Τι κι αν οι καιροί είναι δυσοίωνοι και λεφτά δεν υπάρχουν, τι κι αν έχει φτάσει Ιούλιος και είστε ακόμα στην πόλη αγκαλιά με τον καυτό της ήλιο, τι κι αν οι τουρίστες σας θυμίζουν ότι δεν έχετε…
Δεν πειράζει. Οι καλοκαιρινές μικρές στιγμές μας, αυτές δηλαδή που υποδηλώνουν πως το καλοκαίρι είναι εδώ και σου χαμογελά, δεν χρειάζονται ούτε ξενοδοχεία, ούτε φοίνικες, ούτε καραβάκια. Για να ζωντανέψουν, θέλουν μονάχα μερικές από τις αισθήσεις μας!
Σκίτσα: Μυρτώ Στέλιου
Το καρπούζι σου και σ’ άλλη παραλία!
“Καρπούζι με φέτα”
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα της μαμάς μου στην αυλή του σπιτιού τα γλυκά βράδια του καλοκαιριού. Η μαμά μου είναι από εκείνες τις γυναίκες που δεν κολλάνε πουθενά, που κρατάνε γερά τα θεμέλια και δεν λυγίζουν εύκολα. Έτσι λοιπόν παίρνει το καρπούζι, το κόβει και το σερβίρει χωρίς την αντρική δύναμη του μπαμπά. Κόβει κάθε βράδυ μια φέτα καρπούζι, με εξαιρετικά μελετημένες κινήσεις, στο ίδιο κάθε φορά τσίγκινο μπολ και πετάει τη φλούδα. Δίπλα ακριβώς βγάζει ένα πιατάκι με τυρί φέτα. Τα παίρνει και κάθεται στην αυλή ιεροτελεστικά. Ανάβει το πράσινο φαναράκι στο κέντρο του τραπεζιού από μπαμπού. Με φωνάζει πάντα και για να φάω και εγώ, να πάρω καμιά βιταμίνη λέει. Δεν πηγαίνω σιχαίνομαι το καρπούζι με τη φέτα. Η μαμά μου όμως το λατρεύει και το απολαμβάνει εδώ και πόσα χρόνια με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Σαν να μην περνάει μέρα από πάνω της, σαν τα λουλούδια γύρω της να έχουν πάντα το ίδιο ζωντανό χρώμα!
24 ετών
“Η παιδική ζωγραφιά”
20 χρόνια μετά το Νηπιαγωγείο. Οι μετακομίσεις έχουν να σου υπενθυμίσουν πολλά. Πρώτα και καλύτερα τα αντικείμενα που γεμίζουμε τις αποθήκες μας. Ψάχνοντας και αποθηκεύοντας τα βιβλία του δημοτικού, έπεσε το μάτι μου σε έναν κόκκινο φάκελο, με τίτλο: «Οι ζωγραφιές μου». Χαζεύοντάς τις, βρέθηκα μπροστά σε μια παιδική σύνθεση που ξεχώριζε από τις άλλες. Μία πράσινη γραμμή από μαρκαδόρο όριζε το έδαφος. Δύο μικρά κοριτσάκια με μπλε και πορτοκαλί φορέματα και μεγάλα πολύχρωμα καπέλα «στερεώνονταν» πάνω σ’ αυτό. Μέχρι εδώ όλα καλά. Όμως από πάνω τους «αιωρούνταν» σε ένα ουράνιο μπλε φόντο δύο τεράστια καρπούζια, ολοστρόγγυλα, κατακόκκινα και με πολλά μικροσκοπικά κουκούτσια. Δύο λεπτές μαύρες γραμμές που ξεκινούσαν από τα χέρια των κοριτσιών, τα έκαναν να μοιάζουν με μπαλόνια. Από πάνω, ο δεσπόζων τίτλος: «Ζωγραφίζω το Καλοκαίρι». Πουθενά θάλασσα, ή μεγάλος ήλιος ή άλλο σήμα κατατεθέν αυτής της εποχής. Τίποτα άλλο εκτός από τα γιγαντιαία καρπούζια.
20 ετών
“Η πεπονοεξέλιξή μου”
Δεν θέλω να γράψω για το σποροσυχτιριδόφτυστο καρπούζι, όπως μου προτείνατε, ευγενικά ειν΄η αλήθεια. ΟΧΙ! Βέβαια…Θα γράψω για το μελένιο πεπόνι, που η μάνα έκοβε τη μιά πλευρά του, το καθάριζε από τα σπόρια, και η πρωτόγονη εκδοχή μου το έτρωγε με το κουτάλι της σούπας, σκάβοντας περιμετρικά την υπέροχη σάρκα του. Η ευγενέστερη εκδοχή μου το συνόδευε με ζεστό χωριάτικο ψωμί και φέτα. Η εφηβική εκδοχή μου αναποδογύρισε, επίτηδες, το σουρωτήρι με τους πλυμμένους και αλατισμένους σπόρους. Μεγάλωσε και ντρέπονταν. Η ενήλικη εκδοχή μου όμως αρχίζει και επιστρέφει στην ευγενέστερη. Σκέψου τι θα γίνει με την ώριμη εκδοχή μου…
60 ετών
“Μόλις κόβεις ένα καρπούζι”
Εκτός των άλλων, καλοκαίρι σημαίνει καρπούζι. Το νιώθεις κρύο στα χέρια σου απ’ το ψυγείο, το κόβεις με μεγάλο μαχαίρι στη μέση και όντας ο πρώτος που θα φάει, μπουκώνεις άπληστα ένα τεράστιο κομμάτι απ’ την καρδιά. Σου έρχονται εικόνες από παλιά, όταν ο μπαμπάς, σου έκοβε μια χοντρή φέτα και του έλεγες να βγάλει τα κουκούτσια. Καθόσουν στα σκαλάκια της αυλής, με τα πόδια ανοιχτά και είχες ζουμιά μέχρι και στα αυτιά απ’ τη λαιμαργία. Κάποια στιγμή πετύχαινες ένα καλά κρυμμένο κουκούτσι και όπως είχες δει στα παιδικά, το έφτυνες στο διπλανό σου κάνοντας το πολυβόλο. Μετά μερικές βρισιές, κανά δυό παιχνιδιάρικες σφαλιάρες και πάλι έχωνες τη μούρη σου στη ζουμερή φέτα.
25 ετών
Παγωτό γιορτή και σχόλη
“Πληρώστε με σε παγωτά”
«Ήρθε ο θείος. Πηγαίνετε να βοηθήσετε!», φώναζε η μαμά απ’ το σπίτι κι εμείς, πετώντας στην άκρη ποδήλατα, μπάλες κι αυτοκινητάκια, τσακιζόμασταν ποιός θα φτάσει πρώτος κοντά του. Τελειώναμε τις όποιες δουλειές μας έβαζε και απλώνοντας τα μικρά μας χέρια, σχεδόν αρπάζαμε τις εκατό δραχμές του κόπου μας κι αμέσως τροχάδην στο ψιλικατζίδικο. Χωνάκι, ξυλάκι, κυπελάκι, καραμπόλα, 4Χ4. Και καθόμασταν εκεί στη σειρά. Αδέρφια, ξαδέρφια και μερικοί φίλοι, με τις κοιλιές φουσκωμένες, με τον ιδρώτα στα μέτωπα, με λιωμένο παγωτό να κυλάει στα δάχτυλά μας και με χαμόγελα στις φάτσες μας. «Πόσα έχεις φάει»; Και πάντα υπήρχε κάποιος που μας τσάντιζε, που μέτραγε τόσα παγωτά, που δε μας έφταναν δύο καλοκαίρια να τον πιάσουμε. «Του χρόνου θα σε περάσω»!
25 ετών
“Παγωτό βανίλια ποτέ ξανά!”
Ένα καυτό μεσημεριανό του Αυγούστου αράζουμε οι τρεις μας σε καφετέρια πάνω στη θάλασσα. Η ζέστη είναι αφόρητη. Παραγγέλνουμε φραπέ με μια μπάλα παγωτό, εμείς βανίλια και η Ειρήνη σοκολάτα. Γελάμε, γελάμε υστερικά. Ποιος βάζει στον καφέ παγωτό σοκολάτα; Οι καφέδες μας φτάνουν την ώρα που το τάβλι έχει φουντώσει. Ζάρια πάνε και έρχονται, χέρια χτυπούν στο τραπέζι γεμάτα οργή, πούλια εκσφενδονίζονται στις πέτρες. Εμένα πάλι το παιχνίδι με αφήνει αδιάφορη, όχι όμως και το ποτήρι με τον καφέ στην άλλη άκρη του τραπεζιού που ιδρώνει ή το παγωτό που βυθίζεται στον πάτο του. Τα αρπάζω με μανία και τα βάζω μπροστά τους, μέσα στο τάβλι. Τα ρουφάμε βιαστικά μέχρι να παγώσει το μυαλό μας και το παιχνίδι συνεχίζεται. Δύο ώρες αργότερα η Ειρήνη αγοράζει παγωμένο τσάι από τον αυτόματο πωλητή του νοσοκομείου και γελάει υστερικά. Στο δίπλα δωμάτιο εμείς με τους ορούς στο χέρι και τα παντελόνια ξεκουμπωμένα, περιμένουμε την επόμενη… «κρίση». Παγωτό βανίλια ποτέ ξανά!!
23 ετών
“Παγωτοεξάρτηση”
Χωνάκι, μόνο σοκολάτα. Τίποτε άλλο! Και κείνος ο παγωτατζής όλο και καθυστερεί σε άλλες γειτονιές…. Μετά μεγαλώσαμε….Καθιστοί στο ζαχαροπλαστείο….Παγωτό μόνο σοκολάτα σε γυάλινο μπωλάκι. Κύριε, εγώ θέλω να μου βάλετε 3 μπάλες σοκολάτα και σιρόπι σοκολάτας και τρούφα σοκολάτας. Η λαιμαργία λέρωσε το κολλαριστό φουστάνι….. Μετά μεγαλώσαμε κι άλλο….Σοκολατόπιτα με παγωτό σοκολάτα και σιρόπι και τρούφα σοκολατένια, προστέθηκε και μπισκοτάκι αλλά δεν ήταν σοκολατένιο. Και μετά μεγαλώσαμε πιό πολύ…Και τι έγινε; Οι γεύσεις από τα καλοκαίρια μας είναι γραμμένες σε τόνους σοκολάτας. Σιγά μη τα προσβάλουμε με αλλότριες γεύσεις! Και για να μην ξεχνιώμαστε, πιάσε σβέλτα…ένα «Chicago»!
60 ετών
“Πυ-πυ-πύραυλος!”
Τα παιδικά τραύματα, και δη τα τραύματα των Πανελληνίων, δύσκολα ξεχνιούνται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Άλλο ένα πράγμα, που δύσκολα ξεπερνιέται και χάνεται, είναι τα κιλά που βάζεις, ωσάν βρέφος στην ανάπτυξη, κατά τη διάρκεια των Πανελληνίων.
Έτσι, συγγνώμη που θα σας το χαλάσω αλλά για μένα παγωτό = Πανελλήνιες. Για τους περισσότερους φυσιολογικούς ανθρώπους, παγωτό σημαίνει παραλία, ξάπλες κάτω από την ομπρέλα, γουρουνιές με κολλητούς αγκαλιά με την οικογενειακή συσκευασία. Ωστόσο, για τους τραυματισμένους ψυχικά από τη λαίλαπα των Πανελληνίων -σαν και τη πάρτυ μου- σημαίνει στρες, κιλά και πυραυλάκατη γουρουνιά, πριν πέσω με τα μούτρα πάλι στο διάβασμα. Δε θα ξεχάσω ποτέ, εκείνη την ώρα της ημέρας -απογευματινή συνήθως- όπου μπαϊλντισμένη από Πλάτωνα Καικίνα Πέτο και Τρικούπη- κατέβαινα στο φούρνο της γειτονιάς προμηθευόμουν τον εν λόγο αυτοκτονικό πύραυλο, με τη βανίλια, τα κομμάτια σοκολάτας και τη σοκολάτα στο πάτο του χωνακίου, το ‘κοβα με τα πόδια μέχρι το πάρκο της γειτονιάς και επιτελούσα το καθημερινό μου έγκλημα δίχως φόβο αλλά με πολύ πάθος, πιστέψτε με.
Ξε-μυτήστε, ήρθε το καλοκαίρι!
“Η μυρωδιά του αλατιού”
Κατεβάζω την τσάντα του μπάνιου από το επάνω δεξί ντουλάπι που το καλοκαίρι μπαίνουν τα χαλιά και τον χειμώνα τα μπανιερά και τα συναφή! Ανοίγω την κίτρινη και πια ξεθωριασμένη τσάντα θαλάσσης. Βγάζω το περσινό μαγιό μου που βρίσκεται πάνω – πάνω. Είχα ξεχάσει το σχήμα του, δεν θα το φόρεσα και πολύ πέρισυ, παρ΄ όλα αυτά κάθε καλοκαίρι θέλω καινούριο μαγιό, αλλιώς δεν είναι καλοκαίρι. Πάω να το φορέσω να ελέγξω αν όλα είναι καλά. Έχω κανονίσει το πρώτο μπάνιο μου αύριο. Μου έρχεται κατευθείαν η μυρωδιά της θάλασσας πάνω στο ύφασμα. Δεν νομίζω ότι μπορείς να βρεις αλλού αυτήν την ίδια μυρωδιά. Λίγο πιο βαθιά στην τσάντα βρίσκω το μισοτελειωμένο αντιηλιακό μου. Το μυρίζω, μου έρχεται η εικόνα, να γράφω στην πλάτη της κολλητής μου «Σκόπελος 2013». Για να δούμε φέτος θα συλλέξουμε τις μυρωδιές για το επόμενο καλοκαίρι;
24 ετών
“Η συνοικιακή αυλή”
Ο αέρας είναι καυτός. Κι αυτή η περιορισμένη γωνιά σκιάς φαίνεται να μην αρκεί για σήμερα. Η αυλίτσα είναι κλειστή γύρω γύρω από ψηλές πολυκατοικίες και χωρίζεται στη μέση. Η μισή έχει ένα γωνιακό τραπεζάκι και δύο καρέκλες κι η άλλη μισή, φραγμένο χώμα και λίγα λουλούδια. Μια βεντάλια κάνει την ίδια επαναλαμβανόμενη κίνηση κοντά σε ένα ιδρωμένο πρόσωπο. Νευρικά και άτσαλα. Ξάφνου, σηκώνεται. Γεμίζει ένα μεγάλο κουβά με νερό και τον ρίχνει γρήγορα στην αυλή. Κάθεται ξανά στο ίδιο σημείο, με τα μάτια κλειστά και μ’ ένα συνεσταλμένο χαμόγελο. Αν την έβλεπε κανείς θα νόμιζε ότι ήταν από την αίσθηση δροσιάς, που έστω και για λίγο κέρδισε. Κι όμως ήταν για το βρεγμένο χώμα που γέμιζε την μικρή γκρίζα αυλή με μυρωδιές, πηγαίνοντας την σ’ ένα περιβάλλον, περισσότερο φυσικό και ανοιχτό. Ήταν η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, που σχεδόν είχε ξεχάσει και που επέστρεψε στα κρυφά από τις κυρίαρχες μυρωδιές αυτής της πόλης, μέσα στην μικρή αυλίτσα.
20 ετών
“Καλοκαίρι στη μύτη μου”
Το καλοκαίρι είναι πάνω απ’ όλα μια πανδαισία από μυρωδιές. Η μυρωδιά της λεμονιάς στην αυλή, του χαρτιού της εφημερίδας ή του βιβλίου σε συνδυαμό με μια παγωμένη βυσινάδα. Το κρεμασμένο ματσάκι με ρίγανη στον τοίχο του μπαλκονιού. Η γλάστρα με τον βασιλικό που μόλις τον αγγίξεις σου σπάει τη μύτη. Το ψάρι που σχεδόν λιώνει στα κάρβουνα. Λίγο ούζο στο ποτήρι. Ο ευκάλυπτος στο κάμπινγκ που δεν προσφέρει μόνο σκιά. Ένα ζουμερό νεκταρίνι μόλις το έχεις κόψει με μαχαίρι. Η μυρωδιά καρύδας από αντηλιακό στην παραλία. Τα μαλλιά και το δέρμα του καλοκαιρινού σου έρωτα, ηλιοκαμένο και ψημένο απ’ το αλάτι, όταν τον σφίγγεις στην αγκαλιά σου. Το βρεγμένο χώμα μετά από μπόρα. Η μυρωδιά του θαλασσινού αέρα. Να γιατί λατρεύω τα καλοκαίρια.
25 ετών
Σε περιμένω το άλλο καλοκαίρι…
Και κάπου στα μισά του καλοκαιριού της ενηλικίωσης, αρχίσανε οι βόλτες στην παραλία μέχρι το πρωί, οι κουβέντες επίσης μέχρι τα ξημερώματα, τα βραδινά μπάνια, οι εξορμήσεις σε τόπους μακρινούς μ’ ένα παπάκι σε αποσύνθεση. ΄0λα κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό και τον καυτό ήλιο. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, τα γεγονότα, οι άνθρωποι και συναισθήματα μπαίνουν σε άλλη διάσταση. Όλα μοιάζουν να είναι πιο μαγικά και πιο ονειρικά απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα. Θα μου πεις υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα. Η ζωή μας αποκτά την αλήθεια, που της δίνουμε εμείς κι όλα τ’ άλλα δεν έχουν σημασία. Κάπως έτσι θα ’χω πάντα στη μνήμη μου τα συναισθήματα ευφορίας και ευτυχίας που ξεπήδησαν από μέσα μου, ξημερώματα, ανεβασμένη πάνω στο ξεχαρβαλωμένο παπάκι και κρατώντας σε σφιχτά απ’ τη μέση, γύρισες, μου χαμογέλασες και φώναξες «Δε πιστεύω να κρυώνεις».
Τιπ καλοκαιρινών ερώτων: Ο καλοκαιρινός έρωτας είναι και πρέπει να παραμένει καλοκαιρινός. Ούτε ανοιξιάτικος, ούτε χειμερινός, ούτε φθινοπωρινός. Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
23 ετών
“Η μπλε μπαντάνα”
Γνωριστήκαμε στο πλοίο. Εμείς ήμασταν πιτσιρίκες, μόλις είχαμε τελειώσει το σχολείο, και αυτός κάπως παππούς για μας, γύρω στα 27. Φορούσε μπλε μπαντάνα σαν να μην είχαν τελειώσει ποτέ τα ’90s. Ήταν καλός με τα λόγια, έτσι άλλωστε δεν επιβάλλεται σε αυτές τις περιπτώσεις; Μας έκανε να γελάμε διαρκώς μέχρι που πιάσαμε λιμάνι και αποχαιρετιστήκαμε.
Τον σκεφτόμουν αρκετά τις επόμενες μέρες μέχρι τη στιγμή που βρεθήκαμε ξανά τυχαία το τελευταίο μας βράδυ στο νησί. Χαμογέλασε σαν να ήταν αυτή η καλύτερη στιγμή του ταξιδιού του και με έπιασε από τη μέση χωρίς να μου πει τίποτα. «Θέλεις να είσαι η κοπέλα μου για απόψε;», μου είπε.
Έμεινα μαζί του μέχρι το πρωί. Λίγο πριν φύγει το πλοίο μας, τον αποχαιρέτησα στο Μπούρτζι. Μου έπιασε το χέρι και το φίλησε, ήταν του τύπου του οι θεατρινισμοί. «Θα σε περιμένω του χρόνου», μου είπε και μου χαμογέλασε όλο βεβαιότητα.
23 ετών
“Καλοκαίρι=χωρισμός”
Πρέπει να ήταν Ιούλιος, αν θυμάμαι καλά, που με πήρε τηλέφωνο και έτσι ξερά και κοφτά μου είπε «Ξέρεις δεν είμαι πια ερωτευμένος, θέλω να χωρίσουμε». Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να πω, πως ο κύριος ήταν σε διακοπές μικρού μήκους. Και μου ήρθε εμένα κεραμίδα κατακέφαλα. Όχι γιατί ήθελε να χωρίσουμε και δεν θα κάναμε διακοπές μαζί, όπως είχαμε συμφωνήσει, αλλά γιατί δεν ήταν πια ερωτευμένος! Και άρχισα να κλαίω τη μοίρα μου για το κακό που με βρήκε εν μέσω καλοκαιριού. Και το καλοκαίρι χωρίς έρωτα που να πάει κανείς;
Λίγες, πολύ λίγες εβδομάδες μετά, όταν έφυγε η μιζέρια από πάνω μου κατάλαβα πως το καλοκαίρι είναι η κατάλληλη περίοδος να χωρίζει κανείς. Αυτή η άτιμη εποχή σου κρύβει τόσες περιπέτειες, αν θες να τις ζήσεις, που σου γεμίζουν μπαταρίες για τους επόμενους τέσσερις μήνες σίγουρα. Ερωτευτείτε όσο περισσότερο μπορείτε και ας είναι και για μια μέρα!
Μια κάποτε χαροκαμένη από έρωτα κόρη…
24 ετών
Βουτιά στα «βαθιά»
Δεν υπάρχει τίποτα μετά από αυτό, μετά από εκείνη την κάθετη προς την επιφάνεια της θάλασσας, σχεδόν στιγμιαία κίνηση της βουτιάς. Μονάχα μια συνεχής υπενθύμιση. Τα όρια σου είναι εδώ. Όσο κι η αν η πρόκληση της ανακάλυψης του βυθού υπάρχει διαρκώς πίσω από κάθε σου κίνηση, ο αέρας που σου λείπει σε γυρίζει ξανά πίσω, στην ίδια ευθεία με έναν ήλιο που σου στρέφει το βλέμμα βίαια σε άλλες κατευθύνσεις κι αντανακλάται στο βρεγμένο σου σώμα. Μα όσο περισσότερες είναι οι βουτιές σε λίγες ώρες, μέρες ή καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, τόσο περισσότερο θα βλέπεις γύρω σου μ’ εκείνο το ιδιαίτερο μπλε φίλτρο. Τότε είναι που η ανάσα σου αρχίζει να σέβεται τη λαχτάρα του μυαλού και του σώματος σου για το μπλε.
20 ετών
“Μαρίκα ή Πάμελα;”
Δεν υπάρχει βουτιά στη θάλασσα. Αυτό είναι μύθος! Κάθε φορά που έχω επιδιώξει να το παίξω Πάμελα Άντερσον επί τω έργω και να βουτήξω αλα Μπέιγουοτς ναι μεν έχω καταφέρει το σκοπό μου, να το παίξω γκόμενα, αλλά αν και εφόσον τα μάτια των λουόμενων με ακολουθούσαν και κάτω απ’ το νερό, θα γκρεμιζόταν η εικόνα απαράμιλλης παραλιακής γοητείας, μέσα σε δευτερόλεπτα. Με τη φρίκη από την ψυχρολουσία, ζωγραφισμένη στη μούρη μου, σίγουρα δε θα έπειθα για την εξοικείωση μου με τη γαλάζια θεά, με τίποτα.
Η μόνη «βουτιά» που υπάρχει είναι αλά θεία Μαρίκα (γυαλί- καπέλο- σωσιβιοεξοπλισμός). Πλησιάζω δήθεν άνετη στην ακροθαλασσιά, αντιλαμβάνομαι θερμοκρασία και το παίζω ψύχραιμη. Οπλίζομαι με αρετή και τόλμη και μπαίνω μέχρι τα γόνατα. Ξεκινώ με κοφτές και γρήγορες κινήσεις -μη μας πάρουν και πρέφα- να ραντίζομαι με μικρές, αλλά αρκετές ποσότητες θαλασσινού νερού μέχρι να αποδεχτεί το σώμα μου τους -20ºC. Μόλις τελειώσει το ράντισμα, προχωράω με θάρρος και μόλις φτάσει το νερό μέχρι το λαιμό, γυρνάω πλάτη στους λουόμενους ούτως ώστε να μην διακρίνουν την έκφραση Τζιμ Κάρεϊ που έχω πάρει απ’ το σοκ. Μία ή άλλη τη ψυχρολουσία δε τη γλυτώνεις, οπότε διάλεξε: Θεία Μαρίκα ή Πάμελα;
23 ετών
“Το κοχύλι μου”
Καλοκαιράκι και Φάληρο. Γιαννάκη μη πιτσιλάς τη γιαγιά… Παίξτε και με τα άλλα παιδάκια… Κουβαδάκια… Ατέλειωτες σειρές πύργων… Φορέστε τις σαμπρέλλες σας και όχι στα βαθιά… Μην απομακρύνεστε…. Το πεπόνι στη θάλασσα για να ‘ναι δροσερό. Ελάτε να φάτε…… Εκεί και ο παγωτατζής…. Μαζεύτε τα παιχνίδια σας, νύχτωσε, φεύγουμε! Οδυρμός! Από τώρα; Επιστροφή με λάφυρα στις τσέπες, κοχύλια, βοτσαλάκια, χρωματιστά γυαλάκια, κανένα ξένο παιχνίδι…… Και μετά ήρθαν άλλες παραλίες με κανώ και ποδήλατα και βουτιές από βράχια και ρήξη τυμπάνου και αποκλεισμός του μελλοντικού……. Τζώνι Βαισμίλερ από τα παγκόσμια κύπελλα. Τώρα, ψάχνω σ΄ άλλες παραλίες να βρω το κοχύλι που λείπει χρόνια από τη συλλογή μου…..
Αύγουστος 60 ετών
“Μια αυθόρμητη βουτιά”
«Κατεστημένο και συντήρηση» με αποκαλούσε. «Γεννήθηκες 35 χρονών και είμαι μαζί σου γιατί μου αρέσουν οι μεγαλύτερες γυναίκες», μου έλεγε. Και πράγματι δεν είναι μυστικό το πόσο σοβαρή και κομ-ιλ-φο που λένε είμαι. Εκείνο το βράδυ όμως είχα διάθεση να αποδείξω ότι ήμουν αυθόρμητη και τολμηρή. Έτσι όταν βρεθήκαμε οι δυο μας στην προβλήτα αποφάσισα να κάνω το μεγάλο άλμα. Ή να πω καλύτερα τη μεγάλη βουτιά; Έβγαλα λοιπόν το μαγιό μου, διότι έπρεπε να είναι ολοκληρωμένο το τόλμημα, και βούτηξα γυμνή στα κρύα νερά του Κορινθιακού. Τι τον ήθελα τον αυθορμητισμό; Βρέθηκα να κολυμπάω στο μισό μέτρο νερό σε ένα βυθό σπαρμένο με χιλιάδες αχινούς, κάνοντας το γνωστό κολύμπι της χελώνας σε μια μάταιη προσπάθεια να βγω στη στεριά ενώ οι αχινοί έξυναν την κοιλιά μου σε κάθε μου κίνηση. Και όλα αυτά θεόγυμνη και υπό την μουσική υπόκρουση του φίλου μου που γελούσε υστερικά.
23 ετών
“H πρώτη βουτιά”
Το σκηνικό στην παραλία της μικρής επαρχιακής πόλης, κάποιο παλιό καλοκαίρι, μοναδικό. Μια ευτραφής μάνα, με μαύρο ζέρσεϊ κομπινεζόν, ξεφώνιζε: «Πνίξου και βγες από το νερό. Αν σε πιάσω στα χέρια μου θα σε γουλίσω σαν χταπόδι». Πιο πέρα τα πιτσιρίκια πλατσούριζαν τσίτσιδα ή με το βρακάκι τ’ αγόρια, με το μεσοφοράκι τα κορίτσια. Μερικά φορούσαν σωσίβιο, δηλαδή δυο ξερές νεροκολοκύθες δεμένες με σπάγκο που περνούσε κάτω από τις μασχάλες. Κι εγώ, με το ίδιο σωσίβιο, καμάρωνα για το μάλλινο κόκκινο μαγιό μου. Τ΄αλάνια της παρέας πάσχιζαν να μου σπάσουν το ηθικό. «Το κόκκινο τραβάει τον καρχαρία. Θα σε φάνε οι καρχαρίες». Τζάμπα ο κόπος! Το μόνο που με απασχολούσε ήταν να καταφέρω κάποια μέρα μια βουτιά σαν αυτές που έκαναν οι μεγάλοι. Κι ένα πρωινό, δίχως σωσίβιο πια, δρασκέλισα με αυτοπεποίθηση την ξύλινη εξέδρα και μετά από κάμποσες εντυπωσιακές πρόβες έπεσε κάθετα βαστώντας τη μύτη μου, βαφτιστήρι! Η αλαναρία γιουχάιζε ασταμάτητα. Και σαν να μην έφτανε το ρεζιλίκι, όταν αναδύθηκα είχα ήδη ψαρέψει με τη φτέρνα, έναν αχινό. Ξεφτίλα και πόνος!
75 ετών
Discussion about this post