Πόλη ανοιχτή, σαν τις καρδιές μας!
Ζούμε μέσα στην πόλη και έχουμε, λίγο ’Η πολύ, συνηθίσει να κινούμαστε στους ρυθμούς της, αλλά να της δίνουμε κι εμείς ρυθμό με την παρουσία μας. Όλο το προηγούμενο διάστημα, εξαιτίας του lockdown, αυτή η αλληλεπίδραση είχε παγώσει και η κάθε πλευρά κινούταν στους δικούς της σκοπούς, με αποτέλεσμα πάντα κάτι να μένει ημιτελές.
Η καρδιά μας φώναζε «έξω!», αλλά το σώμα μας έμενε στάσιμο. Τώρα που η πόλη «άνοιξε», νιώθουμε κι εμείς ότι οι στιγμές τού έξω που είχαν παγιδευτεί στο μέσα ξαναβρίσκουν σιγά-σιγά χώρο έκφρασης.
Μας προσκαλεί να μπλέξουμε τους βηματισμούς μας σε ένα πρωινό ήρεμο βαλσάκι, σε ένα μεσημεριανό τανγκό και σε ένα νυχτερινό άγριο φλαμένγκο ’ή σε ένα κυκλωτικό χορό που μυρίζει καλοκαίρι.
Η πόλη ξυπνάει από τον λήθαργο και μας περιμένει να την ξαναγεμίσουμε!
Παρέα
(Ουσιαστικό) φιλική συντροφιά, ομάδα φίλων
Αν γυρίσουμε πίσω στις αναμνήσεις μας, οι περισσότερες από αυτές θα μας βρουν μαζί με κόσμο. Είναι αυτή η δύναμη που έχουν οι στιγμές της συνάντησης να μας βγάζουν από την αναμενόμενη διαδρομή του εαυτού μας. Ο άνθρωπος μέσα στην παρέα ολοκληρώνεται, γεμίζει, ομορφαίνει. Αποκτά νόημα η κατά τ’ άλλα μοναχική ύπαρξή του στον κόσμο.
Η Παρέα. Η διασταύρωση, το μπλέξιμο, η απρόσμενη εξέλιξη.
Ένας δεσμός που καταφέρνει να διαρρήξει τις νεφέλες της μοναξιάς. Ένα μπουκέτο από τα πιο παράξενα και σπάνια λουλούδια των αγρών και των βράχων. Μία αρμαθιά κλειδιών που ανοίγουν πόρτες βαριές και σκουριασμένες· από πίσω είναι η θάλασσα.
Οι άνθρωποι μέσα στην παρέα γίνονται δραπέτες, για χρόνο τόσο όσο κρατάει η μάζωξη. Φτιάχνουν καράβια από αλκοόλ, μεζέδες, αγγίγματα, παρεξηγήσεις, τραγούδια, βλέμματα, παρηγοριές. Μας ξεγελάνε οι παρέες.
Φτιάχνουν καράβια με τα οποία φεύγουμε για λίγο προς το νησί που λέγεται «αθανασία», αφού ξεχνάμε για ελάχιστα τον χρόνο. Τον παγιδεύουμε κάτω απ’ το τραπέζι γύρω από το οποίο καθόμαστε και τον κλωτσάμε με το πόδι, όποτε πάει να μας ξεφύγει.
Η παρέα είναι αφορμή για να ερωτευτούμε κάποιον άλλον πέρα από τον εαυτό μας. Είναι το τραγούδι που σιγοψιθυρίζουμε την επόμενη μέρα μετά το γλέντι. Είναι τα παρατσούκλια, οι γκρίνιες και οι ιδιοτροπίες. Οι σύντροφοι που ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου, αλλά είναι και αυτοί που ξέρουν να τον ξανακλείσουν. Η αμβροσία των θνητών με μία συνταγή πολύ πιο πετυχημένη απ’ αυτήν των Ολύμπιων Θεών.
Η συνεύρεση είναι η στιγμή της πληρότητας. Είναι το ξαπόσταμα του ενός πάνω στην άλλη. Είναι τα χαμόγελα που γίνονται γέλια, και καμια φορά εναλλάσσονται με δάκρυα. Αρνούνται όμως τα πρόσωπα να εγκαταλείψουν την παρέα προτού να ξανασχηματιστούν τα χαμόγελα για να κλείσει ο κύκλος του τραπεζιού με το πιο μυρωδάτο γλυκό του κουταλιού.
Κάποιοι είπαν…
- Το καλύτερο κρασί δεν είναι απαραίτητα το πιο ακριβό αλλά αυτό που μοιραζόμαστε. Georges Brassens, 1921-1981, Γάλλος τραγουδοποιός
- Ο άνθρωπος είναι ον φύσει κοινωνικό και πολιτικό. Αυτός που μπορεί να ζήσει μακριά απ’ τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι είτε θηρίο είτε θεός.
Αριστοτέλης, 384-322 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος - Ο άνθρωπος είναι οι σχέσεις του. Καρλ Μαρξ, 1818-1883, Γερμανός φιλόσοφος
- Σ’ αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο ’όπου κι αν βρίσκεται. Γιώργος Σεφέρης, 1900-1971, Έλληνας ποιητής, Νόμπελ 1963
- Πρέπει να εμπιστεύεσαι και να πιστεύεις τους ανθρώπους, αλλιώς η ζωή γίνεται ανυπόφορη. Άντον Τσέχωφ, 1860-1904, Ρώσος συγγραφέας
*Διάβασε λίγο αυτό!
Τσιριτρό
Σε μια ρώγα από σταφύλι
Έπεσαν οχτώ σπουργίτες
Και τρωγόπιναν οι φίλοι.
Τσίρι-τίρι, τσιριτρό
Τσιριτρί, τσιριτρό!
Εκτυπούσανε τις μύτες
Και κουνούσαν τις ουρές
Κι είχαν γέλια και χαρές.
Τσίρι-τίρι, τσιριτρό
Τσιριτρί, τσιριτρό!
Πω πω πω πω σε μία ρώγα
Φαγοπότι και φωνή!
Την αφήκαν αδειανή.
Τσίρι-τίρι, τσιριτρό
Τσιριτρί, τσιριτρό!
Και μεθύσαν κι ολημέρα
Πάνε δώθε, πάνε πέρα,
Τραγουδώντας στον αέρα:
Τσίρι-τίρι, τσιριτρό
Τσιριτρί, τσιριτρό!
Τσιριτρό
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
(απόσπασμα από το βιβλίο «Τα ψηλά βουνά»,
1η έκδοση 1918)
Απόλαυση
(Ουσιαστικό) το να αντλεί κάποιος μεγάλη ευχαρίστηση από κάτι
Τι είναι αλήθεια αυτό που απολαμβάνει κανείς, όταν απολαμβάνει κάτι; Μήπως η απόλαυση είναι αυτοσκοπός; Μήπως η απόλαυση σου γυρνάει πίσω την απόλαυση, άρα απολαμβάνοντας απλά απολαμβάνεις; Μήπως ακριβώς σε αυτό το σημείο κρύβεται η απολαυστικότερη διάσταση της απόλαυσης και γι’ αυτό είμαστε οι άνθρωποι «εθισμένοι» στις απολαύσεις; Άραγε είναι η απόλαυση η πιο ειλικρινής και τίμια σχέση με τον εαυτό μας και γι’ αυτό δεν κουραζόμαστε ποτέ να την αναζητάμε;
Στιγμιότυπο από πρόβα

Πάτωμα. Γυμνά πόδια στο πάτωμα. Πόδια που πάνε εκεί που θέλουν. Πόδια παρασυρμένα από μια μουσική που «θυμίζει», είπε, «το Γιαννιώ». «Θα είναι λίγο συγκινητικό τώρα αυτό». «Δεν πειράζει». Δεν πειράζει. Να μην πειράζει. Να ακολουθείς τα πόδια σου. Όπου σε παν. Σε παραστάσεις θαλασσινές που γίνονται τίτλοι σε ζωγραφιές παιδικές. Αυτό τι σου θυμίζει; Λοιπόν, το ήξερες πως η μνήμη μπορεί να διατηρηθεί στα πιο απίστευτα μέρη; Στον αγκώνα, για παράδειγμα. Ποιος να το περίμενε από αυτό το τόσο περιφρονημένο μέλος; Πας να ξεχάσεις κάτι και τσουπ! Στο θυμίζει ο αγκώνας σου. Από την απόλαυση της λήθης, σ’ αυτήν της αφήγησης. «Τι να πω δηλαδή;». Όλα μουσική. Και μετά ένα βλέμμα ευθύ και ένα καμπύλο και ένα πλάγιο μέσα από τον καθρέφτη γιατί — γιατί όχι; Όλα τα βλέμματα για όλους τους ανθρώπους. Να κοιταζόμαστε βρε παιδιά. -Χορεύουμε; -Με τα πόδια μας; -Με τα όλα μας.

«Οι άνθρωποι νομίζουν πως ξέρουν τι είναι απόλαυση, ενώ στην πραγματικότητα ξεριζώνουν τα φτερά τους για χάρη μιας αυταπάτης», έγραφε ο Ρουμί και ίσως να μην αδίκησε το είδος του όσον αφορά το «νομίζουν πως ξέρουν τι είναι». Οι ορισμοί, άλλωστε, που μπορεί να βρει κανείς στο διαδίκτυο δεν ικανοποιούν ούτε τον πιο καλόπιστο αναγνώστη. Και πώς να ορίσεις ένα αίσθημα υποκειμενικό; Ίσως με μια αναφορά στο σώμα; Αυτό που σε κάνει να νιώθεις εκείνο το μπαλόνι να φουσκώνει κάτω από το στέρνο ή την αίσθηση πως η πλάτη σου ανοίγει και θα χωρέσει τον κόσμο; Ίσως με μια λίστα από πράγματα και στιγμές που συνήθως σε κάνουν να νιώθεις όντως έτσι; Δύσκολοι οι ορισμοί. Από την άλλη, ίσως ξεριζώνουμε τα φτερά μας, ίσως όμως, κύριε Ρουμί, οι απολαύσεις να γίνουν τα ίδια τα πούπουλα.
Παιχνίδι αντιστοίχισης καθημερινών απολαύσεων
Καθετί που προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση…
Ένα νόστιμο φαγητό •
Μια ωραία ταινία •
Ένα από τα αγαπημένα σου τραγούδια •
Μια βόλτα •
Ένα ποτήρι κρύο νερό •
Μια βουτιά στη θάλασσα •
Το πρώτο παγωτό του καλοκαιριού •
Η αγαπημένη σου γωνία •
Ένα δροσερό ντουζ •
Η πρώτη γουλιά •
Το πιο άνετο ρούχο σου •
είναι απόλαυση
• με τον αγαπημένο σου άνθρωπο
• στο αγαπημένο σου μπαρ
• μετά τη δουλειά
• μες στο κατακαλόκαιρο
• της παγωμένης μπύρας
• πάντα και παντού
• σε παραθαλάσσιο ταβερνάκι
• σε θερινό σινεμά
• και το δεύτερο, και το τρίτο…
• που πετυχαίνεις στο ραδιόφωνο
• κατευθείαν μόλις βγεις από τη σκηνή
Kέφι
(Ουσιαστικό) η χαρούμενη και εύθυμη διάθεση
Το κέφι έχει μία πλευρά, αυτή της χαράς και της εύθυμης διάθεσης που μπορεί να σε πιάνει από το πρωί που ξυπνάς και πολλές φορές για ανεξήγητο λόγο, και έχει και μία δεύτερη πλευρά, αυτή του κεφιού που φτάνει κανείς μέσα από τη διαδικασία του γλεντιού. Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, αυτές οι μέρες-στιγμές που έχεις τα κέφια σου είναι και αυτές που νιώθεις ότι μπορείς να ξεπεράσεις τα πάντα.
Όταν ο άνθρωπος έχει κέφια
ή φτάνει σε κέφι, έχει ένα αίσθημα ότι υψώνεται ελάχιστα από τη γη, αιωρείται. Απαλλαγμένος από τα βάρη της ζωής, είναι σαν να επιπλέει στο σύμπαν και η βαρύτητα δεν είναι αρκετή για να τον κρατήσει επί γης
Είναι οι στιγμές που όλα μοιάζουν απαλά και ρόδινα. Χαμογελάς αναίτια, σκέφτεσαι θετικά, δεν κρατάς κακίες και περπατάς τρεκλίζοντας, είτε εξαιτίας του αλκοόλ είτε εξαιτίας της αγνής χαράς που σε κάνει λίγο αλλοπρόσαλλο. Αναρωτιέσαι, καθώς περνάει ο κόσμος από δίπλα σου, «μα καλά, πώς ξαφνικά γίναν όλα τόσο ενδιαφέροντα και ροζουλί;».
Ο εκνευρισμός κάνει στην μπάντα και γίνεσαι πιο ανεκτικός, σε σημείο αδιαφορίας. Πράγματα που σε ενοχλούσανε, απλά τα προσπερνάς και νιώθεις για λίγο πώς είναι να απολαμβάνεις τη ζωή χωρίς δεύτερες σκέψεις και γκρίνιες.
Σε αντίθεση με τις κακοκεφιές, που σχεδόν πάντα θα σε βάλουν στη διαδικασία να αναρωτηθείς γιατί βρίσκεσαι σε αυτήν την κατάσταση και σίγουρα θα θες να ξεφύγεις όσο πιο γρήγορα γίνεται από αυτήν, όταν το κέφι σε διακατέχει, δεν σκέφτεσαι από πού έχει προκύψει. Απλά το αφήνεις να σου συμβαίνει και να σε παρασύρει. Αυτό δίνει μία απελευθερωτική διάσταση στις καταστάσεις ευθυμίας, γιατί σε αναγκάζουν να ζήσεις το παρόν, χωρίς άχαρες μετατοπίσεις στο παρελθόν και στο μέλλον που πολλές φορές κουράζουν και καταλήγεις να χάνεις το νόημα.
Μία ειδική μνεία χρειάζεται στις καταστάσεις κεφιού που είναι συνδεδεμένες με το γλέντι. Με την συνύπαρξη με άλλους ανθρώπους, τη μουσική, τον χορό, το αλκοόλ. Αυτές οι στιγμές είναι ιδιαίτερα μαγικές, αφού οι αισθήσεις κινητοποιούνται στο έπακρο και η εμπειρία του κεφιού μοιάζει πιο ολοκληρωμένη από ποτέ. Είναι τότε που η ελάχιστη αιώρηση σταδιακά σε μεταμορφώνει σε μπαλόνι που τριγυρνά ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα, αγκαλιές, γλυκόλογα, αγαπημένα τραγούδια και η συγκίνηση είναι σχεδόν πάντα η πιο όμορφη κατάληξη της ιστορίας.
Μήπως θα έπρεπε να τις αφήνουμε πιο συχνά αυτές τις στιγμές να εισβάλουν στη ζωή μας;
Άκου λίγο αυτό!
Πάμε απόψε για σιργιάνι
για ξεφάντωμα τρελό!
Να πιούμε και
να πιούμε και να μπερμπαντέψουμε
και προς το χάραμα να επιστρέψουμε!
Μέσα στη γλυκιά ρομάντζα
πεύκο κι ακροθαλασσιά,
καθώς ο μπάτης θα χαϊδεύει τα μαλάκια σου,
τα χείλη μου θα σμίγουν στα χειλάκια σου!
Πάνω στο γλυκό μεθύσι
τραγουδάκια θα μου λες!
Τέτοια ζωή ζηλεύω κι όχι άλλη, μάνα μου,
και μες στην τρέλα μου σκορπώ
τα φράγκα μου!
Το ξεφάντωμα
Στίχοι-μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης, Τραγούδι: Σωτηρία Μπέλλου, Βασίλης Τσιτσάνης, ηχογραφήθηκε το 1948
Δημιουργία
(Ουσιαστικό) η ενέργεια, η δράση που παράγει κάτι το οποίο δεν υπήρχε προηγουμένως
John Craxton: ένας αντισυμβατικός ζωγράφος που ερωτεύτηκε την ελληνική «έξω καρδιά»
Γεννήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1922, στο Σαιντ Τζονς του Λονδίνου. Έζησε τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και με το πέρας αυτού δεν ήθελε να συνεχίσει να ζει στη σκοτεινή και πνιγηρή Αγγλία.
Άρχισε να ταξιδεύει σε πολύ νεαρή ηλικία, μέχρι που σε κάποιο από τα ταξίδια του ανακάλυψε την Ελλάδα, στην οποία βρήκε ό,τι του έλειπε από τον τόπο του: φως, καθαρό ουρανό, «ανοιχτούς» ανθρώπους, άγριο τοπίο.
Έζησε στον Πόρο, όπου είχε την τύχη να γνωριστεί με τον Σεφέρη, στην Ύδρα στο σπίτι του μεγάλου ζωγράφου Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα και τελικά αγόρασε δικό του σπίτι το 1963 στα Χανιά.
Ο Craxton ερωτεύτηκε παράφορα την Κρήτη, το άγριο τοπίο της και την ιστορία της, τον πλατύ θαλάσσιο ορίζοντα, το πάθος και το πείσμα των Κρητικών. Υιοθέτησε τα παραδοσιακά ρούχα, τη μεσογειακή διατροφή, έπινε ρακί και κρασί και απολάμβανε το φαγητό με φίλους και ντόπιους. Ξόδευε πολλές ώρες σε καφενεία και ταβέρνες συζητώντας –σε άπταιστα ελληνικά με μία δόση κρητικής διαλέκτου– και πάντα είχε μαζί του ένα μπλοκ σχεδίου για να μπορεί να ζωγραφίζει ανά πάσα ώρα και στιγμή τις σκηνές αυτές της καθημερινής ζωής του νησιού: τα πιάτα, τα τραπέζια, τους μουσικούς, τους χορούς.
Το όμορφο παράδοξο σχετικά με τις επιλογές του Craxton είναι ότι, ενώ το φυσικό του περιβάλλον ήταν τα σαλόνια, οι γκαλερί, οι διανοούμενοι, οι διάσημοι ζωγράφοι, αυτός ένιωθε σαν το σπίτι του, όταν βρισκόταν δίπλα στους απλούς ανθρώπους του μόχθου. Ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα που πίστευε στη φιλία, στη γειτνίαση και εκτιμούσε απεριόριστα τους ανθρώπους τους οποίους συναναστρεφόταν. Χαρακτηριστικά έχει πει ότι «ο πιο υπέροχος ήχος στον κόσμο, είναι οι άνθρωποι που μιλάνε πάνω από ένα καλό γεύμα».
Προτού γνωρίσει την Ελλάδα, τα πρότυπα του Craxton ήταν ο Πικάσο και ο Μιρό, αλλά δίπλα στον Χατζηκυριάκο-
Γκίκα ανακάλυψε ότι το σκληρό, πετρώδες και αδάμαστο ελληνικό τοπίο με τις αιχμηρές γραμμές και τους όγκους του μπορούσε να δώσει στον κυβισμό μία νέα προοπτική.
Ο Craxton δεν σταμάτησε ποτέ να ζωγραφίζει. Μέχρι το τέλος πίστευε ότι η ζωή του στην Ελλάδα ήταν η υψηλότερη μορφή τέχνης και ότι η ευτυχία που βίωσε με έναν μοναδικό τρόπο στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Κρήτη, ήταν αυτή που του έδωσε όλη τη δύναμη που χρειαζόταν ως καλλιτέχνης και όρισε συνολικά τη ζωή του.
Η τελευταία φορά που επισκέφθηκε τα Χανιά ήταν το 2006. Πέθανε στο Λονδίνο το 2009, σε ηλικία 87 χρονών, ενώ σχεδίαζε να επιστρέψει στο σπίτι του στα Χανιά για να ξαναβρεί τους φίλους του και να κάτσουν μαζί σε ένα τραπέζι με θέα τη θάλασσα και τον γαλάζιο ουρανό.
Πηγή: tavernamag.com