Ο Τηλέμαχος Νταλάκας γεννήθηκε στο Αδραμύττι, στο βάθος του ομώνυμου κόλπου στη Μικρά Ασία, περί τα 1895. Σε ηλικία 20 ετών… «μετακινήθηκε» οικογενειακώς, μαζί με άλλους ομοεθνείς του, απέναντι στη νήσο Λέσβο, ενώ θρυλείται ότι συμμετείχε και στη Μικρασιατική Εκστρατεία, ως λοχίας.
Στη συνέχεια, αφού πληγώθηκε από τα πεπυρωμένα βέλη ενός ανεκπλήρωτου (ίσως μηδέποτε εκπεφρασμένου;) έρωτος, κατέφθασε στο λιμάνι του Πειραιά το 1925, προς αναζήτηση «μιας καλύτερης τύχης» (και αναγνώρισης).
Στην Αθήνα υιοθέτησε το ονοματεπώνυμο Αρμάνδος Δελαπατρίδης και ίδρυσε το κόμμα των Κυανολεύκων, ενώ κυκλοφορούσε πάντα καλοντυμένος, με φράκο, ημίψηλο καπέλο και μονόκλ. Εκφωνούσε με στόμφο πολιτικές ομιλίες, προκαλώντας παραλήρημα ενθουσιασμού στους θαμώνες των καφενέδων, αλλά και στην «υψηλή κοινωνία» του κλεινού Άστεως.
Ως «εκλογική περιφέρειά» του μπορεί να θεωρηθεί η ευρύτερη περιοχή της Πλατείας Συντάγματος, ενώ τα «κεντρικά γραφεία» βρίσκονταν στο περίφημο καφενείο του Ζαχαράτου. Σε κατά καιρούς «προγραμματικές δηλώσεις» του είχε διατυπώσει τη δέσμευση ότι: «Θα βγάλω τα συρματοπλέγματα από το Δαφνί και θα τα βάλω στα ελληνικά σύνορα, καθότι είναι αδιανόητο να υπάρχουν Έλληνες διαβιούντες εκτός φρενοκομείου».
Ίσως, το πολιτικό «ειδικό βάρος» του να μεγιστοποιήθηκε όταν ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος τον στοχοποίησε συμπεριλαμβάνοντάς τον στους «ανισορρόπους, που διατείνονται ότι ηγούνται κομμάτων».
Υπογραμμίζεται ότι πέραν της πολιτικής είχε και ένα δίδυμο πάθος, τη λογοτεχνία. Κορυφαίο (αν και ανολοκλήρωτο) έργο του υπήρξε το «Η κοινωνία γελά». Η κλοπή των ανέκδοτων χειρογράφων από κακεντρεχείς «ψηφοφόρους» του υπήρξε ένα χτύπημα που βάθυνε ακόμα περισσότερο τα εσωτερικά ρήγματα στην ψυχή του συμπαθούς Προέδρου των «Κυανολεύκων».
Συν τω χρόνω όμως, η εμβληματική φιγούρα άρχισε να ξεθωριάζει. Στη δεκαετία του 1930 νοσηλεύτηκε στο ψυχιατρείο, όπου παρέμεινε τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Μετεμφυλιακά, δυστυχώς η μεσοπολεμική αστική λεπτότητα του «δελαπατριδείου» ακροατηρίου είχε δώσει τη θέση της σε χονδροειδείς απρέπειες και χυδαιότητες, τις οποίες ανεχόταν με καρτερικότητα ο Αρμάνδος.
Απεβίωσε την 1η Ιουνίου 1960, η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη, ενώ οι αρθρογράφοι της εποχής αναφέρθηκαν στον εκδημήσαντα με τρυφερή και νοσταλγική διάθεση (βλ. «Ψηφίδες Ιστορίας», Πέτρος Παπαπολυβίου, εκδόσεις ΡΙΖΕΣ, Λευκωσία 2017).
Μέρες σαν κι αυτές, με την κοινωνικοπολιτική επικαιρότητα να σοκάρει ακόμα και τους εκ πεποιθήσεως ανυποψίαστους, στήνονται μπροστά μας – με ύφος παιγνιώδες και σαρκαστικό – οι αμίλητες κι απόκοσμες σκιές κάποιων «γραφικών» τύπων από τη Belle Epoque μιας άλλης Αθήνας. Ενώπιον της πιο αναγνωρίσιμης φυσιογνωμίας της παραπολιτικής νεοελληνικής ιστορίας στεκόμαστε αμήχανα…
Ο καλόκαρδος ευπατρίδης Τηλέμαχος από το Αδραμύττι δεν καταδέχεται καν να μας κουνήσει το δάκτυλο. Ο «σαλός» αλλά δικαιωμένος Πρόεδρος των Κυανολεύκων δεν επιθυμεί να γευθεί το κρύο φαγητό της εκδίκησης… Τα τελευταία χρόνια, η εκτράχυνση των πολιτικών ηθών μαζί με πράξεις και παραλείψεις ειδεχθείς δεν μας αφήνουν περιθώρια απολογίας. Είναι πλέον προφανές ότι οφείλουμε να αμφιβάλλουμε για το αν ο Νταλάκας ήταν όντως ανισόρροπος, ή αν απλά «παρουσίαζε σωστά εν τη ουσία τα πράγματα με ανισόρροπον μορφήν»…