρέες ακόµα, οι οποίες, µες στο λιγοστό τους, κάλυπταν όλο το ηλικιακό φάσµα. Ησυχία απόλυτη, παρά το γεγονός ότι η λεωφόρος βρισκόταν είκοσι βήµατα. Σχεδόν µαγεία. Η στήλη µου στην εφηµερίδα τρέµει. Ποια ακριβώς νύχτα πέρασα απόψε στην Πλατεία Προσκόπων; Και γιατί επέλεξα αυτήν εδώ την πλατεία, ανάµεσα στις υπόλοιπες του Παγκρατίου και τις τόσες της Αθήνας;
Πολλές φορές, στο όνειρό µου έρχεται ένα ραντεβού σε κάποιο παγκάκι µιας πλατείας, κάτω από στρογγυλή, χρυσαφένια λάµπα και πλάτανο. Να µοιάζει µε Παρίσι, αλλά να µιλάει ο έρως ελληνικά. Μόλις βρέθηκα πριν µήνες στη συγκεκριµένη περιοχή, το όνειρό µου πήρε σάρκα. Χωρίς το ραντεβού. Ποιος χρειάζεται ένα ραντεβού αν κρατά χαρτί και στιλό; (sic)
Έπρεπε, πια, να βρω ταξί για να επιστρέψω στο σπίτι. Ω, µένω-προς το παρόν, τουλάχιστον- µακριά από το Παγκράτι. Στη µύτη µου έχω τη µυρωδιά του σπιτιού της Ζωζώς Λιδωρίκη. Σκέφτοµαι ,σαν άναµµα σπίρτου στιγµιαίο, τα άδεια τραπεζοκαθίσµατα στην πλατεία. Πώς θα γεµίσουν την άνοιξη µε χρώµατα και µουσικές… Κι έπειτα, σκέφτοµαι τον στίχο του Χρίστου Σερενέ: «µια βόλτα στην πόλη, αυτό χρειάζοµαι, µε λίγα πράγµατα πια ενθουσιάζοµαι»
Μια ταινία στο Παγκράτι, για το Παγκράτι. Ένα µουσείο δηµοσιογραφίας εκεί, προς τιµήν (και) του Αλέκου Λιδωρίκη. Ένας αέρας φρεσκάδας µες στο Μαγεµένο Αυλό, γιατί κι ο Μάνος αυτό θα ήθελε. Μια επιχείρηση δενδροφύτευσης από τους Προσκόπους. Μια νέα αθηναϊκή µπελ επόκ, εδώ και τώρα, µε ό, τι έχουµε.
Σκέψεις, σκέψεις… Και κανείς δε βγαίνει στο παράθυρο, όλοι κοιµούνται. Ώρα 02:00. Αυτή η Πλατεία δεν είχε και πολύ ξενύχτι. Αυτό το ρεπορτάζ, όµως, µου φαντάζει ηµιτελές. Κάτι µου λέει πως θα επιστρέψω σύντοµα. Οφείλω επισκέψεις και στα γύρω µαγαζιά. Οφείλω τις σκέψεις να τις µοιραστώ για να γίνουν ίσως, σύντοµα ή λιγότερο σύντοµα, πράξεις. Με φόντο µια υπέροχη εποχή, να φτιάξουµε άλλη. Τις εποχές τις κάνουµε εµείς, όχι τα ηµερολόγια. Αρκεί να έχουµε µερικές τρυφερές σταθερές να µας υπενθυµίζουν το χρέος µας να συνεχίζουµε να γράφουµε ιστορία.
Όπως η Πλατεία Προσκόπων, καλή ώρα.
Discussion about this post