Ω, λατρεμένη μου πένα, ω, γυναίκα πίσω από τα πρώτα μου προεφηβικά βιβλία. Σχεδόν ενός αιώνα πλάσμα, γεμάτο σοφία, γεμάτο χορτάτα παρελθόντα και επιτυχημένες παρτίδες με τις λέξεις, κι έφυγες.
Τι να έκανες κι εσύ; Να έμενες; Να έμενες πού; Σε έναν κόσμο που παραπαίει και γλιστρά ολοένα;
Μετά την Κική Δημουλά, μετά τον Κώστα Βουτσά και πριν από τόσους άλλους «επίλεκτους» του γένους μας ακόμα, την έκανες για πάνω, για έναν δικό σου μεγάλο περίπατο.
Ή μήπως αυτά θα τα έβρισκες μαλακίες και γλυκεράδες; Ενδεχομένως. Όμως, πάντα στεκόσουν δημοκρατική απέναντι στο δικαίωμα του Άλλου να επιλέξει τον τρόπο που του πάει για να χαρεί, να ερωτευτεί, να θρηνήσει, να μετανιώσει.
Προς στιγμήν, σκέφθηκα μήπως σε χρησιμοποιούσαν τα λογής κοράκια των media, για να σε παρουσιάσουν ως «θύμα του κορονοϊού» ξέρω γω. Εντάξει, αυτό θα παραπήγαινε. Αλλά τους έχω ικανούς, αλήθεια στο λέω. Όσο ανίκανους να οσμιστούν την μαγεία των γραφτών σου, τόσο ικανούς να διαστρεβλώνουν «μαγικά» την αλήθεια. Και άκρως θλιβερά.
Θα σε κηδέψουν στο Α Νεκροταφείο την Τρίτη, την μετά την Καθαρά, θα σε ακουμπήσουν τρυφερά κοντά στον αγαπημένο σου Γιώργο, τον σπουδαίο επίσης γραφιά και σκηνοθέτη.
Η βιογραφία και η εργογραφία σου είναι αναρτημένη σε δεκάδες σημεία στο διαδίκτυο. Αυτοί που δεν ξέρουν, ας μπουν να ψάξουν, να βρουν, να μάθουν. Αυτοί που ξέρουν, ας μπουν να θυμηθούν. Αυτό το κείμενο είναι αμιγώς ομφαλοσκοπικό, κάτι σαν απειροελάχιστο, μικροσκοπικό χρέος απέναντι στα παιδικά μου χέρια, απέναντι στα ορθάνοιχτα παιδικά μου μάτια που σε κράτησαν και σε διάβασαν δια μέσου των ιστοριών σου.
Χάρη σε σένα, Άλκη, ονειρεύτηκα να γίνω συγγραφέας, ονειρεύτηκα να κερδίζω το ψωμί μου γράφοντας. Κι αν ακόμα έχω να διανύσω βήματα πολλά μέχρι να μπορώ να πω ότι τα κουτσοκατάφερα, δεν παύω να σκέφτομαι πόσο πολύ με έχεις, ακουσίως, βοηθήσει.
Καλό σου ταξίδι, Υπέροχη. Άσε μας να κλαίμε βουβά-υπήρξες, ανάμεσά μας, Παραμύθι.