Ο κύριος Πλαστήρας Γκαβασιάδης ζει στην Καισαριανή και μας διηγείται το σκηνικό της βάφτισής του από τον «Μαύρο Καβαλλάρη».
«Το 1934 ήμουν μόλις 6 μηνών, όταν ο Νικόλαος Πλαστήρας ήρθε στην Καισαριανή. Μόλις το έμαθε ο πατέρας μου -που είχε πολεμήσει μαζί του στη Μικρά Ασία με το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων- πήγε και τον βρήκε σ’ ένα καφενείο που καθόταν μαζί με τη συνοδεία του και του ζήτησε να με βαφτίσει.
“Ναι, αλλά θα τον ονομάσω Πλαστήρα”. Η βάφτιση έγινε αμέσως στην εκκλησία της Παναγίτσας, απέναντι από το καφενείο. Ο παπα-Δημήτρης, όμως, είχε τις αντιρρήσεις του, επειδή δεν υπήρχε στο αγιολόγιο το όνομα αυτό και δεν επιτρεπόταν να βαφτιστεί κάποιος με επίθετο στη θέση του ονόματος. Με τα πολλά κι αφού του αγρίεψαν, δέχτηκε. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, αφού 2-3 άρχισαν να χαϊδεύουν τα πιστόλια τους. Το γλέντι που ακολούθησε από τους υποστηρικτές του Πλαστήρα, κράτησε για μέρες».
Δέκα χρόνια αργότερα, ο μικρός καισαριανιώτης, βγήκε στη βιοπάλη κι έπιασε δουλειά στο κοσμηματοπωλείο του Βουράκη, να κάνει τα χουσμέτια (θελήματα). Μια μέρα του δίνουν ένα κουτί που μέσα είχε έναν χρυσό σταυρό κι ένα βραχιόλι, να τα πάει στο τάδε κτίριο, στη γραμματέα. Του δίνουν κι ένα μπιλιετάκι να το δείξει στην είσοδο για να τον αφήσουν τα μπει μέσα. Φτάνοντας στη διεύθυνση που του είπαν, βλέπει 2 στρατιώτες απ’ έξω, τους δείχνει το σημείωμα και τον περνούν στο κτίριο. Ανεβαίνει τις σκάλες και δίνει τα χρυσαφικά στην κοπέλα. Φεύγοντας, μέσα από μια μεγάλη ξύλινη πόρτα, βλέπει έναν άνθρωπο ψηλό με άσπρα φρύδια και άσπρο τσιγκελωτό μουστάκι, που κρατούσε ένα κομπολόι.
-Έλα εδώ μικρέ, από που είσαι;
-Από την Καισαριανή
Μόλις το άκουσε, χαμογέλασε κάτω από το μουστάκι του
-Και πως σε λένε;
-Πλαστήρα
Άρχισε να γελάει δυνατά!
-Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; ο νονός σου! Είμαι ο Πλαστήρας, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος. Ο πατέρας σου είναι καλά;
Και πριν ο μικρός προλάβει να συνέλθει από την έκπληξη, τον πιάνει και τον σηκώνει ψηλά!
Κοτζαμάν πρωθυπουργός και να είναι νονός μου, σκεφτόταν
-Για πες μου, τι κάνει ο πατέρα σου;
-Έχει μια σούστα μ’ ένα αλογατάκι και πουλάει στις γειτονιές μαναβικά…. κι όπως είχε ξεθαρρέψει τον ρωτάει: Νονέ, δεν έχεις καμιά δουλειά να τον βάλεις να μην γυρνάει στον δρόμο επειδή είναι και άρρωστος με το στομάχι του;
-Πες του πατέρα σου, πως αφού βγάζει το καθημερινό καρβέλι, να κάτσει εκεί που είναι!
Δεν έκανε χάρες και ρουσφέτια ο Πλαστήρας!
Για την ιστορία:
Ο Νικόλαος Πλαστήρας έζησε λιτά, δεν κέρδισε τίποτα από την πολιτική και πέθανε «στην ψάθα». Είχε αρνηθεί να λαμβάνει σύνταξη, ενώ ο μισθός του πήγαινε πάντα σε άπορους.
Το όνομα «Πλαστήρας» και «Πλαστηρίτσα» το έχουν απόγονοι όσων βάφτισε ο Πλαστήρας ή υποστηρικτές του που ως ένδειξη θαυμασμού βάπτιζαν τα παιδιά τους με το επίθετό του.
γράφει η Σοφία Τριανταφυλλοπούλου | [email protected]