Το κείμενο του Ρώσου συγγραφέα Ντμίτρι Αλεξέγεβιτς Ντανίλοφ (Дми́трий Алексе́евич Дани́лов) με τίτλο “Ο Άνθρωπος απ’ το Παντόλσκ” (Человек из Подольска) σκηνοθετεί για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Κιβωτός ο Γιώργος Κουτλής.
Το έργο γράφτηκε από τον 54χρονο συγγραφέα το 2016 και το 2018 κέρδισε το σημαντικό ρώσικο βραβείο Golden Mask. Έχει μεταφρασθεί και παιχτεί σε αρκετές χώρες, ενώ το 2020 έγινε και ταινία. Το 2021 ο συγγραφέας κέρδισε το Βραβείο Τέχνης της Μόσχας για βιβλίο του με θεατρικά έργα, μεταξύ αυτών και το συγκεκριμένο. Ένας νεαρός άντρας έχει συλληφθεί και κρατείται σε ένα αστυνομικό τμήμα, στο οποίο επικρατεί μια σχεδόν υποδειγματική τάξη, χωρίς όμως να ξέρει τον ακριβή λόγο σύλληψής του, κάτι που του προξενεί μια λογική ανησυχία, δεδομένου ότι δεν έχει κάνει κάτι αξιόποινο. Στην ανάκριση που ξεκινά δε γίνεται ποτέ ακριβής μνεία του λόγου σύλληψης, αλλά το κλίμα της έχει μια ιδιαίτερη χροιά, περιλαμβάνει ερωτήσεις που έχουν να κάνουν με την προσωπική του ζωή και κινείται συχνά στα όρια του παραλογισμού. Περιγράφει τη μονότονη καθημερινότητά του, την έλλειψη προσοχής για το περιβάλλον του, το συμβιβασμό του με μια χρυσή μετριότητα και καταλήγει να συνειδητοποιεί σταδιακά κι ο ίδιος τη μιζέρια της. Η ανάκριση εμπερικλείει στοιχεία σωφρονισμού, χωρίς όμως σε αυτά να περιλαμβάνεται εμφανής βία, ψεύτικα ενοχοποιητικά στοιχεία ή άμεση απειλή, αλλά μια λανθάνουσα απειλή και μια προσπάθεια υποκινούμενης ανακατεύθυνσης της ζωής του και της θεώρησής του γι’ αυτή. Οι αστυνομικές μέθοδοι με την ανορθοδοξία τους οδηγούν τον συλληφθέντα σε μια οικειοθελή παραδοχή της ασημαντότητάς του, μέσα από μια έντονη, σχεδόν καταπιεστική λεκτική χειραγώγηση με συχνά πικρά κωμικά στοιχεία (όπως το να προσπαθεί να μάθει τα “αστεία” λόγια ενός χορευτικού σκοπού και τις χορευτικές του κινήσεις), με κύριο στόχο το μυαλό και τη θέλησή του. Τα θέματα που θίγονται στη ροή του έργου είναι αρκετά και άλλα προβάλλονται με άμεσο και ευθύ τρόπο, ενώ κάποια άλλα πιο έμμεσα και μέσα από συμβολισμούς. Η μετάφραση του κειμένου έγινε από το σκηνοθέτη και έχει ροή, συνέχεια και αποδίδει με ακρίβεια τα μηνύματά του, ενώ ο ίδιος επιμελήθηκε και τη δραματουργική επεξεργασία του (με σύμβουλο δραματουργίας το Βασίλη Μαγουλιώτη).
Ο Γιώργος Κουτλής αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία της παράστασης με στόχο να αναδείξει τα κοινωνικά και πολιτικά ερεθίσματα που κρύβει το κείμενο μέσα από έναν λανθάνοντα παραλογισμό που προβάλλεται άλλοτε με πικρό χιούμορ και άλλοτε με έναν εσωτερικό σκεπτικισμό που αγγίζει και την απόγνωση. Με όχημα απλούς ανθρώπους μιας μάλλον παγκόσμιας καθημερινότητας αναδεικνύει στιγμές που θα μπορούσαν να συμβούν στον καθένα, καταφέρνοντας να κερδίσει την προσοχή του θεατή από την αρχή. Στην προβλεψιμότητα της πλοκής επενδύει σε ένα γρήγορο ρυθμό, όπου εναλλάσσεται η (υποβόσκουσα) απειλή με το ανερυθρίαστο χιούμορ, η δύναμη του κράτους με την αδυναμία του πολίτη, ο ρεαλισμός με μία σειρά από ονειρικά θέλω, η σαρκαστική συνειδητοποίηση της αλήθειας με την προβολή των βαθύτερα κρυμμένων επιθυμιών. Οι διάλογοι είναι γρήγοροι, η μουσική καίρια παρούσα, δίνοντας τις απαραίτητες ανάσες στο λόγο, ενώ οι ηθοποιοί με τις κορυφώσεις και τις συναισθηματικές τους μεταπτώσεις κρατούν τις αισθήσεις του θεατή σε εγρήγορση. Ίσως σε κάποιες στιγμές να προβλήθηκε το κωμικό στοιχείο σε υπερβολή, αλλά πολύ γρήγορα επανήλθε η δραματουργική ισορροπία στη ροή του έργου. Μια κάποια αμηχανία από μικρές σκηνικές επαναλήψεις δεν επηρεάζουν ουσιαστικά την αισθητική του. Η γυναικεία παρουσία σε ένα ανδροκεντρικό κείμενο μπορεί να υφίσταται με αιχμή τη σεξουαλική της δυναμική, αλλά δε γίνεται προσβλητική ή επικριτική προς τη γυναικεία φύση. Η όλη σκηνοθετική προσέγγιση μαρτυρά βαθιά κατανόηση της ουσίας του κειμένου, μια ικανότητα να την προβάλλει στη σκηνή με ζωντάνια, σωστές εντάσεις και σπιρτάδα, ενώ παράλληλα αντλεί πολύ καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς.
Ο Άρης Μπαλής παίζοντας τον άνθρωπο από το Παντόλσκ, καταφέρνει να είναι λιτός, ακριβής και περιεκτικός στην ερμηνεία του, τόσο με το λόγο, όσο και με την κίνηση και τις εκφράσεις του. Όλα του τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις έχουν αυθεντικότητα, σε μια διαδρομή όπου οι εναλλαγές είναι συνεχείς και αφορούν διάφορα στάδια συνειδητοποίησης του εαυτού του, στα οποία ανταποκρίνεται με εξαιρετική προσαρμοστικότητα. Ο Θανάσης Δόβρης υποδύεται τον πρώτο αστυνομικό, εκείνον που δείχνει να κατευθύνει την ανάκριση και υπαγορεύει τις μεταπτώσεις του συλληφθέντα σε μία διαδοχή αλλεπάλληλων σκωτσέζικων ντους καταστάσεων και συναισθημάτων. Καταφέρνει να πείσει ότι μπορεί να ασκήσει βία, αλλά ποτέ δεν το κάνει, χρησιμοποιεί ένα βάναυσα πικρό χιούμορ στο λόγο και επιδίδεται σε ένα ρεσιτάλ χειριστικότητας του “θύματός” του, με τρόπο πειστικό και σε απευθείας συναισθηματική σύνδεση με αυτό. Ο Αλέξανδρος Σιάτρας στο ρόλο του δεύτερου αστυνομικού αποτελεί το σχεδόν ιδανικό συμπλήρωμα του προϊσταμένου του και έχει πολύ καλή σκηνική χημεία μαζί του. Με μία σκόπιμη υπερβολή στο λόγο και την κίνησή του γίνεται ένα εκτελεστικό όργανο μιας εξουσίας που μπορεί (αν το θελήσει) να γίνει ασφυκτική. Η Ελένη Κουτσιούμπα είναι η γυναίκα-αστυνομικός που ακολουθεί εναλλακτικές μεθόδους ψυχολογικής προσέγγισης και χειραγώγησης του ανθρώπου από το Παντόλσκ, πατώντας σαγηνευτικά σε κοινωνικά στερεότυπα της γυναικείας φύσης, τα οποία χρησιμοποιεί απροκάλυπτα αλλά με ευστροφία για να φτάσει στο στόχο της. Ο Γιλμάζ Χουσμέν ερμηνεύει τον άνθρωπο απ’ το Μιτίς, αποτυπώνοντας εύστοχα, με πληθωρικότητα και με ένα σχεδόν απελπισμένο χιούμορ το “αναμορφωμένο ανδρείκελο” στο οποίο έχει καταλήξει και το οποίο πασχίζει να γίνει αρεστό για να αποφύγει κλιμάκωση των τιμωριών του. Ο Παναγιώτης Μανουηλίδης συμπληρώνει το επιτυχημένο καστ ως όργανο, που ακολουθεί και συντονίζεται με τις γραμμές των υπολοίπων αστυνομικών.
Ο Πάρης Μέξης δημιουργεί στη σκηνή ένα τυπικό αστυνομικό τμήμα, με μία ίσως τάση εξιδανίκευσης, το οποίο είναι λειτουργικό και ευέλικτο υπηρετώντας σωστά τη σκηνοθετική γραμμή. Τα κοστούμια του ίδιου είναι αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων που ντύνουν και εναρμονισμένα με το ερμηνευτικό αποτύπωμά τους. Η μουσική του Παναγιώτη Μανουηλίδη, υποστηρίζει αρμονικά το λόγο και αποτελεί μια ανάσα στις εντάσεις του. Η κίνηση του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου έχει τη δική της σημαντική συμβολή στην παράσταση και δένει εξαιρετικά με το ρυθμό της. Τέλος, οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου εστιάζουν έξυπνα στους ήρωες και οι διακυμάνσεις τους αντιστοιχίζονται με τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των ηρώων αυτών.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Κιβωτός, παρακολούθησα μια παράσταση που βασίστηκε σε ένα ενδιαφέρον κείμενο που παραμένει επίκαιρο ως προς τον πολιτικοκοινωνικό του πυρήνα. Η συχνά παράλογη καθημερινότητα, η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και η μεταβλητότητά της, αλλά και η ακούσια ή εκούσια ευθυγράμμιση του ατόμου με το σύστημα είναι από τα βασικά θέματα που θίγονται με πικρό χιούμορ και μια υποβόσκουσα, αλλά εξευγενισμένη σκληρότητα. Η σκηνοθετική προσέγγιση ακολουθεί ρεαλιστικές φόρμες και παρά τις μικρές αρρυθμίες του εγχειρήματος, αυτό έχει πολύ καλό ρυθμό και αναδεικνύει έξυπνα την ουσία του κειμένου, χωρίς να κουράσει το θεατή. Οι καλοκουρδισμένες ερμηνείες και η σκηνική χημεία των ηθοποιών ενισχύει τη λίαν θετική τελική εντύπωση που αποκομίζει ο θεατής από τη θεατρική αυτή δουλειά.