Το βιογραφικό του Σερραίου συγγραφέα Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη είναι αναρτημένο σχεδόν παντού στο διαδίκτυο και τα βιβλία του έχουν πάρει σάρκα και οστά σε θεατρικές σκηνές και έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, τα αγγλικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά και τα πορτογαλικά. Θα μπορούσε να είναι δικηγόρος ή ηθοποιός, η πένα του, όμως, έχει σαρώσει βραβεία και έχει ενθουσιάσει αναγνώστες και θεατές. Άνθρωποι που αγαπούν να γράφουν τον εμπιστεύονται ως δάσκαλο γραφής, ενώ σύντομα θα δημιουργήσει την δική του σχολή θεατρικής γραφής σε συνεργασία με τον Θανάση Τριαρίδη. Οι συνεντεύξεις, πάντως, με έναν συγγραφέα σαν αυτόν που χτίζει και γκρεμίζει συναρπαστικά σύμπαντα έχουν πολύ, πολύ λιγότερο ενδιαφέρον από ό, τι τα γραπτά του. Βουρ στα βιβλιοπωλεία και τα θέατρα, λοιπόν, για τον Χατζηγιαννίδη!
Τι θυμάστε πολύ έντονα από τα παιδικά σας χρόνια στις Σέρρες; Ονειρευόσασταν από τότε αυτά που ήρθαν στην ζωή σας;
Α, ήμουν πολύ μικρός για να θυμάμαι και πολλά από τότε. Όταν φύγαμε από τις Σέρρες δεν είχα καν πάει νηπιαγωγείο. Έχω πολύ έντονες εικόνες από την πόλη, αλλά καμιά από τον εαυτό μου εκείνης της ηλικίας. Τον εαυτό μου ως συγγραφέα άρχισα να τον φαντάζομαι γύρω στα 15. Μετά ξεμυαλίστηκα με τα θέατρα και θέλησα να γίνω ηθοποιός. Η δουλειά του θεατρικού συγγραφέα κάπως τα παντρεύει αυτά τα δυο.
Νομική και Δραματική Σχολή. Πώς και γιατί αυτό;
Στη Νομική μπήκα γιατί ήμουν καλός μαθητής και ήταν έτσι ένας εφικτός για μένα στόχος. Δεν ήταν, θέλω να πω, μια άπιαστη υπόθεση. Ήξερα πως οι δυσκολίες κρύβονταν σε άλλους στόχους. Αυτούς και κυνήγησα με περισσότερη μανία. Κράτησα πάντως αρκετά και από τη νομική επιστήμη. Όχι σε επίπεδο αντικειμενικών γνώσεων, όσο μάλλον σε έναν τρόπο σκέψης εξισορροπητικό, που προωθεί την ενσυναίσθηση και επιδιώκει να σταθμίσει με δικαιοσύνη κάποιες αλληλοσυγκρουόμενες επιθυμίες. Αυτά είναι σπουδαία εργαλεία στο κάμωμα των ηρώων σου αλλά και στη διαχείριση των αναμεταξύ τους συγκρούσεων…
Κι ύστερα, από ηθοποιός με ορισμένες σημαντικές συνεργασίες, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Προτιμήσατε, υποθέτω, κάποια στιγμή να δημιουργείτε εσείς τους χαρακτήρες, από το να τους υποδύεστε;
Πίστευα πάντα ότι, κατά βάθος, η λειτουργία είναι η ίδια. Προσπαθείς να μπεις στην ψυχή των ηρώων, είτε για να τους πλάσεις από το μηδέν είτε για να τους υποδυθείς. Να καταλάβεις το μηχανισμό σκέψης τους, να φανταστείς τις αντιδράσεις τους στα γεγονότα. Τους βάζεις μέσα σου, τους δανείζεις τη σκέψη και τα αισθήματά σου, ενίοτε το ίδιο σου νευρικό σύστημα. Σε μια στιγμή λοιπόν της ζωής μου θεώρησα πως η θέση μου ήταν να εκτελώ αυτή τη λειτουργία στο χαρτί κι όχι στη σκηνή.
Το Λα Πουπέ έχει χαρακτηριστεί έργο-ορόσημο στο ελληνικό θέατρο και φέτος τον Ιανουάριο ξανανέβηκε. Πώς το αποφασίσατε και ποια τα συναισθήματά σας;
Οι συγγραφείς είναι πλάσματα εγωιστικά, κατά το πλείστον, και χαίρονται να βλέπουν τα έργα τους ανεβασμένα ξανά και ξανά σε διαφορετικές εκδοχές, δουλεμένα από άλλους καλλιτέχνες, μέσα από νέες οπτικές. Αισθάνονται έτσι ζωντανοί ή και σημαντικοί… Όπως με το «Λα Πουπέ» έτσι και με τη «Λάσπη» αλλά και τη «Μεταμφίεση» (αυτά ήταν άλλωστε τα τρία πρώτα μου θεατρικά έργα) θα έχω τη χαρά να τα ξαναδώ παιγμένα του χρόνου με νέους συντελεστές. Το ίδιο και με τον «Αέρα», που είναι σχετικά πιο πρόσφατο. Τα έργα είναι φτιαγμένα για να παίζονται και να ξαναπαίζονται και να δοκιμάζονται σε άλλες εποχές και κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Έτσι κι αλλιώς, πιστεύω ότι κάθε ανέβασμα ελληνικού έργου, για πρώτη ή δεύτερη ή εκατοστή φορά, είναι μια νίκη.
Είστε, όλα αυτά τα χρόνια, πολυγραφότατος. Με ποιον τρόπο δουλεύετε; Ακολουθείτε κάποια… συγγραφική ρουτίνα;
Όχι, είμαι αρκετά ακατάστατος στα συγγραφικά μου ωράρια, υπάρχουν εποχές παραγωγικές και εποχές απολύτου βαλτώματος. Κατάλαβα όμως με τα χρόνια ότι, ακόμα και κατά το διάστημα που το μυαλό έχει μπει σε λειτουργία «αθόρυβου», συντελούνται διεργασίες. Αθέατες μεν, αλλά σημαντικές. Μαζεύονται δυνάμεις και κυρίως συσσωρεύεται επιθυμία για ένα καινούργιο σχέδιο. Πρέπει πρώτα να σου λείψει κάτι, να το πεθυμήσεις, για να ριχτείς επάνω του με ορμή ξανά.
Μπορεί κανείς να είναι full time συγγραφέας στην Ελλάδα και να βιοπορίζεται αποκλειστικά από αυτό;
Όχι. Πολύ δύσκολα. Μόνο κατ’ εξαίρεσιν συμβαίνει.
Εσείς πώς καταφέρατε να γίνετε γνωστός και να περάσετε “τείχη” και “πόρτες”; Υπάρχουν κι άλλες εξαιρετικές πένες στην χώρα μας που δεν το έχουν πετύχει-και ίσως ποτέ να μην…
Ξέρετε, όπως σε όλες τις δουλειές, το ένα φέρνει το άλλο. Κι άλλωστε δεν γίνονται όλα εν μία νυχτί. Είναι τώρα κοντά 20 χρόνια που εργάζομαι διαρκώς. Κάποια στιγμή βρίσκεται κάποιος και εκτιμάει κάτι στη δουλειά σου, σου ανοίγει ένα παράθυρο. Κι ύστερα ένας άλλος. Εάν δεν έχεις τον νου σου επικεντρωμένο μοναχά στο πώς θα γίνεις γνωστός και πώς θα αποκτήσεις αναγνώριση, αλλά θέλεις, για σένα πρώτα πρώτα, να δημιουργήσεις κάτι όμορφο, να χαρείς την κατασκευή ενός έργου, του έργου σου, έχεις νομίζω σαφώς περισσότερες πιθανότητες να ανοίξεις το δρόμο σου.
Τι σας εμπνέει; Από πού αντλείτε ιδέες για τα γραπτά σας;
Από πού αντλώ. Βασικά από την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου ψυχικού μηχανισμού. Και από την παντοδυναμία της φύσης. Ίσως και από την μυστηριώδη λειτουργία του πεπρωμένου και των συμπτώσεων. Από την πανταχού παρούσα γελοιότητα της ανθρώπινης μικρότητας. Από την αίσθηση δικαίου και αδίκου που κουβαλά μέσα του ο καθένας μας. Χοντρικά.
Σε ποιο κοινό απευθύνεστε; Ποιοι διαβάζουν ακόμα; Βοηθά το ανέβασμα στην σκηνή ενός καλού γραπτού στην απήχησή του;
H ποιότητα με την απήχηση δεν πάνε πάντοτε χέρι χέρι. Κάποιες φορές βέβαια συμβαίνει και αυτό. Και είναι μεγάλη ευτυχία τότε. Δεν ξέρω σε ποιο κοινό απευθύνεται ο συγγραφέας. Το κοινό μέσα στο κεφάλι μου μοιάζει με μια σκοτεινή, απροσδιόριστη μάζα ανθρώπων, μέσα στην οποία μπορεί να συναντήσει κανείς το καλύτερο και το χειρότερο. Πολλές φορές ευχόμαστε να άγγιζε το έργο μας όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό, αλλά αν σκεφτόμασταν αυτό το κοινό όχι σαν μια θολή, απρόσωπη μάζα, αλλά προσπαθούσαμε να δούμε έναν έναν τους ανθρώπους ξεχωριστά, τις μονάδες που απαρτίζουν αυτή την «κοινότητα», μπορεί να λέγαμε ότι μικρή σημασία έχει για εμάς τι θα σκεφτεί ο καθένας από αυτούς τους ανθρώπους για τη δουλειά μας. Μπορεί δηλαδή να μας νοιάζει το κοινό σαν ολότητα αλλά όχι η καθεμιά ατομική οντότητα που εντάσσεται σε αυτό το σύνολο. Κι αυτό είναι λιγάκι σχιζοφρενικό. Για ποιους γράφουμε λοιπόν; Καλή ερώτηση. Πραγματικά δεν ξέρω. Γράφουμε απλώς για να γαντζωθούμε στη ζωή.
Εσείς ποιους συγγραφείς αγαπάτε; Υπάρχουν βιβλία στα οποία πιάνετε τον εαυτό σας να επιστρέφει; Θα ήθελα και ένα σχόλιο πάνω στην εξής προσωπική μου παρατήρηση: ελάχιστοι νέοι Έλληνες συγγραφείς δηλώνουν ότι διαβάζουν νέους Έλληνες συγγραφείς.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν επιστρέφω στα αγαπημένα μου βιβλία. Τα αφήνω να «χωνευθούν» στο υποσυνείδητό μου, να αφομοιωθούν μέσα μου, να ξεχαστούν. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν ξεχνιούνται, βέβαια. Μένουν θαμμένα να υποφώσκουν. Όσο για τους νέους Έλληνες συγγραφείς, εάν προτιμούν να διαβάζουν ξένη λογοτεχνία, τι να κάνουμε; Να τους βάλουμε με το ζόρι να διαβάζουν Έλληνες; Το διάβασμα είναι από τα λίγα μη καταναγκαστικά πράγματα που έχει στη ζωή του κανείς για να ψυχαγωγηθεί. Ας μη βάλουμε και εκεί κανόνες. Αφήστε που κι εγώ (μολονότι δεν βρίσκομαι στην πρώτη νεότητα) το ίδιο πράγμα κάνω: προτιμώ να διαβάζω ξένη λογοτεχνία.
Διδάσκεται η γραφή; Τι πιστεύετε για τα αντίστοιχα σεμινάρια;
Τα τελευταία χρόνια διδάσκω σε αυτά τα σεμινάρια στα οποία αναφέρεστε. Πιστεύω ότι κάποια λίγα πράγματα όντως διδάσκονται. Ένα 15 με 20 τοις εκατό των δεξιοτήτων που απαιτείται να έχει ο συγγραφέας μπορεί να ασκηθεί μέσα από τη μαθητεία του στη δημιουργική γραφή. Πολλές φορές, το σημαντικότερο είναι ότι μπαίνοντας σε έναν κύκλο μαθημάτων ενθαρρύνεσαι να καταπιαστείς σοβαρά με το γράψιμο. Να βγεις από το στάδιο της αόριστης επιθυμίας και να στρωθείς στη δουλειά. Να συγκεντρωθείς και να αναμετρηθείς τόσο με το αντικείμενο όσο και με τον εαυτό σου. Και να βρεθείς αντάμα με άλλους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για το ίδιο πράγμα. Την εποχή αυτή ετοιμάζουμε μια «σχολή» με τον φίλο μου συγγραφέα Θανάση Τριαρίδη, με αντικείμενο τη συγγραφή θεατρικού έργου. Μια σχολή πυροδότησης της επιθυμίας κάποιου να γράψει ένα θεατρικό κείμενο. Σύντομα θα ανακοινώσουμε τη στέγη που θα μας φιλοξενήσει και θα συνδιοργανώσει μαζί μας το εγχείρημα τούτο.
Οι μουσικοί μπορούν να συνεργαστούν, αντιστοίχως οι ηθοποιοί, οι εικαστικοί, οι χορευτές, οι σκηνοθέτες… Οι συγγραφείς, πέραν της δοκιμασμένης μεν όχι ιδιαίτερα επιτυχημένης φόρμουλας της συγκατοίκησης εντός ενός βιβλίου, πώς μπορούν να δουλέψουν παρέα και να αλληλοβοηθηθούν; Ή δεν γίνεται; Ή δεν θέλουν;
Νομίζω το τελευταίο! Δεν θέλουν! Είναι τόσο μεγάλη η χαρά της καλλιτεχνικής αυτονομίας την οποία σου προσφέρει η συγγραφή, όπου νιώθεις ο απόλυτος άρχων και εξουσιαστής του υλικού σου, χωρίς να χρειάζεται να δίνεις λογαριασμό σε κανέναν για τις αποφάσεις και τις επιλογές σου, που δύσκολα τη θυσιάζεις βάζοντας συνεταίρο. Ο συγγραφέας, την ώρα που δημιουργεί, είναι ένας μικρός θεός. Και οι θεοί, ως γνωστόν, δρουν πάντα μόνοι.
Τι ετοιμάζετε αυτή την εποχή;
Έχω ξεκινήσει ένα καινούργιο μυθιστόρημα και, ακόμα, βάζω κάποιες τελικές πινελιές στο λιμπρέτο της «Πάπισσας Ιωάννας» που θα ανέβει με τη μορφή όπερας στην Εθνική Λυρική Σκηνή την ερχόμενη άνοιξη. Πρόκειται για μια πολύ τιμητική για μένα ανάθεση από τον Γιώργο Κουμεντάκη αυτού του δύσκολου εγχειρήματος: διασκευή του μνημειώδους μυθιστορήματος του Ροΐδη και συγγραφή του λιμπρέτου. Τη μουσική θα υπογράφει ο εκλεκτός Γιώργος Βασιλαντωνάκης.