Το φθινόπωρο είναι μια νέα σεζόν, ο ήρωας περιμένει κάτι, ή μάλλον ψάχνει το ξυσμένο μολύβι του με τη φρέσκια κασετίνα. Χωράει με τάξη τα χρώματα και τα μήκη των προσδοκιών του, ύστερα φοράει τα λουριά της σάκας που θα κουβαλήσει στους ώμους του.
Δεν είναι παιδί, το ξέρει, κανένα κουδούνι δεν θα χτυπήσει, ούτε ο Σεπτέμβρης είναι εποχή πιά, με φύλλα στους δρόμους για να τα περπατήσει, και μια βροχή απ’ αυτές του σινεμά.
Πάντα όμως είναι η αρχή θαρρείς μετά από μια λήξη και το πιθανότερο είναι πως τίποτα δεν άλλαξε πριν και δεν θα αλλάξει μετά. Βιάζεσαι όμως να δροσίσει, να βγάλεις τα μακρυμάνικα, να κάνεις κάτι! Κι αυτό το κάτι, κουσούρι από τα παλιά, σε ταΐζει πάλι ιδέες και σχέδια μικρά, μικρούτσικα, ίσα ίσα να μη λιμοκτονήσεις.
Έτσι αλλάζουν οι εποχές κι ας μην κουνάνε καν το δαχτυλάκι τους. Έτσι περνάμε από μέσα τους κι εμείς, μέσα από μια ξωτική κουρτίνα με χάντρες πολύχρωμες, είσοδο στο μαγικό «μετά» μας… Δε γίνεται βλέπεις αλλιώς, κάτι πρέπει να περιμένεις, τα πλάνα στην παράσταση οφείλουν να κινηθούν μαζί μ’ εσένα, τα χρώματα της φθινοπωρινής σεζόν, τα πιτσιρίκια που θα γεμίσουν τους δρόμους πρωινιάτικα με κατεβασμένα μούτρα, εκείνο το τώρα τα κεφάλια μέσα, που σε στοιχειώνει – λες να σηκώσαμε πανιά κι έφτασε η ώρα να τα μαζέψουμε;
Αν μου αρέσει;
Το καλύτερο μου μια τροφαντή συννεφιά, ένα χώμα που θα μυρίζει βροχή κι εγώ ξυσμένη στις μολυβένιες άκρες μου, γυμνή από σχέδια, ορφανή από ιδέες, ξυπόλυτη και δίχως πανιά, να βαυκαλίζομαι για ώρες με τα μούτρα κολλημένα στο τζάμι.
Αν το πετυχαίνω;
Τρέχει το φθινόπωρο, σου βγάζει τη γλώσσα, σου ξεγλιστράει όσο εσύ πασχίζεις από κάπου να πιαστείς. Αν είσαι τυχερός, εξασφαλίζεις μια δυο σταγόνες βροχής –μισή οκά σύννεφα– για να χαζέψεις και λίγες στιγμές να ξεχαστείς…
Αν είσαι τυχερός…
Αν όχι, χαζεύεις τις βιτρίνες που άλλαξαν ρούχα, κάνεις μια ανάλογη απόχρωση στο μανικιούρ σου, κοιτάς τα κλειστά παπούτσια σου που σε κοιτάνε και αυτά και περιμένουν.
Κάτι περιμένεις, όμως, δεν μπορεί, κάποιο κουδούνι θα χτυπήσει για σένα και αν δεν το προλάβεις, θα είναι και το μοναδικό άγχος, που δεν θα χωρέσει στη σάκα σου με τα κομμένα της λουριά…