Η Γεωργία Δρακάκη περνά μια γεμάτη μέρα, στο πλευρό καλλιτεχνών και στα σπίτια τους, ανακαλύπτοντας ότι καμιά φορά, υπάρχει λόγος για το «τα εν οίκω, μη εν δήμω»! Αυτή τη φορά, επισκέπτεται το κάστρο του Βασίλη Παϊτέρη στην Αγία Βαρβάρα και γίνεται τσιγγάνα για 24 ώρες.
Γνωρίζομαι χρόνια με τον Βασίλη Παϊτέρη και έχουμε κάνει εξαιρετική, περιστασιακή συντροφιά. Λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν τη μόρφωσή του, τα διαβάσματά του, τον ψυχικό του πλούτο και την πολύ υγιεινή ζωή που ακολουθεί. Μέσα κι έξω.
Οι περισσότεροι ξέρουν τα σουξέ του-φεύγουνε οι μέρες και περνάνε, δανεικά ζητάνε, τύπου- και πιστεύουν ότι πρόκειται για έναν αειθαλή καλλιτέχνη που παίζει και τραγουδά κι έχει χαθεί και λίγο από τα πράγματα και να’ ναι καλά ο άνθρωπος, γιατί είναι και συμπαθής προσωπικότητα.
Πρόκειται, όμως, για έναν καλλιτέχνη με ουσιαστικές πολιτικές και κοινωνικές ανησυχίες, εξ ου και είναι ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Διαμεσολαβητών Ρομά, ενώ έχει διατελέσει και δημοτικός σύμβουλος της Αγίας Βαρβάρας, της γειτονιάς του και αυτής των τσιγγάνων-κι ας μην έχει facebook, κι ας μην γνωρίζει από youtube, κι ας μην καταλαβαίνει το Instagram.
Στα επίσημα κιτάπια, αναγράφονται τα εξής και ισχύουν 100%: Ο Βασίλης Παϊτέρης είναι Έλληνας τσιγγάνος τραγουδιστής και συνθέτης, εκπρόσωπος της τσιγγάνικης και λαϊκής μουσικής. Ασχολήθηκε στο παρελθόν με την πολιτική (έχει συμμετάσχει, στις εθνικές εκλογές, ως υποψήφιος βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, στη Β’ εκλογική περιφέρεια Αθηνών. Είναι επίσης πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Τσιγγάνων και Φίλων της Τσιγγάνικης Μουσικής, με τον διακριτικό τίτλο «ΡΟΜΕΝ».
Εκείνο το βράδυ, είχαμε ανταμώσει με τον Βασίλη για μια νυχτερινή τσάρκα, αρκετό καιρό μετά την τελευταία μας συνάντηση. Στην αρχή, πήγαμε στη Ρότα, όπου τραγουδούσε η Αργυρώ Καπαρού κι έκανε και μια γκεστιά ο Σταύρος Σιόλας. «Δε μου αρέσουν εμένα αυτά τα έντεχνα. Τα θεωρώ δήθεν», μου λέει. «Έλα, βρε Βασίλη μου…», του απαντώ. Και, ως συνήθως, γελάμε. Αμέσως μετά, πήγαμε αμαξάδα μέχρι «Στον Αέρα», στο Αιγάλεω, για να απολαύσουμε τους γιους του, που είχαν ζωντανή εμφάνιση. Τους κάναμε, ουσιαστικά, έκπληξη, γιατί δεν περίμεναν να δουν τον μπαμπά τους, καθώς μας είχε προσκαλέσει ο κοινός φίλων όλων μας, ο τραγουδοποιός Θωμάς Φώτης.
Ο Βασίλης, φυσικά, τραγούδησε, εγώ χόρεψα, φάγαμε, ήπιαμε, χαμός. Οι γιοι του, ο Θάνος και ο Αλέξανδρος, έδωσαν πραγματικά ρέστα. Όλο το μαγαζί χειροκρότησε για τον Παϊτέρη, όταν σηκώθηκε να πει μερικά τραγούδια με τα παιδιά του. Τον θέλει ο κόσμος, τον ζητά.
Μια μεγάλη νύχτα, διάσπαρτη μουσικές, συναντήσεις, γεύσεις και τσουγκρίσματα, έμελλε να συνεχιστεί και να μεταμορφωθεί σχεδόν μαγικά σε ημέρα φωτεινή. Η Αγία Βαρβάρα, νωρίς τα ξημερώματα, είναι ήσυχη και, μες στην ανοιξιάτικη περιβολή της, υποβλητική. Το πρωί, όπως μου λέει ο Βασίλης, γίνεται και πάλι πολύβουη και ανακουφιστικά θορυβώδης.
Ανηφοριά, ανηφοριά, μερικές σιδερένιες πόρτες και αρκετά σκαλιά μέχρι την είσοδο του κάστρου. Λίγα λεπτά αργότερα, η πιο συγκλονιστική θέα της πόλης που έχω δει στη ζωή μου. Μπροστά από τις υποτιθέμενες πολεμίστρες του σπιτιού του Βασίλη Παϊτέρη, ενός σπιτιού μεγάλου, χειροποίητου, μοναδικού, ξαπλώνει νυσταγμένη η Αθήνα και μας χαρίζεται. Δύο φορές έχουν μπουκάρει μες στο σπίτι για να κλέψουν πράγματα και να καταστρέψουν την «περιουσία» του. Ο Βασίλης ακλόνητος. Με την ικανότητα να ανασταίνει ξανά: μουσικές, πέτρες, ξύλα, εαυτό.
Βράζω νερό να πιω και προσθέτω μέλι και κανέλλα. Εγκρίνει ο σπιτονοικοκύρης, που είναι και της υγιεινής διατροφής, γενικώς. Τον ρωτάω πολλά και μου απαντά ακούραστος. Μου δείχνει πώς μουσκεύει τις φακές του, καμαρώνω μαζί του για το πανέμορφο μποστάνι του. Ναι, είναι αλήθεια, τρώει μόνο ωμά: δε βράζει, δεν ψήνει, δεν τηγανίζει, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, μετά από ένα πρόβλημα με την καρδιά του. Λόγω ίσως αυτής της διατροφής, ο Παϊτέρης δεν έχει καμία σχέση με τους συνομίληκούς του εβδομηντάρηδες. Μοιάζει το πολύ πενηντάρης κι αυτό είναι κάτι που απολαμβάνει στ’ αλήθεια ν’ ακούει. Μου δείχνει το μέρος όπου κάνει την πρωινή του γυμναστική. Ξυπνά νωρίς, τρέχει, κάνει ασκήσεις, πίνει τα θρεπτικά του ροφήματα και βάζει στο μπλέντερ τα ξηροκάρπια και τις πρασινάδες του, που βγάζουν αυτό το ευεργετικό μείγμα το οποίο τον βαστά όρθιο όλη μέρα. Αντέχει στο πάλκο πέντε ώρες άνετα. Η σκέψη του είναι διαυγής. Και η καρδιά του ζεστή. Όλους τους αγκαλιάζει και σε όλους γελά. Καλός άνθρωπος, λένε όσοι τον ξέρουν.
Τακτοποιεί λιγάκι τον χώρο του, είναι εξαιρετικά φιλόξενος, με ρωτά συνεχώς αν χρειάζομαι κάτι. Δεν θέλω κάτι, αλήθεια, απλώς σκέφτομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι…
Τεράστιες συνεργασίες, τρελές περιπέτειες, μαύρα μάτια που σε κοιτούν στα ίσια: αυτή θα ήταν μια ιδανική περίληψη της προσωπικότητας του Βασίλη Παϊτέρη, ο οποίος έχει κάνει μερικά μεγάλα σουξέ, αλλά δεν σταματά στιγμή να ονειρεύεται μετά μουσικής. Γράφει στίχους, σκαρώνει μελωδίες, τραγουδά με δύναμη, στηρίζει τους φίλους του, αγαπά την Αθήνα, αισθάνεται αδικημένος και παραπονεμένος που τα ραδιόφωνα δεν παίζουν τα τραγούδια του. Και καλά κάνει.
Το μεσημέρι της ημέρας που ξημερώνει έχει προγραμματισμένη εμφάνιση στις Χίλιες και Δύο Νύχτες, με την κόρη του και δυο τσιγγάνους μουσικούς. Μένω μαζί του μέχρι την ώρα που, περνώντας μέσα από τους δρόμους της Αγίας Βαρβάρας, με τις χαιρετούρες και τα πολύχρωμα μπλουζάκια, παραλαμβάνουμε την ορχήστρα με το αυτοκίνητο, μες στην κόρνα και την μουσική στην τσίτα.
Ακόμα, όμως, είναι ξημερώματα και, λίγο πριν τον αφήσω να ξεκουραστεί για να ακολουθήσει με την ησυχία του την ιεροτελεστία ύπνος-ξύπνημα-γυμναστική-πρωινό-live, έχω μερικές απορίες.
Κατ’ αρχάς, πόσα παιδιά έχει; Μου το έχει ξαναπαντήσει στο παρελθόν, αλλά πάλι το ξέχασα. «Εφτά παιδιά, πέντε αγόρια, δύο κορίτσια, από διαφορετικές γυναίκες, καμία τους τσιγγάνα.»
Άλλη ερώτηση: τι σπίτι είναι αυτό που έχει, αυτό το κάστρο το απόρθητο; «Όχι και απόρθητο, κάτσε θα στα πω», μου λέει αμέσως.
Μου εξηγεί ότι το σπίτι του-όπως τα περισσότερα στην περιοχή, ακόμα και μια επιχείρηση του ίδιου του δημάρχου- χτίστηκε εκτός σχεδίου, με ένα τεράστιο οικονομικό κόστος και ποινή φυλάκισης, την οποία εξέτισε με κοινωφελή εργασία στον Δήμο. Ο Βασίλης, όμως, στέκει ήρεμος απέναντι στα γεγονότα. Καθώς δεν μπορεί να τα αναστρέψει. «Μια ζωή φυλακισμένος είμαι», μου λέει.
Και μια Τρίτη απορία: γιατί μπλέχτηκε με την πολιτική; Ως καλλιτέχνης, θα έπρεπε να απέχει, σχετικά… Ή μήπως όχι;
«Γιατί, Γεωργία, είχα ένα και κύριο μέλημα, όταν ξεκίνησα αυτά τα μπλεξίματα που λες: να πάνε τα παιδιά των τσιγγάνων σχολείο, κάτι που, φυσικά, δεν έγινε. Μην κοιτάς τα δικά μου. Εγώ, ας πούμε, είμαι ο Παϊτέρης υποτίθεται. Με τις άλλες οικογένειες τι γίνεται; Προσπαθώ, γενικώς, και εκτός κομμάτων πλέον, να βοηθώ όλο τον κόσμο. Οι περισσότεροι τσιγγάνοι δεν μπορούν να σταθούν απέναντι στο κράτος και να ζητήσουν κάτι ή να παραπονεθούν για κάτι.»
Ο Βασίλης Παϊτέρης ονειρεύεται μια καλύτερη ζωή για τους έξω καρδιά τσιγγάνους της Ελλάδας. Δεν αρκεί, δυστυχώς, μόνο η μουσική, ο χορός και οι κινηματογραφικοί έρωτες που τους ενώνουν και τους διατηρούν στο χρόνο. «Θέλει και να τρως!», που λέει.
Μιλάμε αρκετή ώρα για τους Ρομ, τους Ρομά, τους Αθίγγανους, τις προελεύσεις. Ο συνομιλητής μου είναι αρκετά διαβασμένος, αν και έχει κάποιες δικές του απόψεις επί των θεμάτων αυτών, όπως ότι η λέξη Ρομ, προκύπτει από τη λέξη Ρωμιός και λοιπά και λοιπά… Τα μάτια μας, όμως, κλείνουν. Μου στρώνει στο δωμάτιο των ξένων κι αυτός πάει στο δωμάτιό του, ενώ το σπίτι θα χωρούσε άνετα άλλους δεκαπέντε ανθρώπους.
Λίγες ώρες μετά, ο ήλιος τρύπησε τις κουρτίνες και η μυρωδιά της σοκολάτας τη μύτη μου. Ο Βασίλης είχε ετοιμάσει αυγουλάκια, γάλα με κακάο, καφέ και πορτοκαλάδα για τη μουσαφίρισσά του. Έφαγα κι ήπια με θέα ολόκληρη την πόλη, λουσμένη τώρα με το ανεπανάληπτο, αττικό φως. Τη συνέχεια της μέρας, την ξέρετε.
Ο Βασίλης Παϊτέρης αυτή την περίοδο ετοιμάζεται για μια μικρή περιοδεία ανά την Ελλάδα με και χωρίς τους ταλαντούχους γιους του, θέλει να φυτέψει κάποια νέα οπωροκηπευτικά στο περιβόλι του, να κυκλοφορήσει σε έναν ολοκληρωμένο δίσκο τα τραγούδια που δουλεύει εδώ και δυο τρία χρόνια. Με λίγα λόγια, έχει σχέδια και σκοπεύει να τα εκπληρώσει.
«Σε περιμένω πάλι, μικρούλα, για κανένα μάθημα φωνητικής. Όλο το λέμε, το λέμε, αλλά δεν το κάνουμε!»: αυτή είναι η τελευταία του κουβέντα, όταν βγαίνω από το αμάξι για να κάνω χώρο στους μουσικούς.
Γεια σου, Παϊτέρη μου! Μ’ αρέσει να μου λες πως μοιάζω με τσιγγάνα…
Discussion about this post