Το 2016 ήταν μια από τις χρονιές που συνεργαζόμουν με το popaganda.gr, ένα υπέροχο δημοσιογραφικό σχολείο, χάρη στο οποίο γνώρισα καταπληκτικές προσωπικότητες.
Μία από αυτές ήταν ο κινηματογραφιστής Σταύρος Τσιώλης και τον συνάντησα σε ένα καφέ στα Εξάρχεια που πλέον δεν υπάρχει. Ήταν 79 χρονών και προετοίμαζε την τελευταία του-έμελλε να είναι κυριολεκτικό αυτό-ταινία, με τίτλο: «Γυναίκες Που Περάσατε από δω».
Έχοντας δει μόνο το Παρακαλώ, Γυναίκες μην Κλαίτε και το more than classic Ας περιμένουν οι Γυναίκες, έχοντας διαβάσει ό, τι έχω μπορέσει και έχοντας ρωτήσει ανθρώπους που γνώριζαν αυτόν και το έργο του, πήγα και τον συνάντησα.
Μιλήσαμε καμιά ώρα, μια στρωτή και γόνιμη συζήτηση, η οποία «γέννησε» το κείμενο αυτό: https://popaganda.gr/art/stavros-tsiolis-nea-tenia/
Ο Σταύρος Τσιώλης, περισσότερο από ένας γλυκός κύριος με τρελό ταλέντο και ακόμα πιο τρελό χιούμορ, συνόψιζε αυτήν την μία ώρα τον Έλληνα καλλιτέχνη. Σταρ; Καθόλου. Περισσότερο ένας sui generis διανοούμενος θαμώνας κάποιου συνοικιακού καφενείου. Καθώς μιλούσε, με έκανε να αισθάνομαι ότι περισσότερη αξία είχαν αυτά που επέλεγε να μην πει. Ένας εργάτης του κινηματογράφου (το αστέρι της Finos Films!), πολύ προσιτός, λαϊκός όπως οι ήρωές του, όπως οι φίλοι του-ένας δυνάμει δικός μου μας φίλος!
Έκτοτε, τον αντάμωσα μερικές φορές στα Εξάρχεια, με τον Ερρίκο Λίτση, τον Κωνστντίνο Τζούμα, τον Βάσο Γιώργα, την κόρη του Κατερίνα, την Ράνια Ψημένου… Πάντα, το ίδιο γελαστό βλέμμα και η απροσποίητη ευγένεια. Επίσης, είδα μερικές από τις υπόλοιπες ταινίες του. Την τελευταία του, όπως έχω ξαναγράψει εδώ μέσα, την απόλαυσα μες στο αεροπλάνο για Νέα Υόρκη, χιλιάδες πόδια πάνω από την γη, τον πλανήτη του.
Μαζί με τον κύριο Σταύρο, που μας άφησε στις 23 Ιουλίου του 2019, φεύγουν σιγά σιγά σπουδαίες φουρνιές καλλιτεχνών, πρωτοπόρων και τολμηρών, που δούλεψαν πέρα από νόρμες και εξέφρασαν φωνές ανθρώπων που δεν είχαν ακουστεί πολύ. Ο Τσιώλης δεν θεωρήθηκε ποτέ, νομίζω, «κορυφαίος» από Ακαδημίες και από το συλλογικό καλλιτεχνικό υποσυνείδητο των κουλτουριάρηδων του σινεμά-ίσως γι’ αυτό για την τελευταία του ταινία χρειάστηκε την συνδρομή του κοινού ου μέσω crowdfunding, κάτι το οποίο έδειξε πόσο πολύ και πόσο έμπρακτα τον αγαπούσαν οι άνθρωποι-θεατές, οι σάρκινοι, οι πραγματικοί.
Από την άλλη, είναι και ο ίδιος που επέλεξε να δρα αποστασιοποιημένος από το «σύστημα», για να μπορεί να εκφράζεται αυτόνομα και όπως ο ίδιος ήθελε πραγματικά, χωρίς εκπτώσεις. Λάτρης του hand made σινεμά, συνεργάστηκε με ερασιτέχνες ηθοποιούς και βασίστηκε πολύ στην μέθοδο του αυτοσχεδιασμού για να διηγηθεί τα παραμύθια που τόσο αγαπούσε, με τρόπο ανορθόδοξα ποιητικό και συγκίνηση που ανάβρυζε από το παράδοξο, το κιτς, το ακραίο, το χυδαία καθημερινό.
Θα μας λείψει η φωνή του, η ιδιαίτερη ματιά του πάνω στα πράγματα. Καθένας μας είναι μοναδικός, αλλά ο συγκεκριμένος μοιάζει-δικαίως- αναντικατάστατος. Ο τελευταίος ρομαντικός του σινεμά; Ναι. Χωρίς άλλα λόγια.