Xαρακτηριστική φωνή και παρουσία στο ραδιόφωνο. Τίγκα τα μαγαζιά όπου εμφανίζεται ως stand up comedian. Δεν ανήκει στην κατηγορία των μελαγχολικών κωμικών, δεν ανήκει σε καμία κατηγορία. Όπως έχει βοηθηθεί, έτσι επιθυμεί να βοηθά. Έτσι, από κοντά, ο ατόφιος εαυτός του, ο Αλέξανδρος, στάθηκε πολύ πιο ενδιαφέρων από τις περσόνες και τις απίθανες μιμήσεις που στήνει. Κι έμεινα, κατευχαριστημένη και λίγο έκπληκτη, να γοητεύομαι από τον Τσουβέλα πίσω από τον Τσουβέλα.
Με περίμενε στο εξαρχειώτικο Blue Bear-είχε έρθει αρκετά νωρίτερα από την προγραμματισμένη μας συνάντηση. Είχε παραγγείλει καφέ κρύο και δεν ενοχλήθηκε όταν του πρότεινα να αλλάξουμε τραπέζι, να πάμε πιο κοντά στον ήλιο. Η γνωριμία μας από το facebook έκανε τα πράγματα ευκολότερα και τον πάγο να μοιάζει σπασμένος εξ αρχής. Οι άνθρωποι με πολύ κι ετοιμόλογο χιούμορ με αγχώνουν, γιατί με κάνουν να αισθάνομαι «αναγκασμένη» να γελώ συνεχώς και ανά πάσα στιγμή. Αυτό, όμως, δε συνέβη με τον Αλέξανδρο Τσουβέλα-γελούσα, ούτως ή άλλως, χωρίς να το σκεφτώ. Κι αυτό, μεταξύ των όσων σοβαρών, αλλά και συγκινητικών, είπαμε στη χορταστική, θέλουμε να πιστεύουμε αμφότεροι, συνέντευξή μας.
Αλ. Τσουβέλας: Η φάτσα μου δε σου θυμίζει Τζιμ Κάρει;
Γ. Δρακάκη: Δεν θα το έλεγα. Σε βρίσκω πιο αστείο από τον Τζιμ. Αλλά… το πρόσωπό σου έχει κάτι το συγκροτημένο, το αρκαδικό. Βλέποντάς σε κανείς, δεν συνδέει εύκολα το επάγγελμά σου με αυτό που του βγάζεις εξωτερικά.
Α.Τ: Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Πολλοί όταν με βλέπουν δε θεωρούν ότι είμαι κωμικός, γιατί οι περισσότεροι κωμικοί έχουν ίσως κάτι από καρικατούρα. Τους βλέπεις και γελάς, χωρίς να χρειάζεται να λένε κάτι.
Γ.Δ: Με τον Φραγκιόγλου το παθαίνω αυτό, χωρίς βέβαια να τον θεωρώ καρικατουρίστικο!
Α.Τ: Είναι πολύ καλός κωμικός. Εξαιρετικές παραστάσεις κάνει.
Γ.Δ: Συμφωνώ, Τσουβέλα μου.
Α.Τ: Πιστεύω ότι η φιγούρα μου έχει κάτι το τραγικό. Ψηλό παιδί, λες, σοβαρό μπορεί να είναι πορτιέρης πουθενά ή… ασφαλιστής, υπεύθυνος σε κάποιο μαγαζί, κάτι τέτοιο. Δεν είναι λίγοι, βέβαια, αυτοί που με έχουν δει επάνω στη σκηνή και είπαν ότι «δεν μπορεί, αυτός κάτι παίρνει, δεν γίνεται να χτυπιέται μιάμιση ώρα έτσι.»
Γ.Δ: Το να χτυπιέσαι πάνω σε μία σκηνή ήταν μες στα όνειρά σου;
Α.Τ: Όταν ήμουν παιδί, δε θυμάμαι να είχα κάποιο όνειρο συγκεκριμένο, απλά, επειδή οι γονείς μου δούλευαν πολύ-μεγάλωσα σε μια τυπική, μεσοαστική οικογένεια- έπεφταν στην παγίδα και μου έφερναν πράγματα για να καταναλώνω, αντί τους εαυτούς τους να παίζουμε μαζί. Δεν είχαν πολύ ελεύθερο χρόνο, όπως καταλαβαίνεις. Η δική τους έλλειψη χρόνου, άφησε σε μένα πολύ, όμως. Έβλεπα πολλή τηλεόραση, μου άρεσαν τα καρτούν κι όλα αυτά γυρνούσαν στο κεφάλι μου με έναν τρόπο που σήμερα θα έλεγα πως… είχε ενδιαφέρον. Θυμάμαι ότι μιμούμουν τους καθηγητές μου. Δεν θυμάμαι πώς και με ποιον καθηγητή ξεκίνησε όλο αυτό. Άρχιζα να κάνω τον έναν πίσω από τον άλλον και το ψιλοχειροκρότημα εκεί στο πηγαδάκι των φίλων και όλο αυτό το attention με ντόπαρε, μου μπήκε το σαράκι, δηλαδή.
Γ.Δ: Και μετά το σχολείο τι;
Α.Τ: Και ως φοιτητής, ακόμα, στη Θεσσαλονίκη, είχα αυτό το πράγμα στο μυαλό μου: πώς μπορώ δηλαδή να συνδυάζω την ανάγκη μου, προφανώς, για έκφραση με αυτό το… χειροκρότημα. Έκλεινα τα μάτια μου και σκεφτόμουν αυτή τη στιγμή, πρόσωπα γελαστά και χειροκροτήματα ενθουσιασμού κι επιβράβευσης.
Γ.Δ: Είχες, μετά τις πρώτες σου μικρές επιτυχίες, και κάποια στιγμή άλλη, στιγμή αποτυχίας; Κάποιο στραπάτσο, δηλαδή…
Α.Τ: Ζω με την αποτυχία. Αυτό το λέω και στις φάσεις που βρίσκομαι στη θέση του κριτή απέναντι σε νέα παιδιά που κάνουν κωμωδία ή stand up. Παλαιότητα δεν υπάρχει, βλέπεις. Όταν ανεβαίνεις σε μια σκηνή πρέπει να είσαι έτοιμος για να αποτύχεις οικτρά. «Αυτό το σφίξιμο στο στομάχι θα περάσει; Θα τους καταφέρω;», αυτό σκεφτόμαστε όλοι νομίζω. Πολλές φορές το κοινό δεν έρχεται για να γελάσει, αλλά για να σε κατασπαράξει. Ζώντας, λοιπόν, με την αποτυχία, καταφέρνω και πετυχαίνω.
Γ.Δ: Πιο συγκεκριμένα, ποιες είναι μερικές από τις τεχνικές σου;
Α.Τ: Προσπαθώ να μειώσω την απόσταση σκηνής-θεατή, ή ακροατή-παραγωγού στο ραδιόφωνο. Ένα βασικό βήμα.
Γ.Δ: Ποια είναι η προεργασία που κάνεις, Αλέξανδρε; Πριν τα stand up σου, αλλά και πριν από τις εκπομπές σου;
Α.Τ: Για το ραδιόφωνο ξυπνάω στις 6, για να ξεκινήσουμε με τη Μαρία 8. Οπότε, δεν υπάρχει χρόνος για προεργασία. Κάνω μπάνιο, σκέφτομαι ότι κάτι έχω κάνει λάθος στη ζωή μου για να κάνω μες στα σκοτάδια ντους (γέλια) και λοιπά… Για τις παραστάσεις μου, παίρνω δύναμη από τα ζώα. Μαζεύω ζώα από το δρόμο, αδέσποτα, τα στειρώνω, τα φιλοξενώ ή μεσολαβώ για υιοθεσίες. Πριν το stand up η παρουσία των ζώων που φροντίζω γύρω μου με ηρεμεί. Κάθονται δίπλα μου, καθόμαστε, βασικά, όλοι μαζί και αντλώ δύναμη. Και τρίχες, βέβαια, αλλά δεν πειράζει!
Γ.Δ: Αυτή είναι μια πλευρά σου ελάχιστα γνωστή…
Α.Τ: Έχω χαλάσει αρκετά χρήματα για τα ζώα και αυτό λέει κάτι. Δεν βρίσκω λόγο να προβάλλω το γεγονός ότι βοηθάω. Άλλωστε, τη δική μου ψυχή θρέφω πρώτα.
Γ.Δ: Αν ήσουν ζώο εσύ, τι θα ήσουν;
Α.Τ: Θα ήμουν σκύλος.
Γ.Δ: Γλυκός, αστείος, παιχνιδιάρης…
Α.Τ: Στην προσωπική μου ζωή δεν είμαι και πολύ από όλα αυτά. Είμαι λίγο αντικοινωνικός, ψάχνω αφορμές να μη συναντώ ανθρώπους, λέω ψέματα για να μην τους βρω πολλές φορές, εφευρίσκοντας ψεύτικες δικαιολογίες, ευτυχώς χωρίς να έχω πεθάνει κάποιον συγγενή. Αυτό όμως το «κλειστό» μου είναι και που με οχυρώνει και μου προσφέρει την ενέργεια που χρειάζομαι για να κάνω αυτά που κάνω.
Γ.Δ: Θα ήθελα να με πας σε μια σου τυπική Κυριακή.
Α.Τ: Αν μια γυναίκα με έβλεπε από κάπου ημέρα Κυριακή και με ήθελε, ας πούμε, για σύντροφό της, θα άλλαζε αμέσως γνώμη. Λοιπόν… Ξυπνάω, είμαι κομμάτια πιθανώς από κάποιο σαββατοβραδιάτικο stand up (αλλιώς, ποτέ δε βγαίνω Σάββατο βράδυ), ασχολούμαι με τα ζώα, μπορεί να πάω να βοηθήσω τον πατέρα μου αν με χρειάζεται για καμιά δουλειά… Θα δω τους αγώνες μου, για να υπάρχει και μια βάση πάνω σε αρκετά σημαντικό μέρος της σάτιρας που κάνουμε από το ραδιόφωνο… Μου αρέσει πολύ η ρουτίνα, πάντως, να ξέρεις.
Γ.Δ: Ναι, αλλά είμαι σίγουρη ότι τα βράδια της Κυριακής μελαγχολείς.
Α.Τ: Ναι, από το σχολείο. Δε σιχαίνομαι τη Δευτέρα, αλλά όλο τον όγκο της εβδομάδας που έρχεται. Κυριακή 7 με 8 το απόγευμα πέφτω.
Γ.Δ: Πες μου κάτι πολύ όμορφο που σου έχουν πει και σε έκαναν να νιώσεις όπως τότε, μικρός, με το χειροκρότημα των φίλων σου.
Α.Τ: Έχει έρθει άνθρωπος και μου έχει πει πως τον βοήθησα να ξεπεράσει την κατάθλιψη και ηχογραφούσε τις εκπομπές μου για να τις ακούει μετά τη δουλειά. Όλο αυτό είναι ωραίο, αλλά σε κάνει να νιώθεις πως έχεις και μια ευθύνη. Ναι, τα πρωινά με ακούει κόσμος.
Γ.Δ: Οπότε δεν μπορείς εσύ να είσαι κουρασμένος, ξενύχτης, θυμωμένος και να λες ό, τι να’ ναι…
Α.Τ: Ακριβώς. Γι΄ αυτό και τις καθημερινές από νωρίς το βράδυ είμαι μέσα και ξεκουράζομαι. Θέλω να είμαι ευδιάθετος όσο γίνεται. Και συγκεντρωμένος.
Γ.Δ: Διαβάζεις βιβλία; Ακούς μουσική; Πηγαίνεις θέατρο;
Α.Τ: Δε ρώτησες αυτό που μου αρέσει περισσότερο από όλα αυτά, που τα κάνω όσο και όποτε προλαβαίνω: να πηγαίνω σινεμά. Η τελετουργία του σινεμά, να σβήνουν τα φώτα. Ο ήχος. Η προσοχή μου στραμμένη πάνω σε έναν ηθοποιό που μου αρέσει, ακόμα κι αν η ταινία είναι κακή… Η Μέριλ Στριπ, ας πούμε μου αρέσει πολύ!
Γ.Δ: Βάζεις όρια στη σάτιρα που κάνεις; Έχει όρια η σάτιρα;
Α.Τ: Η σάτιρα όχι. Το κοινό πάλι ναι. Κοινό με κοινό διαφέρει. Δεν θα καλοδεχτούν όλοι ένα αστείο σχετικά με τον θάνατο, την κηδεία, το τέλος της ζωής, ας πούμε. Όμως, πρέπει να είναι κι έτοιμος κάποιος που κάνει αυτή τη δουλειά να θίξει θεσμούς, αξίες, την οικογένεια, τη μάνα σου. Η δουλειά του κωμικού είναι, φυσικά, και να οσμίζεται τις διαθέσεις και τις αντοχές του κοινού και να ενδιαφέρεται στ’ αλήθεια να περάσει καλά το κοινό του. Να γελάσει πραγματικά.
Γ.Δ: Εσύ με τι γελάς;
Α.Τ: Δύσκολο να γελάσω με κάτι. Πάει, ας πούμε, να πει κάποιος ένα ανέκδοτο και νιώθω πως ξέρω πού θα το πάει. Γελάω, όμως, με τύπους, κλασικούς στερεοτυπικούς ας πούμε, λαϊκούς, ωραίους ανθρώπους που έρχονται και μου λένε: «να σου πω κάτι να τους το πεις να τρελαθούνε» (σ.σ: ο Τσουβέλας μιμείται την υποτιθέμενη προφορά κάποιου από αυτούς τους τύπους και πέφτω κάτω). Γελάω με τους μαγαζάτορες που ρωτούν αν έχουμε κόσμο ή αν θα πουλήσει ποτά. Γελάω όταν βλέπω ανθρώπους να τσακώνονται στον δρόμο. Οι εκφράσεις τους… η ζωή μας η ίδια, που είναι τόσο μα τόσο αστεία.
Γ.Δ: Έχεις παρακολουθήσει, άραγε, μαθήματα υποκριτικής;
Α.Τ: Ποτέ. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει κάτι, με την έννοια ότι πολλοί είναι αυτοδημιούργητοι. Τα μαθήματα, όμως, χρειάζονται, καλό κάνουν. Προσωπικά, αν με ρωτάς, νιώθω ότι χτίζω καλοδουλεμένους χαρακτήρες. Γίνομαι οι χαρακτήρες. Νομίζω, τουλάχιστον! Το κοινό το κρίνει.
Γ.Δ: Ψυχοθεραπεία έχεις κάνει;
Α.Τ: Όχι! Δεν έχω κάνει ψυχοθεραπεία. Και δεν θα ήθελα. Νιώθω πάρα πολύ καλά. Νιώθω δικαιοσύνη. Έχω βρεθεί σε θέση που θα μπορούσα να αδικήσω ανθρώπους και να μην το μάθαιναν ποτέ. Και δεν το έκανα. Βέβαια, η ψυχοθεραπεία δεν είναι θέμα δικαιοσύνης. Για μένα, ψυχοθεραπεία είναι αυτά που κάνω. Οι παραστάσεις… οι εκπομπές…
Γ.Δ: Δεν σε ρώτησα πώς έγινε και κατέβηκες από Θεσσαλονίκη Αθήνα.
Α.Τ: Ένιωσα, κάποια στιγμή, φοιτητής ακόμα, ότι ήθελα να πάρω μεταγραφή για Αθήνα, για να έχω μία βάση, να έχω το πατρικό σπίτι για ένα πιάτο φαγητό ας πούμε σε ώρα ανάγκης. Δεν ήμουν και πολύ καλά οικονομικά τότε, κι ας βοηθούσαν οι γονείς όσο μπορούσαν. Δεν είχα, όμως, τα χρήματα να πάω να δω κάτι, να ψαχτώ σε αυτά που μου άρεσαν. Ένιωθα ότι αν έμενα Αθήνα, θα μπορούσα να καταφέρω περισσότερα. Ήταν τότε ο Champions 89.2 και έψαχνε παραγωγούς για σποτάκια. Στη συνέχεια, βρίσκω μια αγγελία της audiotex που ζητούσε πάλι ανθρώπους για σπικάζ, ηχογράφηση σποτ και λοιπά. Πήγα εκεί, έκανα ένα voice test, με πήρανε και, μάλιστα, πληρώθηκα με 20 εκατοστάρικα. 2.000 ευρώ, δηλαδή! Κάθε βράδυ που τα είχα, πήγαινα να τσεκάρω την τσέπη του μπουφάν μου, να δω αν ήταν ακόμα εκεί ή αν είχανε φύγει…
Γ.Δ: Με τον Champions τι έγινε, όμως;
Α.Τ: Πήγα κι εκεί για να ηχογραφήσω σποτάκια και με ρώτησαν αν ξέρω καθόλου από αθλητικά. Ναι, είπα, λίγα πράγματα. Έπαιζα μπάλα, μπάσκετ, κάτι καταλάβαινα, ας πούμε. Μου λένε ξεκινάς εκπομπή. Δύο το βράδυ, λοιπόν, με έξι το πρωί, το 2003, με την Τόνια Φιλιππή συμπαρουσιάστρια ήμουν εκεί… Μετά την πρώτη εκπομπή. Γύρισα σπίτι κι έκλαιγα. Ένιωθα μια απίστευτη πίεση στο στομάχι, μια ένταση. Αγχώθηκα πολύ. Σκέφτηκα ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω εγώ αυτό το πράγμα, ότι δεν θα μπορούσα να περνώ έτσι όλα μου τα βράδια. Κάθισα και μίλησα όμως με τον εαυτό μου και του είπα να μην κωλώσει. Συνέχισα, λοιπόν. Το ένα έφερε το άλλο. Και μαζί ερχόταν και η αυτοπεποίθηση. Ξεκίνησα να γράφω τα χιλιόμετρά μου. Συνέχισα μετά στον 103, 3, αρχικά σαββατοκύριακα κι έπειτα καθημερινές… Μετά, γνωρίζω τον Θανάση και τον Κώστα Παπαγεωργίου.
Γ.Δ: Πριν τέσσερα χρόνια, τότε που ξεκίνησες να κάνεις stand up, σωστά;
Α.Τ: Ακριβώς. Μην είσαι μαλάκας, μου λένε, ακούγοντας εκπομπές μου. Κάνεις για αυτό το πράγμα. Τους άκουσα γιατί είναι έμπειροι. Είχα εξοικείωση με τον κόσμο. Όπως και την αυτοπεποίθηση που λέγαμε προηγουμένως. Όμως, είναι διαφορετικά να έρχεται κόσμος που σε πληρώνει για να τον κάνεις να γελάσει. Είσαι γυμνός απέναντί του. Είσαι μόνος.
Γ.Δ: Θυμάσαι την πρώτη παράσταση της ζωής σου;
Α.Τ: Θυμάμαι ότι είχα κάνει το λάθος να ανεβώ μεθυσμένος στη σκηνή. Είχα πιει έξι τζιν λεμόνι. Με βοήθησε λίγο, όμως, ήταν λάθος, γιατί δεν ήμουν εκεί. Πήγε καλά το λάιβ. Στο δεύτερο, μόνο νερό, μόνο καφές. Και τώρα, πια, ούτε καφές. Μόνο νερό.
Γ.Δ: Τι θα μπορούσε κάποιος να διακωμωδήσει από σένα;
Α.Τ: Τα πάντα! Το σίγμα μου! Μπορεί να μου πει κάποιος ότι αφού μιμούμαι τους πάντες, θα μπορούσα, ίσως, να μιμηθώ τον εαυτό μου ως μη ψευδό. Επίσης, είμαι λίγο Μενεγάκη. «Με παχαίνει αυτό το ρούχο», ας πούμε, είναι μια από τις ατάκες μου. Αλλάζω τριάντα μπλούζες, καμιά φορά, μέχρι να καταλήξω στη σωστή. Φυσικά, τα ψέματα που λέω για να αποφύγω να βγω έξω και τα αντρικά μου χαρακτηριστικά, ξέρεις, λιγούρης και τέτοια… (γέλια)
Γ.Δ: Υπάρχει κάποιο θέμα που εσύ ως κωμικός ακόμα δεν τολμάς να αγγίξεις; Ή δεν επιθυμείς, ας πούμε, να το κάνεις.
Α.Τ: Δεν αγγίζω το κομμάτι της θρησκείας. Μπορείς να αγγίξεις το κομμάτι της εκκλησίας, αλλά κάπου ζορίζομαι με τον κρίνο, το Χριστό, την Παναγία. Δεν ξέρω, δεν πιστεύω ότι βγάζουν τόσο γέλιο, όσο άποψη.
Γ.Δ: Έχεις κάποιο ακόμα απωθημένο, Αλέξανδρε; Κάτι που θες να κάνεις στο άμεσο μέλλον;
Α.Τ: Κάτι για τον κινηματογράφο που μου αρέσει τόσο πολύ. Κι ας μου λένε διάφοροι ότι δεν έχει χρήματα… Λες κι όλα τα κάνουμε για το χρήμα. Ναι, δε λέω, οι κωμικοί είμαστε πόρνες της κωμωδίας. Πληρωνόμαστε και θέλουμε να πληρωνόμαστε για να βγάζουμε γέλιο, από εμάς τους ίδιους πρώτα κι έπειτα από το κοινό. Αλλά δεν πάει παντού έτσι. Άσε που, αν θες να βγάλεις χρήματα, πρέπει να είσαι έτοιμος να χάσεις και χρήματα. Μη νομίσεις πως δεν αγαπώ το χρήμα και την καλή ζωή…
Γ.Δ: Ναι, καταλαβαίνω πολύ καλά τι λες. Και σε ευχαριστώ που είπες όλα αυτά τα όμορφα και χρήσιμα. Να σου πω… Σεξ ή κωμωδία;
Α.Τ: Σεξ. Αν κάνεις καλό σεξ, μάλλον θα κάνεις και καλή κωμωδία. Απλώς, σεξ μπορείς να κάνεις και μόνος σου, και μάλιστα καλό. Κωμωδία όχι. Η κωμωδία θέλει παρέα.
Ο Αλέξανδρος Τσουβέλας χαμογελά και μου φαίνεται πως είναι ολόγλυκος και παμπόνηρος την ίδια στιγμή. Παραγγέλνουμε ένα κλαμπ και το μοιραζόμαστε σχεδόν σιωπηλοί. Ανανεώνουμε τη συνάντησή μας σε κάποιο από τα μαγαζιά που κάνει stand up. Γιατί δεν ξυπνάμε πάντα στις 7:30 το πρωί, sorry Τσουβέλα μας.
Discussion about this post