Φαντάζομαι μια οργανωμένη έξοδο. Γενναία και μαζική. Σηκωνόμαστε, λέει, Αθηναίοι κατά χιλιάδες, από τα καφέ και τους καναπέδες μας. Αφήνουμε πίσω τους αστικούς μας τρόπους, αγοράζουμε εργαλεία, κρατάμε 2 φούτερ και 2 μποτάκια και ανηφορίζουμε. Και μοιραζόμαστε στα ερημωμένα χωριά της Καρδίτσας, του Μετσόβου, της Δράμας.
Εφτά χρόνια στην Αθήνα δεν τα λες και λίγα. Εφτά χρόνια λαχάνιασμα, κίνηση, τρεις και τέσσερις δουλειές ταυτόχρονα, στριμωξίδι στα ΜΜΜ, φασαρία, καυσαέριο, βρωμιά. Όσο και να την έχω αγαπήσει αυτήν την πόλη, έρχονται στιγμές (όλο και περισσότερες τελευταία) που μου ’ρχεται να ρίξω μια μούντζα και να πάρω τα βουνά. Κυριολεκτικά. Γιατί η ζωή εδώ, δεν μας απομακρύνει μόνο από τη φύση, μας απομακρύνει κι από τον εαυτό μας. Κανείς μας δεν είναι φτιαγμένος για να ζει μέσα στο άγχος. Αλλά όπως και στα video games, έτσι και στην πραγματική ζωή, οι ζωές που έχουμε είναι μετρημένες. Και δε θέλω καθόλου να σπαταλήσω όσες νέες αρχές μου αναλογούν σε πράγματα που δεν με κάνουν χαρούμενη.
Πεζοπορώ και κάθε φορά που φεύγω για διήμερο ή έστω για μια μέρα κι έρχομαι σε επαφή με τη φύση, νιώθω να γεμίζω κυριολεκτικά ζωή. Ψηλώνω. Βλέπω πιο πέρα. Στηρίζομαι στα πόδια μου και στο μονοπάτι και στο ποτάμι να με οδηγήσουν εκεί που πρέπει να πάω.
Τελευταία, διαβάζω συνέχεια για νέους ανθρώπους που άφησαν την πόλη πίσω τους και πήραν τα βουνά. Έφτιαξαν έξω απ’ το χωριό των παππούδων τους ένα μικρό καταφύγιο ζώων. Ή άνοιξαν ένα μικρό καφέ-παντοπωλείο στην πλατεία που ήταν κλειστό για δεκαετίες και του έδωσαν ζωή. Στοίχημα ότι αυτοί κέρδισαν περισσότερη. Κι αυτό γιατί στη φύση ο χρόνος διαστέλλεται, άρα υπό μία έννοια ναι, πραγματικά ζεις περισσότερο. Αντιλαμβάνεσαι αλλιώς τις εποχές, την αλλαγή του καιρού, απολαμβάνεις αλλιώς έναν αρωματικό καφέ, ένα πετυχημένο γλυκό, ένα ζεστό φαγητό. Το ξέρουμε όλοι, αλλά πόσοι μπορούμε να το κάνουμε; Κάτι τέτοιο θα σήμαινε αλλαγή 180 μοιρών. Εμένα πάντως αυτές οι ιστορίες με εμπνέουν και με κάνουν να ζηλεύω λιγουλάκι. Το εσωτερικό ντιμπέιτ με τον εαυτό μου κρατάει χρόνια. «Μπορείς να τα καταφέρεις παντού. Φύγε. Πάνε να αναπνεύσεις σαν άνθρωπος. Να χαρείς ησυχία, αιώνια δέντρα και ξαστεριές. Μικρές κοινότητες. Τζάκια.» «Ναι, αλλά τι δουλειά θα κάνω; Ίντερνετ θα πιάνει εκεί πάνω;» Το παιδί της πόλης μέσα μου εξάπτεται κι ανησυχεί. Και παραμένω μια χομπίστρια πεζοπόρος. Έχω και το νέτφλιξ μου να βλέπω ντοκιμαντέρ για το Έβερεστ και ξεχνιέμαι (τρομάρα μου).
Κι ύστερα θυμάμαι την πρώτη μου πορεία στα Άγραφα. Θυμάμαι το καταφύγιο του Ελατάκου. Θυμάμαι αργότερα το Πήλιο, τη Δίρφυ, τη Δρακόλιμνη. Θυμάμαι πως δεν το μετάνιωσα ποτέ. Αυτή ήταν η ζωή του είδους μας εδώ και χιλιετίες. Αυτή ήταν η αλήθεια των προηγούμενων. Εμείς, μόνο εδώ και μερικές γενιές ζούμε στρυμωγμένοι σε μικρά στούντιο στην Κυψέλη και στα Πατήσια και στους Αμπελόκηπους, ενώ περνάνε μέρες ολόκληρες που δε μας βλέπει ο ήλιος, ούτε βλέπουμε ουρανό κι αστέρια. Ή γινόμαστε digital nomads και δεν «ανήκουμε» πουθενά. Πολίτες του κόσμου σου λέει. Στον αέρα. Στο πήγαιν’ έλα.
Δύσκολο να ξεκολλήσεις από τα χούγια σου. Δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο. Εδώ να ’μαστε, καλά να ’μαστε και μπορεί μια μέρα να ανακοινώσω την τελευταία ανησυχία της εβδομάδας που θα τελειώνει με ένα «Αντίο. Ανεβαίνω υψόμετρο παιδιά.» Κι ελπίζω να μην είμαι (η) μόνη.