Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας, αυτό που ζούμε τούτες τις μέρες, είναι πρωτόγνωρο. Είναι γεγονός ότι κανένας μας δεν έχει μνήμες από κάτι αντίστοιχο, με την ισπανική γρίπη του 1918 να είναι ό,τι πιο κοντά μας χρονικά.
Αυτό με λίγα λόγια σημαίνει ότι καλούμαστε όλοι μας σε κάθε σημείο αυτού του πλανήτη, όπου υπάρχουν άνθρωποι να διαχειριστούμε μια κατάσταση χωρίς ουσιαστική προηγούμενη εμπειρία. Και σε προσωπικό και σε συλλογικό επίπεδο, οφείλουμε να ανακαλύψουμε τρόπους που θα μας επιτρέψουν όχι απλά να επιβιώσουμε, αλλά να ζήσουμε για όσο καιρό χρειαστεί με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτόν που είχαμε συνηθίσει μέχρι πριν από λίγες μέρες.
Βλέπω περισσότερες ταινίες και σειρές στην τηλεόραση πλέον και πιάνω, έστω και στιγμιαία, τον εαυτό μου να ξαφνιάζεται με συμπεριφορές που μέχρι χθες μου φαινόντουσαν απολύτως φυσιολογικές. Ένα φιλί, μια χειραψία, ένας ποδοσφαιρικός αγώνας με θεατές, ένα πλάνο από μια συναυλία είναι σκηνές από έναν κόσμο που τώρα που γράφω αυτές τις λέξεις και πιθανόν και τη στιγμή που κάποιος τις διαβάζει, δεν υπάρχει.
Μάλλον θα υπάρξει ξανά, θέλω να πιστεύω, στο όχι πολύ μακρινό μέλλον αλλά το ερώτημα που γεννάται είναι πόσο ίδιος και ταυτόχρονα πόσο διαφορετικός θα είναι τότε ο κόσμος μας;
Μάλλον θα φιληθούμε ξανά, θα πιαστούμε χέρι-χέρι, θα αγκαλιαστούμε τραγουδώντας σε μια συναυλία, αλλά τι θα έχει συμβεί μέσα μας και γύρω μας εντωμεταξύ; Τι σημάδια στη μνήμη και την ψυχή μας θα έχει αφήσει αυτή η δοκιμασία; Διατηρούμε άραγε την επιλογή, έστω αυτή, να διαλέξουμε εμείς τι θα έχουμε να θυμόμαστε όταν όλο αυτό θα έχει τελειώσει;
Οι μέρες που ακολουθούν ακούω ότι θα είναι ακόμη πιο δύσκολες, ακόμη πιο σκληρές. Έχουμε την επιλογή ν’ αφήσουμε τους μεγαλύτερους φόβους μας να μας κυριεύσουν και να μας μετατρέψουν σε αγρίμια. Ισχύει ότι ο φόβος, το κατ’ εξοχήν και κυρίαρχο συναίσθημα των ζώων, είναι αυτό που τα προφυλάσσει από τους κινδύνους και τους σώζει τη ζωή. Στην περίπτωση όμως του ανθρώπου, ο φόβος, όταν μετατρέπεται σε πανικό, οδηγεί σε απίστευτες τραγωδίες και στην ακύρωση κάθε συστατικού στοιχείου της ανθρώπινης ταυτότητάς μας. Θα αφήσουμε όντως λοιπόν να μας συμβεί αυτό; Έχουμε τη δύναμη και το σθένος να αντισταθούμε στην αρχέγονη παρόρμησή μας;
Γιατί έχουμε και μια άλλη επιλογή. Μπορούμε να σταθούμε ο ένας πλάι στον άλλο, να εμπιστευτούμε το διπλανό μας, το συνάνθρωπό μας. Να στηρίξουμε και να στηριχθούμε. Να προσφέρουμε, να βοηθήσουμε, να διευκολύνουμε, να συμμορφωθούμε όπου χρειάζεται, να σεβαστούμε, να συνεργαστούμε, να συντροφεύσουμε, να παρηγορήσουμε.
Ακούγονται πολλά όλα αυτά και κουραστικά. Και μάλλον είναι. Όμως είναι η δουλειά που έχουμε να κάνουμε ούτως ή άλλως το διάστημα που έρχεται. Είναι όμως και μια δουλειά που έχουν να κάνουν και οι άλλοι για μας και ταυτόχρονα μια δουλειά που έχουμε να κάνουμε εμείς για τον ίδιο μας τον εαυτό. Και φυσικά και πάνω απ’ όλα είναι μια δουλειά που κάποια στιγμή επιτέλους πρέπει να μάθουμε να την κάνουμε, όχι μόνο όταν βρισκόμαστε με το μαχαίρι στο λαιμό, αλλά και σε «ειρηνικές» περιόδους.
Κάποιοι από μας πιστεύουν ότι είναι απλά μια δύσκολη περίοδος που σε λίγες εβδομάδες ή σε λίγους μήνες θα την έχουμε αφήσει πίσω μας για να συνεχίσουμε να ζούμε όπως ζούσαμε. Πολύ φοβάμαι ότι θα απογοητευτούν. Σε ψυχολογικό επίπεδο, η (σε ότι έχει να κάνει με τη χώρα μας) δεκαετής κρίση θα μοιάζει με την προπαίδεια του «2» σε σύγκριση με τις πολυωνυμικές εξισώσεις που θα κλιθούμε να λύσουμε στο μέλλον. Και, είναι σίγουρο αυτό, δε θα αφορούν μόνο τη δική μας γειτονιά αλλά ολόκληρη την παγκοσμιοποιημένη πόλη μας που μάθαμε να λέμε Γη. Οι προκλήσεις είναι μπροστά μας. Η αποτροπή των ολέθριων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής ίσως είναι το επόμενο μεγάλο μας στοίχημα. Θα το αντιμετωπίσουμε ο καθένας μόνος του ή όλοι μαζί; Η πανδημία του κορωνοϊού είναι μια καλή άσκηση ετοιμότητας για το πώς θα επιλέξουμε να συμπεριφερθούμε. Με πανικό ή με συνοχή;