Μελετητής του ρεμπέτικου, συγγραφέας, αεικίνητος εργάτης πολιτισμού. Είναι ο μόνος Έλληνας που, χωρίς να είναι γιατρός, ξεγέννησε τη γυναίκα του, λατρεύει τις γυναίκες, ούτως ή άλλως, δεν ξέρει να σερφάρει στο διαδίκτυο και έχει 4 γάτες να υπογραμμίζουν με τις ουρές τους τον ξεχωριστό τρόπο του να ζει ανάμεσα στα ρεμπέτικα, τα βιβλία, τους ανθρώπους, το παρελθόν και το μέλλον.
Στο σπίτι του στην οδό Φυλής, ο ήλιος μπαίνει από τα μεγάλα παράθυρα, αλλά δεν αρκεί για να το ζεστάνουν. Γύρω από τη σόμπα που καίει δίπλα μας στο τραπέζι περπατούν οι 3 τεράστιοι γάτοι, που είναι παππούς, πατέρας, εγγονός. Στον καναπέ κάθεται σαν αρχόντισσα η τέταρτη γάτα, η μόνη θηλυκιά, που από αλήτισσα ο Παναγιώτης Κουνάδης την έστεψε βασίλισσα. Το σπίτι αυτό είναι τεράστιο και φέρει θησαυρούς, είναι και κάτι σαν μουσείο. Ο Παναγιώτης Κουνάδης με υποδέχεται εγκάρδια, πίνουμε νερό-το κάπνισμα απαγορεύεται- ξεκινάμε κουβέντα και, τρεις ώρες αργότερα, διαπιστώνουμε ότι έχουμε πολλά, πολλά ακόμα να πούμε. Το ραντεβού ανανεώνεται, μα, μέχρι να πραγματοποιηθεί, αποφασίζουμε από κοινού, αυτός κι εγώ, να δημοσιεύσουμε το υλικό της πρώτης αυτής συνέντευξης, για την οποία «ηθικός αυτουργός» είναι ο Φώντας Λάδης, τον οποίο και ευχαριστώ πολύ.
Γεννήθηκε κι Έζησε…
Γεννήθηκα στα Δειλινάτα, στην Κεφαλλονιά το 1943. Πριν κλείσω, όμως, τα τρία μου πήγαμε Αθήνα, συγκεκριμένα στη Νέα Φιλαδέλφεια. Εφτά αδέρφια ήμασταν τότε. Έχεις ακούσει ποτέ για άνθρωπο που είχε στην Κατοχή τρόφιμα και αντί να τα πουλάει και να οικονομάει να τα δίνει στους φτωχούς; Αυτός ήταν ο πατέρας μας. Όσοι των γνώριζαν τον αγαπούσαν.
Δεν είχε καμία σχέση με τη μουσική, αν και ο Αργύρης Κουνάδης ήταν μεγάλος μουσικός. Δεν ήταν αυτός που με επηρέασε, αυτός ζούσε και Γερμανία, είχαμε και ηλικιακή απόσταση σοβαρή.
Ο αδερφός νούμερο 4, από την άλλη, με επηρέασε. Ο Γιάννης, λοιπόν, ήταν το πρότυπο της αναρχίας. Εγώ ήμουν, να πούμε, ο βενιαμίν. Άλλα 5 αγόρια και 1 αδερφούλα κάπου εκεί ανάμεσα. Ο Γιάννης ασχολείτο με τη μουσική, την πολιτική, έκανε σημαντικά πράγματα για τα δεδομένα της εποχής, πράγματα τρελά, όπως το να κυκλοφορήσει, ας πούμε, ένα μαθητικό περιοδικό με τίτλο Ζιζάνιο και μέσα να καυτηριάζει τα σχολικά τεκταινόμενα, τους δασκάλους και τα συναφή. Στα 21 του έγινε πρόεδρος του Σωματείου των Ελλήνων Υπαρξιστών οι οποίοι ήταν φαινόμενο μες στη συντηρητική δεκαετία του 50 στην Ελλάδα και είχε ιδρυθεί από τον περίφημο Σίμο.
Τα ρεμπέτικα στην οικογένειά μας ήταν αγαπητά. Ο Γιάννης είχε πάρει συνεντεύξεις από όλους, από Τσιτσάνη, Μπέλλου… Και βέβαια, υπήρξε πολύ αγαπητός στα ρεμπετάδικα και τα κέντρα της εποχής, όπου ξόδευε τα χρήματά του. Έχω πάει μαζί του σε τέτοιο μαγαζί, μικρός στην ηλικία, και μας υποδέχτηκαν παρατεταγμένοι οι σερβιτόροι και οι μετρ! Βέβαια, ο Γιάννης ήταν και πολύ φίλος με τον ποιητή Καββαδία, με τον οποίο επίσης έχω ζήσει συναντήσεις σπουδαίες σε ταβέρνες και κέντρα.
Όταν ήμουν περίπου 12 χρονών, ξεκίνησα να παίζω μουσική στη Φιλαρμονική του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας. Έπαιζα τούμπα. Ανακάλυψα πρόσφατα κάποιες παρτιτούρες που είχα τότε και μελετούσα. Πολύ συγκινητικό.
Ωραία, δύσκολα χρόνια. Τελείωσα τη Βαρβάκειο και μετά σπούδασα στο Πολυτεχνείο πολιτικός μηχανικός. Στα 25 μου, πήγα στο Παρίσι για μεταπτυχιακό και κάθισα ως το 1973. Δούλεψα πάνω στο αντικείμενό μου, αλλά σπούδασα και κοινωνικές επιστήμες, όπως επίσης και εθνομουσικολογία.
Πριν φύγω Γαλλία είχαμε ιδρύσει τον Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής. Μέλη της ο Θεοδωράκης, ο Λοΐζος, ο Μαρκόπουλος, ο Λεοντής, ο Λάκης Παππάς που έφερνε τον Χατζή στις εκδηλώσεις μας, ο Μαυρουδής ο Νότης που ήταν παιδάκι τότε και με τον αδερφό του ήμασταν συμμαθητές… Και άλλοι.
Ο Μίκης, ο Σύλλογος και η συναυλία που δεν έγινε ποτέ
Το 1961, ο Θεοδωράκης δίνει μια συνέντευξη στη Μεσημβρινή και ανακοινώνει ότι φεύγει από την Ελλάδα, καταπονημένος προφανώς από το κυνηγητό που, κυριολεκτικά και μεταφορικά, είχε υποστεί από τους ακροδεξιούς φασίστες. Ο αδερφός νούμερο 5 μαζί με έναν φίλο του δημοσιογράφο στέλνουν μια επιστολή στο σπίτι του Μίκη στο Παρίσι την οποία συνυπογράφουμε και άλλοι πιτσιρικάδες και έχει διασωθεί! «Μίκη, γιατί έφυγες; Εδώ είμαστε εμείς!», του λέμε πάνω κάτω. Μετά από δέκα μέρες, έρχεται ένα γράμμα δέκα σελίδων που απαντούσε σε όλες μας τις ερωτήσεις και μας δίνει το τηλέφωνο του αδερφού του, Γιάννη, ενώ δημοσιεύουμε στην εφημερίδα Εμπρός, ένα μέρος της επιστολής αυτής, που στεκόταν κανονικότατα ως συνέντευξη.
Στις 30 Δεκέμβρη του 1961 ετοιμάσαμε μια συνεστίαση που άλλαξε την ροή της ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού. Εκείνο το βράδυ, μαζεύτηκαν οι φίλοι του Θεοδωράκη στην Ταβέρνα «Τα Βαρέλια» που είχε γίνει πια στέκι μας. Σύχναζαν και τρεις τύποι, σκοτεινοί, με κάτι καμπαρντίνες και καπέλα… Μας είχαν κάνει εντύπωση. Κάποια στιγμή γνωριστήκαμε, μας είπαν τα ονόματά τους για να έρθουν στην παρέα μας: Δημήτρης Μπούτσικος, Γιώργος Τσικαλάκης, Μάνος Λοϊζος. Δυο ζωγράφοι κι ένας μουσικός. Τέτοιο παιδί σαν το Μάνο δεν υπήρξε! Τόσο ταλαντούχος, τόσο σεμνός.
Εκείνη, λοιπόν, τη μέρα γράφω ένα κείμενο και το υπογράφουν όλοι αυτοί, αγόρια και κορίτσια. Πέντε έξι ηθοποιοί του Εθνικού, ο αδελφός του Μίκη, η μαμά της Τάνιας της Τρύπη, πολύ φίλη μου, μουσικοί, φοιτητές… Η βραδιά αυτή είχε ως αποτέλεσμα να πάρει ο Γιάννης τον αδερφό του και να του πει να έρθει αμέσως στην Ελλάδα. Πράγματι, ο Μίκης Θεδωράκης, γύρω στις 15 Γενάρη του 1962, ήταν και πάλι εδώ. Όμορφος άντρας, θεόρατος, ευγενική ψυχή, λιγάκι ατσούμπαλος στις σχέσεις του με το άλλο φύλο…
Με τον Μίκη έχω τα τσακωθεί πολλές φορές. Όμως, κι εγώ, κι ο Φώντας (σ.σ: Λάδης) κι άλλοι πολλοί είμαστε παιδιά του Θεοδωράκη, γιατί αυτός μας ενεργοποίησε πολιτικά. Από τους πρώτους κολλητούς μου φίλους όταν άρχιζα να μπαίνω με σοβαρούς όρους μες στην αριστερή σκέψη, ήταν ο αρχηγός αυτών των 27 που δραπέτευσαν από τις φυλακές των Βούρλων, ο Σταύρος ο Σιδέρης ή «σπίνος».
Στις εκδηλώσεις του Συλλόγου, παρόντος και του Θεοδωράκη, βέβαια, παίζαμε τα πιο γνωστά τότε ρεμπέτικα… Κάποια του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη το «Νύχτωσε Χωρίς Φεγγάρι» του Καλδάρα, κάνα δυο του Μπαγιαντέρα χαρούμενα… Τα αγαπούσαμε όλοι μας αυτά τα τραγούδια. Είχαμε κι έναν καλό τραγουδιστή, Μαρινάκης λεγόταν, καμία σχέση με τον γνωστό, τον οποίο επίσης γνωρίζω καθώς έπαιζαν μικρά με την κόρη μου στο Σούνιο.
Το χειμώνα του 62 ήμουν γραμματέας της Νεολαίας του Δήμου της Φιλαδέλφειας και είχα από κοντά τον δήμαρχο τον κεντρώο, πρώην χασάπη και σωματοφύλακα του Βενιζέλου, ο οποίος γνώριζε και τη δράση μας στον Σύλλογο. Σκέφτηκα, λοιπόν, Πρωτομαγιά του 63, να στήσουμε την πρώτη συναυλία σε γήπεδο, στο γήπεδο της ΑΕΚ. Με Χατζιδάκι, με Θεοδωράκη (αυτοί οι δύο δεν είχαν τίποτα κοινό, πέραν του τεράστιου ταλέντου του), με τη χορωδία του συλλόγου μας, μέλος της οποίας ήταν και ο Κουγιουμτζής. Από τον Δεκέμβρη του 62 πηγαίναμε μέλη του συλλόγου και πιάναμε τους ρεμπέτες στα μαγαζιά που δουλεύαμε, μεγάλους σε ηλικία, τον Παπαϊωάννου, τον Μητσάκη, τον Χιώτη (τέρας ευγένειας και επαγγελματισμού), τον Τσιτσάνη για να μετάσχουν στη συναυλία. Μας είπαν το ναι οι περισσότεροι! Μια μέρα κοντά στο Πάσχα του 63 πέφτει «βόμβα» από τον Θεοδωράκη ότι δεν μπορεί να συμμετάσχει λόγω μιας περιοδείας που ετοίμαζε στην Αμερική. Μεγάλο Σάββατο μαζευόμαστε και πάμε σπίτι του 15 άτομα να τον πιέσουμε και να πάρει το όχι πίσω. 23 Απριλίου δέχεται ο δήμαρχος τηλεφώνημα από έναν τύπο που έφερνε συγκροτήματα από τη Ρωσία και όχι μόνο, έναν μάνατζερ που μετρούσε ο λόγος του, ονόματι Θεόδωρος Κρίτας, και καταλαβαίνω ότι η συναυλία δεν πρόκειται να γίνει. Έλεγε ο Κρίτας ότι οι καλλιτέχνες έχουν υποχρεώσεις και λοιπά. Έσκασα από το κακό μου, είχαμε κάνει τόση πολλή δουλειά για όλο αυτό.
Οι γυναίκες της μουσικής και της ζωής του
Η γυναίκα στο ρεμπέτικο είναι η γυναίκα της γειτονιάς, η απλή, καθημερινή, συντηρητική και καλόκαρδη, ας πούμε, γυναίκα. Σίγουρα, ο χώρος του ρεμπέτικου υπήρξε πιο ανοιχτός και δεκτικός σε καταστάσεις από ό, τι η μικροαστική, ελληνική κοινωνία που έτσι ήταν και παραμένει έτσι.
Ως Παναγιώτης, είμαι θεωρητικός της γυναικολαγνείας. Να αγαπάς τις γυναίκες απλά! Στην οικογένεια που γεννήθηκα και μεγάλωσα επικρατούσε απόλυτος σεβασμός και θαυμασμός. Η μάνα μου τάιζε ολόκληρο λόχο, με τόσα παιδιά που είχε… Τα κατάφερνε όλα, ήταν ηρωίδα. Ξεγέννησα, που λες, εγώ ο ίδιος τη γυναίκα μου σε μια κλινική που είχα ακούσει ότι μπορεί να γίνει αυτό. Είχα πάρει μαθήματα 8 μηνών! Γεννήθηκε κόρη, βεβαίως. (γέλια)
Εικοσιεφτά χρονών ήμουνα εγώ τότε και δεν μπορούσα να δεχτώ ότι την ιστορία της αναπαραγωγής του είδους τη φορτώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο οι γυναίκες! Η γυναίκα είναι ανώτερο ον-πού να τολμήσω να το πω και να μην δω άντρες φίλους μου να τρελαίνονται!- και πρόκειται περί ενός καταπληκτικού εργαστηρίου της φύσης. Η διαδικασία της γέννας είναι ένα θαύμα. Δεν μας μαθαίνουν για το σεξ, την εμμηνόρροια, τη γέννα, το μηχανισμό αναπαραγωγής… Και θεωρούμε και ταμπού να μιλάμε γι’ αυτά.
Οι γυναίκες είναι σε μειονεκτική θέση σε όλον τον κόσμο. Κομμένες κλειτορίδες, στραβωμένα πέλματα, μπούργκες, ξύλο, βία… Απαράδεκτο. Απαράδεκτο!
Τώρα, ετοιμάζω να κυκλοφορήσω μερικά πορνικά τραγούδια ρεμπέτικα του 1909, από έναν δίσκο που βρήκα. Η θέση της γυναίκας στο ρεμπέτικο ήταν επίσης ζόρικη, όχι όμως περισσότερο από ό, τι ήταν στο θέατρο, την επιθεώρηση και λοιπά. Η γυναίκα ως αντικείμενο του σεξ και ως σύμβολο του πόθου και τίποτε άλλο ήταν γεγονός. «Ένα μουνί παινεύτηκε σε Ανατολή και Δύση πως δεν εβρέθηκε Ψωλή να το ευχαριστήσει» και λοιπά. Ναι, αυτό είναι ηχογραφημένο τραγούδι των αρχών του 20ου αιώνα.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, μεγάλος μας στιχουργός, έχει επίσης γράψει σπουδαία πορνικά τραγούδια-απίστευτες ιστορίες. Αυτό, βέβαια, είναι ελάχιστα γνωστό. Όπως ελάχιστα γνωστή είναι η μόρφωση ενός άλλου σπουδαίου, του Χαράλαμπου Βασιλειάδη ή Τσάντα, ο οποίος μίλαγε γλώσσες, είχε μεταφράσει Νίτσε και τα λοιπά… Επίσης, ήταν αναρχοκομμουνιστής!
Το Αν, η Αναρχία και οι Κροκόδειλοι
Το μεγαλύτερό μου ταλέντο είναι να θυμάμαι. Γι’ αυτό, ίσως, μου αρέσει να συλλέγω στοιχεία που μπορεί να δημιουργήθηκαν στο παρελθόν, αλλά έχουν μεγάλη σημασία στο παρόν και φαντάζομαι και στο μέλλον. Εξ ου και αξίζει να τα θυμόμαστε και να τα θυμίζουμε.
Το «αν» είναι μια λέξη που πάει στο μέλλον. Δεν υπάρχει υπόθεση στο παρελθόν. Δηλώνουν ορισμένοι, και μάλιστα με πείσμα, ότι αν ξαναγεννιόνταν θα έκαναν τα ίδια. Ούτε μαλάκες δεν είναι! (αυτός είναι ο τρόπος μου να βρίσω κάποιον, λέω: ούτε μαλάκας δεν είσαι και ξεμπερδεύουμε) Είναι δυνατόν; Η ζωή είναι μια αλληλουχία λαθών-πού και πού κάνουμε κανένα σωστό κι αυτό κατά λάθος. Σιγά μην κάνουμε τα ίδια και τα ίδια, αν υποθέσουμε ότι έχουμε ζωές μπροστά μας.
Αν με ρωτάς τι κάνω και τι είμαι σε αυτή τη ζωή θα σου απαντήσω «την πλάκα μου». Βέβαια, αναγνωρίζω τη σημασία του αρχείου μου. Αν υπάρχουν σήμερα 100 επιτυχίες, τραγούδια που ξαναβγήκαν μπροστά και αγαπήθηκαν, τα 80 είναι από μένα. Δεν θεωρώ, όμως, ότι ανήκω στην κατηγορία των ψυχοπαθών συλλεκτών.
Στις 600 και εκπομπές που έχω κάνει όλα αυτά τα χρόνια στο ραδιόφωνο σεβάστηκα τα τραγούδια και ουδέποτε τα έκοβα. Ολόκληρα παίζανε. Κάτι που σχεδόν κανείς δεν έκανε, ούτε κάνει.
Κάτι άλλο. Είμαι αναρχικός από μικρό παιδί, ουσία αναρχικός, όχι να σπάω και να καταστρέφω… Πήγα, ας πούμε, στο Πολυτεχνείο, τη σχολή μου, πριν δύο ή τρία χρόνια και με έπιασαν τα κλάματα. Το έχουν ρημάξει.
Υπάρχει μια νεολαία ηλιθίων που νομίζουν ότι κάτι κάνουν διαλύοντας και ασχημαίνοντας. Κι εμείς είχαμε να τα βάλουμε με τους μπάτσους τη δεκαετία του 60…και μάλιστα σκληρούς μπάτσους, αλλά δεν φερόμασταν έτσι, δεν καταστρέφαμε την περιουσία που ουσιαστικά ήταν δική μας!
Η αναρχία δεν είναι βία-εκτός ελαχίστων ιστορικών εξαιρέσεων. Πολεμήθηκε και από την αριστερά και από την δεξιά. Ό, τι έγινε στην ανθρωπότητα έγινε από αναρχικούς. Ειρήνη, γνώση, δύναμη. Ο Κροπότκιν απαρνήθηκε την πριγκιπική του ιδιότητα και δίδαξε τους φτωχούς ιστορία και γλώσσα. Μη μου μιλάς, λοιπόν, στον πληθυντικό, γιατί νιώθω σαν Γάλλος ευγενής και δεν θέλω!
Κάνω πάντως πολλά πράγματα την κάθε ημέρα, πράγματα που δεν έχουν σχέση με το ρεμπέτικο. Πηγαίνω στο θέατρο, βλέπω ταινίες και ντοκιμαντέρ, διαβάζω βιβλία… Είδα ας πούμε ένα για κάτι φυλές του Νείλου, οι οποίες έχουν ως κατοικίδιο, και μάλιστα συνηθισμένο, τον κροκόδειλο που από μικρός ως ζώο ανήκει σε ένα επίσης μικρό παιδάκι που τον ταΐζει. Μου έκανε εντύπωση αυτό το πράγμα…
Το μεγαλύτερο στη ζωή, το πιο σπουδαίο είναι να Αγαπάς. Θα ήθελα να κάνω μια ομιλία κάποτε για την Αγάπη, τι πάει να πει να αγαπάς. Η μαγκιά είναι να χαρίζεις αυτό που δεν έχεις άπειρο, τον χρόνο δηλαδή, στο πρόσωπο το οποίο αγαπάς.
Info
Ο Παναγιώτης Κουνάδης αυτή την περίοδο ετοιμάζει με συνεργάτες την ψηφιοποίηση μέρος του αρχείου του, με χορηγία του Ιδρύματος Νιάρχου, με θέμα τη δισκογραφία των Ελλήνων που περιλαμβάνει όλα τα είδη της μουσικής από όπερα, μέχρι δημοτικά, ρεμπέτικα, ακόμα και μεταπλάσεις των παγκοσμίων επιτυχιών τα πρώτα 50 χρόνια του 20ου αιώνα. Μας υπενθυμίζει, με την ευκαιρία αυτή, ότι η δισκογραφία δημιουργείται πρώτα εκτός (Μικρά Ασία, Αλεξάνδρεια, Βηρυττό, Μιλάνο, Παρίσι, Βερολίνο, ΗΠΑ) και μετά εντός Ελλάδος, από το 1922-1923 με την έλευση των συνεργείων των εταιρειών. Από το 1931, με την Columbia, αρχίζουμε να έχουμε δική μας δισκογραφία.
Κατά καιρούς, δημοσιεύονται άρθρα του στον τύπο και το διαδίκτυο, ενώ πάντοτε απολαμβάνει να μιλά σε εκδηλώσεις και να οργανώνει δικά του πράγματα γύρω από τα θέματα που γνωρίζει και αγαπά.