Γραφή ορμητική, μελωδική, πηγαία. Κάθε διήγημα από τα εφτά που συμπεριλαμβάνει το βιβλίο, ένας κόσμος που σε αρπάζει και σε διαστέλλει· σε αναγκάζει να θυμηθείς, να δεις, να σκεφτείς, να ακούσεις. Γραμμένα με έναν ιδιαίτερο τρόπο, που παντρεύει αργκό, καθαρεύουσα, λαϊκότροπα μοτίβα, με έμφαση στον ρυθμό και στη μουσικότητα του κειμένου, είναι μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση στη λογοτεχνία του σήμερα, φρέσκια, ισορροπημένη και ουσιώδης.
Ο συγγραφέας Κυριάκος Βλάχος ζει τα τελευταία χρόνια στο Λονδίνο. Εμείς μιλήσαμε μαζί του, επειδή οι άνθρωποι είναι σημαντικό να έρχονται κοντά με κάθε τρόπο.
Το Τουρουρούτ! κουίρ διηγήματα είναι το δεύτερο βιβλίο σου. Πες μας όμως λίγα για το πρώτο, το Homo Thessalonikus.
Το πρώτο μου βιβλίο ήταν ένα κουίρ νεανικό μυθιστόρημα, αρκετά μεγαλύτερης έκτασης και διαφορετικού ύφους. Η αφήγηση ήταν πρωτοπρόσωπη, χιουμοριστική και αρκετά προφορική. Η ιστορία τοποθετείται στη Θεσσαλονίκη του 2018, και ο κεντρικός της ήρωας ήταν ο Θάνος, ένας τελειόφοιτος φοιτητής, πολύ μπερδεμένος όσον αφορά στο τι θέλει να κάνει στη ζωή του, σε όλα τα επίπεδα. Ρομαντικά, επαγγελματικά, κοινωνικά… Ήμουν πολύ τυχερός, γνώρισε περισσότερη αποδοχή από όση πίστευα, και επειδή το δούλεψα και εγώ –πέρα από τη συγγραφή του– και στην προώθηση με πολύ σύγχρονους τρόπους, νομίζω πως κατάφερε να βρει το κοινό του σχετικά γρήγορα.
Ο ήρωας τελικά τα κατάφερε;
Κατάφερε να βρεθεί σε μια πολύ καλύτερη συνθήκη στη ζωή του από αυτή που τον βρήκε η αρχή της αφήγησης, αφού πρώτα χρειάστηκε να περάσει από αρκετές δυσκολίες και ευτράπελα (τα οποία σε μεγάλο ποσοστό προκάλεσε ο ίδιος στον εαυτό του). Δεν νομίζω ότι τα κατάφερε, νομίζω πως απλά άρχισε να βάζει τα θεμέλια μιας πιο υγειούς για αυτόν ζωής μακροπρόθεσμα. Τελειώνει με θετικό πρόσημο και ευχάριστη ατμόσφαιρα το μυθιστόρημα, αν αυτό ρωτάς.
Θέλω να σε ρωτήσω πόσο Κυριάκο βρίσκουμε μέσα στα διηγήματα σου; Με την έννοια των προσωπικών εμπειριών.
Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ ποσοστιαία νομίζω. Είμαι της άποψης ότι τις περισσότερες φορές γράφουμε για αυτά που ξέρουμε, είτε από πρώτο χέρι είτε πιο έμμεσα. Όσον αφορά στην πλοκή των κειμένων μου, δεν νομίζω ότι το αυτοβιογραφικό ποσοστό είναι τόσο μεγάλο. Τουλάχιστον χωρίς να παίρνει σύντομα μυθοπλαστικές διαστάσεις. Περισσότερο θα έλεγα πως συναντάμε τον Κυριακό στη γλώσσα, στο χιούμορ, στις πολιτικές, κοινωνικές και ταξικές του ανησυχίες, και λιγότερο στην πλοκή αυτή καθαυτή.
Πάμε στο Τουρουρούτ! Πώς προέκυψε ο τίτλος;
Όλα τα διηγήματα της συγκεκριμένης σειράς έχουν έντονο το στοιχείο του ήχου και του στίχου. Οι περισσότερες ιστορίες έχουν ως αφετηρία σύλληψής τους τραγούδια και ποιήματα τα οποία με έχουν εμπνεύσει να δημιουργήσω κόσμους μέσα απ’ τους κόσμους τους. Όσο προχωρούν τα διηγήματα μάλιστα, έχω προσπαθήσει να ενσωματώσω στην αφήγηση πολύ συγκεκριμένο ρυθμό, και ίσως και μια μελωδικότητα ανά σημεία, το οποίο βρήκα πολύ ενδιαφέρον ως δημιουργός. Ελπίζω να τύχει καλής αποδοχής και από τους αναγνώστες. Το Τουρουρούτ, λοιπόν, ως τίτλος, προκύπτει από το ομότιτλο πρώτο διήγημα, ως ένας ήχος που διέπει και κατευθύνει την αφήγηση. Και ίσως ο πιο «σύγχρονος» ήχος που συναντάμε στο βιβλίο εν γένει. Έμοιαζε πολύ ταιριαστό –σ’ εμένα τουλάχιστον– να έχει μια ηχητική ποιότητα ο τίτλος αυτής της σειράς.
Τι διαφορές βρίσκουμε ανάμεσα στα δυο βιβλία; Και θεματικά και υφολογικά.
Για μένα οι δύο πιο καθοριστικές διαφορές είναι η έκταση και ο αφηγηματικός τρόπος. Στην παρούσα δουλειά μιλάμε για τριτοπρόσωπη αφήγηση, και για πολλές και πολύ πιο σύντομες ιστορίες. Υπάρχει επίσης μεγαλύτερη ποικιλία στην πιο πρόσφατη δουλειά, τόσο στους χαρακτήρες όσο και στην πλοκή. Πιστεύω πως κάποιος που είναι εξοικειωμένος με τον τρόπο γραφής μου, θα βρει τον Κυριάκο του Homo Thessalonikus και στα διηγήματα, αλλά αν αυτό που τον τράβηξε στην πρώτη μου δουλειά ήταν κυρίως η διασκεδαστική ατμόσφαιρα, ας προετοιμαστεί για λιγότερο χιούμορ σε αυτήν την περίπτωση. Νομίζω πως στον πυρήνα τους δεν διαφέρουν τόσο πολύ τα δύο βιβλία, διότι εκφραστικά και όσον αφορά τις ιδέες μου, τις αξίες μου, τις αναφορές μου και τους προβληματισμούς μου, είμαι ο ίδιος άνθρωπος. Για τα ίδια πράγματα γράφω κι εδώ. Απλά αλλάζει η εστίαση, και πειραματίζομαι λίγο περισσότερο όσον αφορά στη γλώσσα και το ύφος ως μέρος της συγγραφικής εξέλιξής μου. Έτσι το βλέπω τουλάχιστον εγώ. Δεν κάνω ούτε κάποια στροφή σε κάτι άλλο, ούτε θεωρώ τη μία σημαντικότερη δουλειά από την άλλη. Απλά προσπαθώ να δοκιμάσω καινούργια πράγματα, και να είμαι όσο το δυνατόν πιο ειλικρινής σε αυτά που θέλω να επικοινωνήσω, και τον τρόπο που θέλω να τα επικοινωνήσω στην παρούσα φάση της ζωής μου.
Mπορούμε να μιλάμε για «λογοτεχνία για κουίρ» ή για «κουίρ λογοτεχνία»;
Ναι, είναι φαντάζομαι η ίδια –τεράστια– συζήτηση που γίνεται και για τη φεμινιστική λογοτεχνία εδώ και χρόνια. Εγώ είμαι χαρούμενος ως δημιουργός, η λογοτεχνία μου να χαρακτηρίζεται κουίρ. Το επιδιώκω. Τη χαρακτηρίζω πρώτος εγώ έτσι. Αυτό δεν σημαίνει ότι αφορά ένα κουίρ αναγνωστικό κοινό. Αν ήταν έτσι, η λογοτεχνία του φανταστικού θα έπρεπε να έχει για αναγνώστες της μάγισσες και ξωτικά, και το crime fiction εγκληματίες. Και είμαι αρκετά σίγουρος ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αυτό που κάνει η κουίρ λογοτεχνία είναι να βάζει στο κέντρο της αφήγησης χαρακτήρες και θέματα τα οποία έρχονται σε διαφωνία με το ετεροκανονικό πρότυπο. Λογοτεχνία που κριτικάρει, αμφισβητεί και υπονομεύει αυτή την αυθαίρετα παγιωμένη νόρμα. Ως όρος, το κουίρ, είναι πολύ ανοιχτό, πολύ συμπεριληπτικό. Χωράει μέσα του πάρα πολλά πράγματα. Δεν νιώθω ότι περιορίζει το αναγνωστικό μου κοινό. Αντίθετα, νιώθω ότι μιλάω σε μια τεράστια μερίδα ανθρώπων, είτε προσδιορίζονται ως κουίρ είτε όχι. Και αυτό νομίζω πως διαφοροποιεί και την κουίρ από την γκέι λογοτεχνία. Διότι το κουίρ δεν περιορίζεται στον σεξουαλικό προσανατολισμό αλλά εμπεριέχει το στοιχείο της ταυτότητα φύλου, έχει πολιτικές, ταξικές και κοινωνικές προεκτάσεις… Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα κακό με το να κάνει κάποιος γκέι λογοτεχνία, δεν το λέω γι’ αυτό.
Επειδή βάζεις έντονα το θέμα της απεύθυνσης, γράφεις με γνώμονα αυτό;
Γράφω για ανθρώπους, που ζούνε στη σύγχρονη πραγματικότητα, και λογικά έχουν προβλήματα, βιώματα και σκέψεις πολύ συγγενείς με τους περισσότερους σύγχρονους ανθρώπους. Από εκεί έρχεται η όποια ταύτιση ενδεχομένως νιώσει κάποιος. Και η όποια διαφοροποίηση νιώσει, επίσης καλοδεχούμενη. Αλίμονο αν διαβάζαμε μόνο ιστορίες που μοιάζουν με τις δικές μας, για ανθρώπους που είναι ακριβώς ίδιοι με εμάς. Εν κατακλείδι, αυτό που θέλω να πω είναι ότι η λογοτεχνία μου είναι κουίρ, αλλά δεν είναι μόνο για κουίρ.
Παρατηρείς να γίνεται μόδα το κουίρ στη λογοτεχνία;
Όχι. Όπως σου είπα, ως όρος είναι πολύ ανοιχτός, χωράει πολλά πράγματα μέσα του. Είναι επόμενο να μπαίνουν κάτω από αυτή την ομπρέλα περισσότερες δουλειές. Ίσως οι δημιουργοί να νιώθουν πιο άνετα να χαρακτηρίσουν τις δουλειές τους κουίρ πλέον. Ίσως οι εκδοτικοί να φοβούνται λιγότερο να βάλουν την ταμπέλα κουίρ σε κάτι πια. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που το στίγμα αρχίζει σιγά σιγά να εξαλείφεται, προχωράμε προς το φως, μορφωνόμαστε όσον αφορά στο διαφορετικό. Είναι λοιπόν επόμενο σε αυτή την εποχή να παρατηρείται μια μεγαλύτερη προώθηση και παραγωγή σχετικών πραγμάτων, διότι τώρα τους δόθηκε ο χώρος να υπάρξουν σε αυτή τη μορφή, με αυτή την ταμπέλα, και, ίσως, και με τους δικούς τους όρους. Από προσωπική μου εμπειρία, σου λέω πως φέτος μου ήταν πιο εύκολο να προσεγγίσω εκδοτικούς και να ανοίξουμε διάλογο για την κουίρ δουλειά μου απ’ ό,τι ήταν τέσσερα χρόνια πριν. Και δεν πιστεύω ότι για αυτό ευθύνεται το ύφος της καινούριας μου δουλειάς, ή ότι μετράω κάποια ελάχιστα χιλιόμετρα πλέον στο κοντέρ μου. Ίσα ίσα που η προηγούμενη δουλειά μου θεωρώ ότι ήταν και πιο εμπορική. Είναι οι εποχές που αλλάζουν. Η Ελλάδα του σήμερα δεν είναι η ίδια με την Ελλάδα μια πενταετίας πριν. Ίσως ούτε καν η ίδια με την περσινή. Τώρα αν αυτό που υπονοείς είναι εμπορικές στρατηγικές, και rainbow washing, αυτό δεν το ξέρω. Θέλω να πιστεύω στις καλές προθέσεις και των δημιουργών και των λοιπών παραγόντων στην όλη διαδικασία. Μένω σε αυτό, προς το παρόν.
Ζεις χρόνια στην Αγγλία;
Πολύ σύντομα συμπληρώνω εφτά χρόνια. Ήρθα για ένα μεταπτυχιακό μονοετές αρχικά, και κάπως σαν να ξέμεινα εδώ τελικά.
Όσον αφορά την αποδοχή του διαφορετικού, θες να μας κάνεις μια σύγκριση των δύο κοινωνιών;
Ναι, αν και φαντάζομαι ότι είναι αρκετά αναμενόμενες οι διαφορές. Μιλάμε για μία χώρα πολύ πιο κοντά στα δυτικά πρότυπα απ’ ότι η Ελλάδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, καλό ή κακό. Είναι μια χώρα πολύ πιο προοδευτική και ανοιχτόμυαλη σε αυτά τα θέματα, πολύ πιο συμπεριληπτική στις διαφορετικότητες και στις μειονότητες. Συμπεριληπτική με ουσιαστικό τρόπο, με σχετικές παρεμβάσεις της πολιτείας στην εκπαίδευση. στην εκπαίδευση τόσο στο σχολείο όσο και στον εργασιακό χώρο. Επίσης, στο Λονδίνο που μένω εγώ (και αυτή είναι η εμπειρία μου, η εμπειρία της πρωτεύουσας, δεν μπορώ να σου μιλήσω για τη χώρα ολόκληρη με σιγουριά) το διαφορετικό είναι τόσο μεγάλο σε έκταση, σε όλες του τις μορφές, που κάνει τα πράγματα να κινούνται πολύ πιο γρήγορα, αναπόφευκτα. Νομίζω πως παίζει κι αυτό σημαντικό ρόλο.
Ετοιμάζεις και κάτι καινούριο;
Έχω την αίσθηση πως πάντα κάτι «ψιλό-γράφω», μέχρι τη στιγμή που θα διαλέξω ή θα με διαλέξει κάτι από αυτά που ψιλό-γράφονται για να του αφοσιωθώ με απόλυτη σοβαρότητα και πλάνο. Οπότε αυτή τη στιγμή θα σου πω πως ψιλό-γράφω και προσπαθώ να αποφασίσω τι θέλω να κάνω και πώς θέλω να το κάνω. Απλά, ως ένας άνθρωπος με δουλειά πλήρους απασχόλησης σε κάτι άλλο, αναπόφευκτα η δημιουργικότητά μου περιορίζεται και επηρεάζεται από το υπόλοιπο πρόγραμμά μου. Οπότε συνηθέστερα συρρικνώνεται, και τα οποιαδήποτε πλάνα μου κινούνται με πολύ αργούς ρυθμούς. Αυτό είναι κάτι που με ενοχλεί αρκετά, αλλά νομίζω πως είναι πολύ συνήθης συνθήκη για τους περισσότερους δημιουργικούς ανθρώπους. Δουλεύω νέες ιδέες, αλλά δεν ξέρω πότε και αν θα είναι έτοιμες.
Περισσότερα για το βιβλίο μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ
Το βιβλίο μπορείτε να το προμηθευτείτε από ΕΔΩ