Το ”Αυτή η νύχτα μένει” είναι ένα από τα βιβλία που σημάδεψαν την εφηβεία μου, και με εισήγαγαν αναπάντεχα σ’εναν κόσμο ιδιόρρυθμο και εκρηκτικό θα ‘λεγα, αλλά συνάμα εξαίσιο και σχεδόν μαγικό. Έμαθα για την ύπαρξη του συγκεκριμένου βιβλίου τυχαία, από ένα παλαιότερο τεύχος του penthouse το 1997 από τη Μαλβίνα Κάραλη, που εκείνη την εποχή σε εμάς τα παιδιά της εφηβείας, κάθε ρήση, σκέψη, κριτική ή παραίνεσή της, λειτουργούσε ως βίβλος ιερά!
Έγραφε λοιπόν η Μαλβίνα:
”Το Αυτή Η Νύχτα Μένει” δεν είναι μόνο ένα συναρπαστικό βιβλίο, αλλά η μόνη εμπεριστατωμένη κοινωνιολογική μαρτυρία για τον ευρύ χώρο, που λέγεται ελληνικό σκυλάδικο. Κατ’ αρχήν είναι ένα βιβλίο που σε κάνει να σπαράζεις απ’το γέλιο. Ο Αλεξανδρής αυτοσαρκάζεται, η ξεφτίλα και το χιούμορ πάνε αγκαζέ, οι ποιητικές σκηνές, όπως φτωχές, πανάθλιες, πανάσχημες κονσοματζούδες που διασχίζουν την πόλη πάνω στο τρακτέρ του ζημιάρη, απογειώνουν το βιβλίο. Ποιό βιβλίο; Απογειώνουν τη νύχτα, την παρανομία, τα πράγματα που περνούν ξώφαλτσα στη ζωή των μικροαστών.”
Και μετά από λίγο καιρό, έπεσα πάνω στο περιοδικό 01 του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου, το πιο trendy περιοδικό των ’90ς, και διαβάζω μια υπέροχη συνέντευξη του συγγραφέα Θάνου Αλεξανδρή, -από έναν υπερταλαντούχο δημοσιογράφο ο οποίος δυστυχώς δεν υπάρχει στη ζωή, απ’τα πιο φωτεινά μυαλά, τον Φώτη Παπαδόπουλο-, διανθισμένη με μια συγκλονιστική φωτογράφιση του Σπύρου Στάβερη, -Το ‘χω φυλαγμένο το συγκεκριμένο έντυπο.
Και ένα Σαββατοκύριακο που είχα ανέβει από το Λουτράκι στα ξαδέρφια μου στο Κερατσίνι στον Πειραιά, πήρα τον Ηλεκτρικό και κατέβηκα στην Ομόνοια για να πάω να βρω το βιβλιοπωλείο Οδός Πανός στην Διδότου στα Εξάρχεια – σύνορα με Κολωνάκι – να πάρω το βιβλίο.
Έφηβος τότε, άκουγα ελληνικό και ξένο ροκ, Freddie Mercury, Cure, και Νταλάρα, Αλεξίου, Αρβανιτάκη, Δήμου, Βασ.Παπακωνσταντίνου, Stereo Nova, Λένα Πλάτωνος, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Λοΐζο, Κουγιουμτζή και Γιάννη Σπανό, τρελαμένος με τη Λίνα Νικολακοπούλου, τον Κώστα Τριπολίτη και τη Μαριανίνα Κριεζή, μάλιστα τότε συγκεκριμένα άκουγα πολύ το “Σαμποτάζ” και τη “Λιλιπούπολη”, θεωρούσα, όπως οι περισσότεροι, το σκυλάδικο είδος ευτελές, προορισμένο να ικανοποιεί ένστικτα ημιμαθών, παρακατιανών και γενικά ότι αφορούσε έναν κόσμο, που ήταν έξω απ’ τα δικά μου πλάνα και όνειρα.
Στην αρχή, διαβάζοντας όλα αυτά τα αλλοπρόσαλλα για την δική μου εφηβική αισθητική, θεώρησα το εγχείρημα αποκύημα φαντασίας και προϊόν μυθοπλασίας του συγγραφέα, όμως μέχρι να ‘ρθει το ξημέρωμα και φτάσω στην τελευταία σελίδα, είχα ανακαλύψει έναν θησαυρό, που μέχρι πρότινος αγνοούσα. Εικόνες πολλές που δημιουργούσαν έκπληξη, απορία και θαυμασμό. Γεγονότα κινηματογραφικά, όπως το παρακάτω που ήταν το αγαπημένο μου ανέκδοτο και όταν το διηγούμουν στην παρέα μου τους άφηνα όλους άφωνους. Μια τραγουδίστρια, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ζητάει να πάει τουαλέτα και ο θαμώνας σφόδρα καψούρης ζητάει κάτι μεγαλειώδες: Παραγγέλνει όλους τους σερβιτόρους να παραταχθούν και να πλύνουν με δεκάδες σαμπάνιες την λεκάνη, πράγμα, που όταν το διαβάζεις, σ’ αφήνει με ένα εγκεφαλικό.
Γυναίκες μέσης ηλικίας με ένα μικρόφωνο και μακιγιάζ πάνω στην πίστα γίνονται αντικείμενα πόθου, πάθους και αψιμαχιών, για τους θαμώνες, οι οποίοι ξοδεύουν περιουσίες, αφού γι’ αυτούς μια τραγουδίστρια έστω και πριν τη σύνταξη αποτελούσε τότε άπιαστο όνειρο. Μετά την κυκλοφορία του βιβλίου πολλοί δημοσιογράφοι εκδράμουν σε μαγαζιά της Εθνικής οδού, Αχαρνών και Συγγρού, σε μια προσπάθεια να ανακαλύψουν κάτι από την 《Ιερότητα》και το πάθος που ανέδυαν αυτοί οι χώροι και που με τόση ακρίβεια περιέγραψε ο Θάνος Αλεξανδρής μέσα από το ταξίδι του που κράτησε 12 ολόκληρα χρόνια. Δυστυχώς όμως, όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, ο κόσμος αυτός δεν μπορεί να αναδειχτεί ρεπορταζιακά, “Εγώ μπήκα μέσα και έγινα ένα με τον κόσμο αυτόν. Και στο μεγαλείο του και στην ξεφτίλα του”.
Ο Αλεξανδρής είχε ένα δυνατό background με περγαμηνές από Κουν και Θέατρο Τέχνης, είχε τελειώσει τη Νομική αρχικώς, και μετά Μέδουσα στην ομάδα του Γιώργου Μαρίνου, και θεατρικούς ρόλους στον Λυκαβηττό. Ο Θάνος Αλεξανδρής με το βιβλίο του, αν μου επιτραπεί, μου θυμίζει λίγο περίπτωση Χατζιδάκι, όταν ανέδειξε το ρεμπέτικο σε υψηλή μορφή τέχνης, ενώ την εποχή εκείνη ήταν συνυφασμένο με χαμαιτυπεία, υπόκοσμο και φυλακές. Έρχεται λοιπόν ο Αλεξανδρής και με το αφήγημά του απενοχοποιεί το σκυλάδικο, το απογειώνει και μέσα από μια ποιητική διάθεση, μας αποκαλύπτει τη μαγεία του, που όμως η νεότερη γενιά, δεν θα το γνωρίσει ποτέ, παρά μόνο καταγεγραμμένο στο συγκεκριμένο βιβλίο.
Σε μια νυχτερινή μας έξοδο με τον Θάνο Αλεξανδρή, -τα έφερε έτσι η ζωή να τον γνωρίσω πριν πολλά χρόνια γύρω στα 23 μου, και να γίνουμε εγκάρδιοι φίλοι-, μου είχε εκμυστηρευτεί, πως στην πρεμιέρα της ταινίας “Αυτή η νύχτα μένει”, είχε πάει ο εκδότης του βιβλίου, ο ποιητής Γιώργος Χρονάς μαζί με τον συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα, ο οποίος είχε ένσταση με το σενάριο και του είχε πει ο Κουμανταρέας, “Αν Θάνο είχε βασιστεί η ταινία εξ’ ολοκλήρου στο βιβλίο σου, θα είχαμε ένα δεύτερο “Ποτέ την Κυριακή” και θα τρέλαινε τους Αμερικανούς”.
Η αξία του βιβλίου του Θάνου Αλεξανδρή «Αυτή η νύχτα μένει» είναι διαχρονική, καθώς έχει καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια να γίνει η πρώτη ύλη για πλήθος Καλλιτεχνών και να διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον. Να θυμήσουμε την ομώνυμη ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου, στην οποία ο Θάνος Αλεξανδρής συνυπέγραφε το σενάριο, καθώς και το τραγούδι της ταινίας, του Σταμάτη Κραουνάκη, το οποίο εκτόξευσε την καριέρα της Δήμητρας Παπίου και έγινε το crossover τραγούδι της πρώτης δεκαετίας των ’00ς. Επίσης, μερικά χρόνια πριν την εξαίσια θεατρική παράσταση της Κίρκης Καραλή, να αναδημιουργήσει την ατμόσφαιρα του βιβλίου στην ομότιτλη θεατρική της παράσταση με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον συγγραφέα.