Πέρασαν μερικοί μήνες χωρίς πλατείες, γιατί το καλοκαίρι ζητούσε ανάσα. Ο τίτλος, αυτή τη φορά, δεν είναι απολύτως ακριβής-πώς θα μπορούσε; Δεν αρκεί στην πλατεία Εξαρχείων μια νύχτα, χρειάζονται πολλές. Ας τις χωρέσουμε, όμως, σε μία. Νύχτα όχι σπαρμένη θαύματα. Νύχτα σπαρμένη ασχήμια, μοναξιές, τρόμο.
Η Πλατεία Εξαρχείων (και όχι ολόκληρα τα Εξάρχεια) είναι στ’ αλήθεια ένα μικρό ορμητήριο «για ορισμένους». Οι άνθρωποι που στ’ αλήθεια κουμαντάρουν την φάση στην πλατεία, δεν βρίσκονται ποτέ εκεί.
Πόσο εύκολο, όμως, είναι να γράφεις για απόντες; Για φήμες ή για θεωρίες που μια επαληθεύονται, μια όχι;
Καθόλου. Άλλωστε, υπάρχει φόβος και δείλιασμα. Ρωτάς για την πλατεία Εξαρχείων και οι κάτοικοι σου λένε ότι όλα καλά, όπως ακριβώς κάνω κι εγώ που είμαι κάτοικος. Όλα καλά, γιατί δεν υπάρχει κίνδυνος να περάσεις και να σε πυροβολήσουν, ας πούμε ή να κάτσεις μία ώρα και να παρασυρθείς στη χρήση ναρκωτικών. Θέλουμε να υπερασπιζόμαστε τη γειτονιά μας, κόντρα σε υπερβολικές φωνές τηλεοπτικών πάνελ που απευθύνονται σε ανθρώπους της επαρχίας ή της άλλης άκρης της πόλης και εξυπηρετούν, ακουσίως ή εκουσίως, άλλες σκοπιμότητες. Σαν ποιες, ας πούμε σκοπιμότητες; Σαν αυτή που θέλει να αδειάσει η περιοχή από ενεργούς κατοίκους, να πέσουν τα νοίκια κι οι τιμές στα πάντα, να αγοραστούν διάφορα κτήρια και να επέλθει ανάπτυξη με όρους που καμία σχέση δεν έχουν με τη λέξη γειτονιά. Ξένες εταιρείες και λοιπά καινά δαιμόνια.
Δε φοβάμαι να καθίσω στην πλατεία. Γι’ αυτό το έχω κάνει πολλές, δεκάδες φορές τα τελευταία χρόνια, φοιτήτρια σε παρέες φοιτητών, μόνη περιμένοντας κάποιο καθυστερημένο ραντεβού, με φίλη συγκεκριμένη ή φίλο συγκεκριμένο, οι οποίοι τυχαίνει να γουστάρουν πολύ να κάθονται εκεί. Τα 23α μου γενέθλια τα είχα περάσει με ένα πλαστικό μπουκάλι λευκό κρασί από τις παρακείμενες κάβες και μερικούς φίλους, καθισμένη μαζί τους γύρω από το παράδοξο, μουντζουρωμένο, σχεδόν αόρατο άγαλμα στο κέντρο της πλατείας. Αλλά δεν το επιλέγω πια. Αποφάσισα ότι δε χρειάζεται, για τις ανάγκες αυτού του κειμένου, να καθίσω σε μια απόπειρα «φτιαχτού ξενυχτιού»-να δω τι; Να πω τι; Τι περισσότερο από αυτό που βιώνω και γνωρίζω ως κάτοικος της περιοχής και, μάλιστα, σε ένα σπίτι λίγα βήματα από την πλατεία;
Αξιώνω, αναγνώστη, την προσοχή σου σε αυτές τις λέξεις, είτε αγαπάς, είτε μισείς, είτε αδιαφορείς για τα Εξάρχεια, μόνο και μόνο γι’ αυτό το λόγο: γιατί ζω εκεί. Ζω. Κι η ζωή εκεί είναι, ξέρεις, ωραία.
Κάποια βράδια που γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη ξημερώματα, στους δρόμους περπατούν πολύ νέα παιδιά, αγκαλιασμένα και τραγουδάνε, κυκλοφορούν διάφοροι μεθυσμένοι που μιλούν ακατάληπτα, στην πλατεία πέφτουν οι τόνοι και οι μόνιμοι κάτοικοί της γέρνουν νωχελικά στα πεζούλια. Κάποια πρωινά, μερικά μαγαζιά παραμένουν κλειστά, αλλά μοσχοβολάνε οι φούρνοι και οι δρόμοι γυαλίζουν από την υγρασία, ένα κουδούνι χτυπά σε μια πρώιμη, ίσως ανεπιθύμητη, επίσκεψη. Κάποιοι πίνουν ατελείωτα, μέρα νύχτα, εντός και εκτός των μπαρ.
Ο καλός συγγραφέας Ε. Ζάχος Παπαζαχαρίου λέει για την Πλατεία Εξαρχείων: «Είναι η μόνη πλατεία που έχει παλαιά και συνεχή επιμορφωτική παράδοση από τον περασμένο αιώνα ως τα σήμερα. Πέρασαν από εκεί τα μεγαλύτερα ονόματα, ο Παλαμάς, ο Λαπαθιώτης, ο Ξενόπουλος, κι από τους καλλιτέχνες ο Χαλεπάς, ο Φιλιππότης κι άλλοι αμέτρητοι, που κατοικούσαν στα Εξάρχεια και στη Νεάπολη και σύχναζαν στην Πλατεία και στα καφενεία της. Γιατί στα Εξάρχεια γίνεται κάπως πιο ανοιχτή κι ελεύθερη κουβέντα. Στα Εξάρχεια έχουν πέσει τα ταμπού και κανένα θέμα δε λογίζεται πια ως απαγορευμένο. Όσο κι αν η Πλατεία Κολωνακίου κι η Δεξαμενή μαζεύουνε κάποια κουλτούρα και κάποια νεολαία, στα Εξάρχεια και η κουλτούρα και η νεολαία είναι πιο πλατιές, πιο λαϊκές, λιγότερο ντιλετάντικες κι εκλεκτικές».
Μια κουβέντα, τώρα, για το περίφημο γλυπτό, τους «Τρεις Έρωτες» της πλατείας, ένα από τα αγαπημένα μου της πόλης. Το κατασκεύασε το 1909 ένας Γάλλος καλλιτέχνης, που κανείς δεν ξέρει το όνομά του. Ένα ακόμα μυστήριο κατοικεί στα εξωτικά Εξάρχεια, τα πάλαι ποτέ ονομαζόμενα ως «Προάστειον», τα ανέκαθεν αχαρτογράφητα. Πήραν ζωή και νόημα στον αστικό χάρτη, μετά το χτίσιμο του Πολυτεχνείου και του Πανεπιστημίου και πήραν το όνομά τους, που προξενεί εδώ και δεκαετίες αυτά τα ανάμεικτα συναισθήματα, από τον Ηπειρώτη παντοπώλη Έξαρχο.
Μέχρι το 1959, η πλατεία Εξαρχείων -γνωστή και απλώς ως Πλατεία, με Π κεφαλαίο, παρακαλώ- δεν υπήρχε. Παλιά σπίτια και παράγκες στέκονταν στη συμβολή των δρόμων Σολωμού, Ανδρέα Μεταξά, Θεμιστοκλέους και Στουρνάρη. Επί Καραμανλή, η οικιστική αναμόρφωση της Αθήνας κατεδάφισε αρκετά από τα γραφικά αυτά οικήματα και διαμόρφωσε την πλατεία και τα παγκάκια της. Στήθηκε τότε εκεί το πήλινο (!) άγαλμα του Αττίκ, αλλά έλιωσε στην πρώτη κακοκαιρία του χειμώνα. Στη θέση του μπήκαν τα αγγελούδια τα γλυκά, αυτά που έμελλε να στολιστούν από ταγκιές και οργές περαστικών και μόνιμων.
Το διάστημα της Χούντας, τα Εξάρχεια και, βέβαια, η πλατεία τους, είχαν ρόλο πρωταγωνιστικό. Άντρο αντίστασης, αντιστασιακές προκηρύξεις, εννοείται αστυνομικά μπλόκα και βία. Βία. Στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, προσπάθειες εξημέρωσης των απανταχού αγριμιών. Βιβλιοπωλεία, ιστορικά πια δισκάδικα, αλλά και εμπορευματοποίηση τη αριστεράς και της αναρχίας.. Τα ναρκωτικά (η σκόνη) παρόντα από τις αρχές της δεκαετίας του 70. Δίκες για χρήση παραισθησιογόνων ουσιών και «κλεφτρόνια» προειδοποιούσαν σε πρωτοσέλιδα τους γονείς για το πού βγαίνουν τα παιδιά τους τις νύχτες.
Κι ακόμα κι όταν τα Εξάρχεια γέμισαν μπαρ, καφέ, θέατρα και ταβέρνες για ρεμπέτικες, φαντασιακές νύχτες, ακόμα κι όταν στα Εξάρχεια άρχισαν να συχνάζουν φοιτήτριες και φοιτητές, από Αθήνα, αλλά και από δοξασμένες επαρχίες, που θα γίνονταν οι αυριανοί επιστήμονες και δημόσιοι υπάλληλοι. Αλλά και καλλιτέχνες άρχισαν να συρρέουν, έτοιμοι να ενταχθούν και να διαμορφώσουν το πολύβουο και λίγο άτακτο μελίσσι της περιοχής. Ιδέες, αυτοσχέδιες παραστάσεις, ξέφρενες νύχτες μεθυσιών, το ενδιαφέρον δίπολο Νεάπολης και Πλατείας, «πάνω κάτω η Πατησίων», αλλά, βέβαια, και η ενωτική, θρυλική οδός Μαυρομιχάλη.
Οι κλούβες, κλούβες όμως. Η επανάσταση, επανάσταση. Μια επανάσταση περισσότερο κόντρα στη μοναξιά και τη μιζέρια που έζεχναν τα μικροαστικά σπίτια εκείνης της εποχής με τον Παπανδρέου στην tv κι από πάνω τα σεμεδάκια, με τις μαμάδες που ονειρεύονταν γιο δικηγόρο και κόρη κυρά κι αρχόντισσα. Αυτός ο γιος και αυτή η κόρη προτιμούσαν τέχνη και αλητεία, γυρνούσαν σπίτια τους πρωί και τους περίμενε νερό σκεπασμένο με χαρτοπετσέτα στο κομοδίνο, όπως περίπου συμβαίνει, δηλαδή, και με τους σύγχρονους επαναστατημένους που σπάνε και καίνε για να γυρίζουν κάθιδροι και εκστασιασμένοι τα ξημερώματα πατώντας στα νύχια των ποδιών να μην ξυπνήσουν τον Χαλανδριώτη μπαμπά και την Κηφισιωτοπούλα μάνα.
Είναι αδύνατον να κάθεσαι στην Πλατεία και να μην κάνεις αναγωγές στο παρελθόν, εκτός αν δεν έχεις διαβάσει τίποτα ή αν δε σου έχει πει κανείς από τους μεγαλύτερους τίποτα. Πολλοί παλαιοί θαμώνες, αληθινοί με σάρκα και οστά Εξαρχειώτες δε θέλουν ούτε ν’ ακούν, ούτε να βλέπουν. Το σκηνικό αλλάζει. Το σκηνικό μένει ίδιο. Γινόμαστε εμείς οι νέοι Εξαρχειώτες-εμείς, όμως, δεν φοράμε απαραιτήτως άρβυλα, ούτε απαραιτήτως ξενυχτάμε πάνω από μαύρα και κόκκινα γράμματα όπως ο Νικόλας Άσιμος, εμείς μπορεί και να νοικιάζουμε τις φωλιές μας στο καπιταλιστικό και νεορευματικό airbnb του σατανά.
Δεν προλάβαμε να στεναχωρηθούμε όλες και όλοι για το κλείσιμο του επικού Floral πριν δύο χρόνια. Ο ιδιοκτήτης δήλωσε ότι καμία επιχείρηση επάνω στην πλατεία δεν είναι βιώσιμη. Το ίδιο έλεγε και ο ιδιοκτήτης του παρακείμενου Γκρι Καφέ που τώρα άλλαξε όνομα και ιδιοκτησία. Κι έφυγε κι αυτός. Τα Εξάρχεια σε προσκαλούν και σε διώχνουν. Απρόβλεπτα! Παράλληλες πραγματικότητες: οι ιδιοκτήτες που παλεύουν για να μη φύγουν ως περιοχή από τις hip γειτονιές, οι συχνά αδιάφοροι και απλώς διερχόμενοι κάτοικοι, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες που θέλουν δουλειά και αγάπη. Όπως όλοι.
Η Πλατεία Εξαρχείων αποτελεί τον πολύχρωμο χάρτη της Αθήνας, τα χρώματα όμως δεν ακτινοβολούν, είναι χλωμά και θαμπά. Συρία, Ιράκ, Αφγανιστάν, Αλβανία, Κονγκό, Καμερούν, Πακιστάν, Μπανγκλαντές, χώρες-μαμάδες που εκπροσωπούνται στην Ελλάδα από άντρες. Τη νύχτα, οι γυναίκες και τα παιδιά είναι μέσα. Σε υπόγεια, σε νέες δομές διαμονής, σε κατάσταση προσωρινής φιλοξενίας. Οι άντρες δένονται σε παρέες, μιλούν τις γλώσσες τους, γελούν, πίνουν τσιγάρα και μπίρα, ορισμένοι τους ελέγχονται από μαφίες, από συμφέροντα. Όχι, δεν ακούνε πια βόμβες, ούτε φοβούνται μη ματώσει το πουκάμισο στη θέση της καρδιάς, αλλά πάλι άλλοι αποφασίζουν γι΄ αυτούς. Κάποιοι, καμώνονται τους αναρχικούς. Άλλοι, κανονίζουν πότε και ποιοι θα επιτραπεί να βάλουν τους πάγκους τους στην πλατεία για να πουλήσουν τις λιχουδιές του τόπου τους. Άλλοι φυλάνε αναγκαστικά αποθήκες όπου φυλάσσονται διάφορα «διαμάντια», γιατί αυτός που τους το λέει τους προστατεύει.
Έρχονται ώρες που αναρωτιέμαι: «μα τόσο κακό είναι αυτό το Κράτος, πια;». Δεν μπορώ να γράψω ονόματα, δεν μπορώ να πω ποιοι μου είπαν τι. Το θέμα των Εξαρχείων είναι λεπτό.
Τόσο λεπτό, που καταντά χοντροκομμένο. Πάρε μια κόλλα χαρτί και γράψε ό, τι σου’ ρχεται στο μυαλό, να δω λίγο κάτι. Ροκ και Ρεμπέτικο, αναρχία και μπάτσοι, ερωτική απενοχοποίηση, πολιτική, ΠΑΣΟΚ, Αριστερά, περιθώριο, άβατο, ανομία, βία, φόβος, γκριζάδα, καπνογόνα, κίνδυνος, κουλτούρα. Έπεσα καθόλου μέσα;
Δεν ξέρω. Μπορεί. Εγώ πάντως νιώθω κάπως όταν παραγγέλνω φρέντο καπουτσίνο και λίγο πιο κει κάθεται άπραγος και παρατημένος αυτός ο μουσάτος, ο αδύνατος, λιώμα από την πρέζα και με μια παρατεταμένη παλάμη. Και άντε εγώ να μην παραγγείλω τον καφέ. Αυτός θα σηκωθεί επάνω; Θέλω να ρωτήσω κάτι, αλλά δεν ξέρω ποιον. Το σύνθημα του Μάη του ’69 «απαγορεύεται να απαγορεύεις» πόσο μπορεί να συνεχίζει να έχει ισχύ στα Εξάρχεια;
Γύρω από την πλατεία και στους πέριξ δρόμους πωλούνται λαθραία, φτηνά τσιγάρα. Τα Σαββατόβραδα, κάτι πάντα γίνεται και πνιγόμαστε στο χημικό. Τα καλοκαίρια, μια δυο μέρες δηλαδή, διοργανώνονται από πολιτιστικούς παράγοντες χωρίς κρατικά πρόσημα βραδιές ποίησης και φεστιβάλ, τύπου Αναψυκτήριο “Τα Ωραία Εξάρχεια”. Οι μόνιμοι θαμώνες της πλατείας, που κοιμούνται, ξυπνούν και αναπνέουν εκεί μέσα, ενοχλούνται διακριτικά, αλλά οι φανζινάδες και οι αριστερουά ραδιοφωνικοί παραγωγοί τους κερνούν καμιά μπίρα κι όλα καλά. Ποιος να σώσει τι και ποιον εκεί μέσα; Γύρω μας αφίσες, αφίσες, αφίσες. Κι αφισοκολλητές θεογκόμενοι που τρώνε χαλαροί το σουβλάκι τους.
Δε φτάνουν οι λέξεις! Οι σελίδες! Οι νύχτες δε φτάνουν! Ξημερώνει και ξέρω ότι θα δω τον Ντίντη, τον παλιό μου συμμαθητή που είναι κοριτσούδι τώρα, χάρη στα καλλυντικά του. Θέλει να γίνει και στ΄ αλήθεια, αλλά το χειρουργείο κοστίζει. Αγαστά Εξάρχεια, δώστε του έρωτα, δώστε του χρήμα και λίγο χασίς. Κάτι καταφέρνει το μελαχρινό. Νυχτώνει πάλι και βλέπω τα ονειροπόλα κορίτσια με τα μαύρα διχτυωτά να κάθονται με βλέμμα νικητή στα χαμηλά πεζούλια, να γελούν δυνατά, πολύ δυνατά κι ένα μηχανάκι με νέο πολλά υποσχόμενο, καμπούρη, κοκαλιάρη να παρκάρει δίπλα στο διπλωμένο τους μπούτι. Φλερτ και βλέμμα διψασμένο. Δεν μας πειράζει κανείς εμάς τα κορίτσια. Διάχυτη, γαρ, η κουλτούρα του αντισεξισμού και του φεμινισμού.
Τόσα κατειλημμένα στέκια γύρω μας. Και μοσχοβολά κρέπα, πίτσα και φαλάφελ. Διψασμένα στόματα. Σύμπαν μες στο κράτος, όχι κράτος μες στο κράτος. Κατάλαβες; Κάθισα λιγάκι τις προάλλες και μου προσέφεραν αμέσως ένα τσιγάρο σαν τον πήχη μου να ρουφήξω. Χαμογέλασα κι ευγενικά αρνήθηκα. Υποκλίθηκαν κι έφυγαν. Νέοι νόμοι μετα-αστικής, υπεραστικής, εξωγήινης ευγένειας. Όταν πέφτει η νύχτα, οι νόμοι αλλάζουν, οι βάρδιες κι οι φρουρές. Οι πρωινοί εργαζόμενοι και το φοιτηταριό του καφέ και του ταβλιού υποχωρεί. Μεταλλάδες, ρεμπέτες, πουθενάδες, διάφοροι ατάμπελοι και ανέμελοι κι ωραίοι συρρέουν. Κάθονται, στριμώχνονται, προχωρούν, δεν έχουν λεφτά, έχουν αλλά όχι για τα μαγαζιά, κοιτούν βαθιά μες στα μάτια αν τους κοιτάξεις.
«Σε ποια παράλογη ταινία παίζω;», λέω και ξέρω πως δεν είμαι τυφλή. Τι συγκατοίκηση είναι τούτη μαγική, όμορφη, συχνά επικίνδυνη! Μπραντς, φαντς, άνθρωποι με και άνθρωποι χωρίς παπούτσια, αλκοόλ που κολλάει στις σόλες, περίπτερα, φαγάδικα, κραγιόν σε λάγνα χείλη, ντάγκλες καταμεσίς του δρόμου, αθώα, γλυκά σκυλιά, μια εσάνς αλληλεγγύης να πλανάται, διάφορες καλημέρες 2 η ώρα το μεσημέρι και τόνοι καφέ σε κούπες και πλαστικά. Κουρασμένοι σχεδόν μονίμως όλοι μας. Δεν αερίζεται καλά η περιοχή. Κλεισούρα και έμπνευση, φόβος και αποστροφή. Γίνεται;
Έλα και θα δεις. Θα δώσουμε ραντεβού στην πλατεία, «έξω από το παλιό φλοράλ» και θα σε πάω μια βόλτα μέσα και γύρω. Δεν θα πάθεις τίποτα, αν γίνεις κι εσύ λίγο μέρος του μωσαϊκού. Α, και φόρα ό, τι θες. Μια χάρη μόνο. Μην κάνεις κουβέντα για το μετρό που υποτίθεται θα ανοίξει πάνω στην πλατεία. Τι εννοείς γιατί; Εγώ θέλω. Ναι και οι κάτοικοι θέλουν! Ποιοι δε θέλουν; Δεν ξέρω! Ρώτα αυτούς που πυρπόλησαν το μηχάνημα που έκανε τις εδαφολογικές μελέτες.
Σου είπα, παιδί μου, τα πράγματα στα Εξάρχεια δεν είναι και πολύ απλά. Εδώ 1+1 δεν κάνει 2. Πόσο κάνει; Δεν ξέρω. Πάμε για μπίρα;
Discussion about this post