Ο Παντελής Αμπαζής είναι της θεωρητικής, αλλά και της θετικής. Οι καθηγητές στο σχολείο βάζουν στοιχήματα για την κατεύθυνση που θα επιλέξει. Εκείνος σπουδάζει μαθηματικά, μελετά φιλοσοφία και τα μετουσιώνει σε τραγούδια με σκωπτικό χαρακτήρα. Πιστεύει ότι “το χιούμορ είναι ένα όπλο για να επιβιώσουμε” και είναι ο “αφανής” ήρωας σε πολλές επιτυχίες, όπως το “Ζήτω τα λαϊκά κορίτσια” ή’ το “Ύμνος των χοντρών” ή ‘ το “Μαντάμ”…Εκτός από όλα τα άλλα, ο Παντελής Αμπαζής κάθε μήνα εμπιστεύεται στο Η Πόλη Ζει σκέψεις και λέξεις…
Μαθηματικά- Μουσική -Φιλοσοφία. Συγκοινωνούντα δοχεία;
Θυμάμαι την φιλόλογο και τον μαθηματικό μου να μαλώνουν για το ποια κατεύθυνση θα διαλέξω. Μου άρεσε να αφηγούμαι και να γράφω, αλλά τα μαθηματικά από μικρό παιδί ήταν η αγάπη μου. Είναι μία παγκόσμια κοινή γλώσσα, όπως κι η μουσική. Σε ένα διάλογο, μπορούμε για ώρες να ισχυριζόμαστε διαφορετικά πράγματα όλοι μας και να ισχύουν όλα. Είναι μία ατέρμονη συζήτηση που δε βγάζει πουθενά. Έχουν όλοι δίκιο. Στα μαθηματικά, έχει ένας!
Ποια θεωρία των μαθηματικών αγαπάτε περισσότερο;
Την «Εις άτοπον απαγωγή».
Πότε και πώς γνωριστήκατε με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση;
Το 1997 βγάζω τα “Παντελώς χειροποίητα“, με Θαλασσινό, Ανδρεάτο κ.α. Ο Μπιθικώτσης, μέσω κάποιου μουσικού, είχε πάρει το δισκάκι μου στα χέρια του. Στον δίσκο συμμετείχε και ο Κώστας Μακεδόνας, ο οποίος είναι φοβερός μίμος. Με καλεί λοιπόν ο Μπιθικώτσης, αλλά θεωρώ ότι είναι ο Μακεδόνας και μου κάνει πλάκα. Λέω: “Έλα ρε Κώστα σε κατάλαβα“, μου απαντά: “Ο Γρηγόρης, ο Μπιθικώτσης είμαι. Πες μου ρε απ’ τα δικά μου τραγούδια ποια λες;” Του λέω ποια τραγούδια τραγουδάω και σε τι τόνο, και μου απαντά: “Εντάξει ρε. Αύριο ξεκινάμε περιοδεία. Θα βγεις στο Πεδίον του Άρεως, θα μας πάρει ένα πούλμαν από εκεί“. Εγώ ακόμα δεν το πίστευα. Λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο συμπληρώνει: “Δεν είπαμε τα λεφτά ρε.” …
Έχετε και μία άλλη σημαντική συνάντηση -δισκογραφικά- με τον Γιώργο Ζαμπέτα, στον δίσκο “Ανωτάτη Ζαμπετική”.
Δουλεύαμε με τον Μιχάλη Ζαμπέτα, (σ.σ. τον γιο του Γιώργου) στο Πλατώ (στη Θεσσαλονίκη) και κάναμε πολύ παρέα. Τότε, μου έδωσε μία κασέτα, λέγοντάς μου “Δοκίμασε τη στιχουργική σου δύναμη σε μουσικές του πατέρα μου”. Είχα στα χέρια μου μία κασέτα με τη φωνή του Ζαμπέτα να λέει: “Εισαγωγή”, “Κο(υ)πλέ”, Ρεφρέν”, “Φινάλε”. Είχα πάθει σοκ και δέος. Δε μπορούσα να βάλω ούτε μια λέξη, άκουγα τις μεγαλειώδεις μουσικές του Ζαμπέτα κι είχα παραλύσει. Έπαιζα καθημερινά τις μελωδίες αλλά με λα, λα, λα χωρίς λόγια. Μία μέρα αρχίζω και τραγουδώ ένα τραγούδι σαν να μου το υπαγόρευαν, το “Δε λογάριασες”. Ξαφνικά είναι μπροστά μου ένα τραγούδι που λέει Ζαμπέτας- Αμπαζής. Ήταν δέκα το βράδυ και μέχρι το πρωί είχα γράψει τα τραγούδια όλου του δίσκου.
Έχετε συνεργαστεί και με τον αείμνηστο Άκο Δασκαλόπουλο
Ο Άκος είναι ο πνευματικός μου πατέρας στο στίχο. Δυστυχώς, βίωσα την δύσκολη στιγμή της απώλειας του. Θυμάμαι, όταν του είχα πρωτοπάει κάτι στίχους μου, μου είχε πει: “Παντελάκο μου δε θέλω να στενοχωρήσω, σκίσ’ τα. Δεν κάνουν. Φαίνεται όμως ότι θα γράψεις πολύ ωραία πράγματα στο μέλλον.” Είχε δίκιο. Δεν κυκλοφόρησε κανένα απ΄ αυτά. Ήταν ένας συγκλονιστικός ποιητής – στιχουργός που μου έδωσε μία συμβουλή: “Θα προσπαθείς να γράφεις ποιητικά και ταυτόχρονα με λαϊκά στοιχεία. Αυτά τα δύο πρέπει να συνδυαστούν.” Ο Άκος, όπως ο Παπαδόπουλος, ο Ελευθερίου, ο Λοϊζος είχαν κάνει αυτό τον συγκερασμό και είναι οι τέσσερις φωτεινοί φάροι μου, μετά τον Γκάτσο! Να μην ξεχάσω τον Γκάτσο του σατυρικού, τον Γιάννη Λογοθέτη. Ένας πολύ μεγάλος στιχουργός. Επιτρέψτε μου να θαυμάζω τον Λογοθέτη, τον Κηλαηδόνη και τον Ζαμπέτα…
Το κωμικό τραγούδι εκτιμάται όσο του αναλογεί;
Πιστεύω ότι το χιούμορ και η ελαφρότητα είναι τα βαρίδια που μας πάνε στο βάθος των πραγμάτων. Η ποιότητα δεν είναι είδος. Σε όλα τα είδη υπάρχουν σκουπίδια και διαμάντια. Δε μπορώ να πω ότι όλα τα κωμικά τραγούδια μου αρέσουν, υπάρχουν και κάποια που είναι κακοφτιαγμένα. Ωστόσο, ο σατυρικός καλλιτέχνης εύκολα παρεξηγείται. Θυμάμαι, μετά από μια παράσταση στο θέατρο Χυτήριο έχουμε μείνει δυο-τρεις παρέες που τα πίναμε, τα λέγαμε και μεταξύ ανεκδότων, τραγουδιών ήρθε και η πολιτική κουβέντα. Όταν θέλησα να εκφράσω τη γνώμη μου άκουσα κάποιον να λέει “Έλα μωρέ, εσύ πες μας κανένα ανέκδοτο”… Υπάρχει μία παρανόηση ότι ο σατυρικός καλλιτέχνης είναι λίγο ελαφρύς.
Διανύουμε μία περίοδο έντεχνης λογοκρισίας, που πρέπει να προσέχουμε πολύ ώστε να μη θεωρηθεί κάτι ρατσιστικό, σεξιστικό κτλ. Ένα είδος ανελευθερίας έκφρασης… Δυσκολεύει αυτό την σάτιρα;
Πάρα πολύ. Έχω πλήρη συναίσθηση αυτού που λες και ισχύει κατά μείζονα λόγο κάθε χρόνο και περισσότερο. Κάνω σαν να μην υπάρχει. Δεν θέλω από κανέναν να με υποχρεώσει να αλλάξω μια λέξη από τραγούδι μου. Ας με κρίνει ο χρόνος.
Ζήτω τα λαϊκά κορίτσια, όντως;
Λέει το τραγουδάκι μου μέσα: “Βαρέθηκα πια τις ψαγμένες με τα κασκόλ, στον Ιανό, τις βαθυστόχαστες κουβέντες, το άδειο βλέμμα στο κενό…”. Όταν έκανα το “Ζήτω τα λαϊκά κορίτσια”, το ομώνυμο τραγούδι, το έγραψα σε επτά διαφορετικές εκδοχές. Άλλος ρυθμός και ηχογράφηση με επτά διαφορετικές φωνές. Εκείνο το διάστημα, ο Μιχάλης Εμιρλής, μου γνώρισε τον Πάνο Μουζουράκη. Ο Πάνος ήρθε στο στούντιο και το τραγούδησε -μάλιστα του το υπαγόρευσε ο Σάκης Μπουλάς που ήταν εκείνη τη μέρα στο στούντιο και του έδειξε λίγο τον τρόπο που θα το προσεγγίσει.
Μαντάμ- Μαντάμ ….
Επειδή δεν ξέρω γαλλικά και πιάνο, μου είχε κολλήσει και τραγουδούσα “παντάμ, παντάμ…”. Έβαλα δικά μου λογάκια κι έγραψα ένα τραγούδι αφιερωμένο στη μεγάλη μου κόρη, την Αλκμήνη! (Για την Ελισσώ, έγραψα “Τον ύμνο των χονδρών”). Όταν βγήκε πια αυτό το τραγούδι, άλλαξε εντελώς και η προσέλευση στα live μου. Το 2014 με κάλεσε ο Πάνος και μου είπε: “Eίμαι στην Minos, τους αρέσουν τα τραγούδια, αλλά θεωρούν ότι δεν έχει σουξέ. Θα μας δώσεις το “Μαντάμ”;” Απάντησα θετικά αλλά με έναν όρο: “Θα το πούμε ντουέτο.”
Μιας και στις σχέσεις συμβαίνει συχνά να είναι ο λόγος χωρισμού, ο ίδιος λόγος για τον οποίο ερωτευτήκαμε έναν άνθρωπο: εσάς, έχει σταθεί αφορμή το χιούμορ σας;
Σε όλους έχει συμβεί. Ίσως κάποια, να μην το έχει πει. Όλες οι άλλες το είπαν. (γέλια)
Είναι μηχανισμός προστασίας το χιούμορ;
Σίγουρα! Αλλά είναι κι ένας τρόπος να νικήσεις τη φθορά και το θάνατο. Ο μόνος τρόπος που έχω βρει εγώ.
Σε φάση θλίψης…
Δε γράφω. Τα περισσότερα τα έχω γράψει σε καλή διάθεση. Όταν δεν είμαι καλά, μαζεύομαι. Δε λειτουργώ. Κλείνομαι στο καβούκι μου.
Οι άνθρωποι, συνήθως μαγνητίζονται από ανθρώπους θετικούς και ευδιάθετους. Όλο αυτό σάς έχει δημιουργήσει το αίσθημα της υποχρέωσης του να είσαστε πάντα χαρούμενος;
Όχι πια. Παλαιότερα ίσως. Σήμερα προσπαθώ να είμαι ευτυχής, γιατί ξέρω ότι πιο πολύτιμο και δύσκολο είναι να είσαι ευτυχισμένος από το να είσαι επιτυχημένος. Αυτό που θέλω, χωρίς να βλάπτω τους άλλους, είναι να περνάω καλά!
Στη λαϊκή μουσική χαρακτηρίζεται εύκολα κάποιος διασκεδαστής, στο πεδίο των “εντέχνων” δεν υφίσταται αυτό. Ας πούμε, δεν θα χαρακτήριζε κανείς εύκολα τον Μαραβέγια διασκεδαστή.
Ο Κωστής (σ.σ Μαραβέγιας) είναι ένας σπουδαίος περφόρμερ, ένας γλυκύτατος άνθρωπος, χαριτωμένος και- όπως κι εγώ- γιατί όχι, διασκεδαστής. Το να διασκεδάζεις τον κόσμο δεν είναι εύκολο. Δίνουμε χαρά και γέλιο. Οι τραγουδιστές είναι δύο λογιών. Αυτοί για τους οποίους λες “άκου ένα ωραίο τραγούδι” κι εκείνοι για τους οποίους λες “άκου έναν καλό τραγουδιστή”.
Μοναχική βόλτα στην Αθήνα και τις σκέψεις σας.
Δεν είναι μία, είναι πολλές. Όταν αισθάνομαι χάλια παίρνω τη μηχανή μου και κάνω νυχτερινές βόλτες στο κομμάτι που μου αρέσει να το αποκαλώ Άνω Εξάρχεια- κάτω Κολωνάκι. Είναι ένα σημείο που μπορείς να δεις δυο διαφορετικούς κόσμους τόσο κοντά. Μου δίνει πολύ δύναμη γιατί βλέπω ότι η ζωή είναι και έτσι κι αλλιώς.
*Πρώτη Δημοσιέυση στο τεύχος 73, Η πόλη ζει