Σε βιομηχανικές περιοχές της Βρετανίας και της Ιρλανδίας (όπως για παράδειγμα το Μάντσεστερ), κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης και έπειτα, και όταν τα ξυπνητήρια δεν ήταν ούτε φτηνά για να μπορούν να τα έχουν οι περισσότεροι στα σπίτια τους, αλλά ούτε και απολύτως αξιόπιστα, αναπτύχθηκε ένα ιδιαίτερο επάγγελμα· αυτό του knocker-up. Ακριβής μετάφραση δεν υπάρχει. Κάτι σαν «ξυπνητής», θα λέγαμε στα ελληνικά. Knocker πάντως στα αγγλικά, σημαίνει ρόπτρο. Δουλειά του knocker-up ήταν να ξυπνάει τους εργάτες για να πάνε στην ώρα τους στη δουλειά.
Στην αρχή, οι knocker-uppers συνήθιζαν να χτυπάνε δυνατά τις πόρτες των σπιτιών. Αυτό όμως άρχισε να εκνευρίζει τους υπόλοιπους ανθρώπους του σπιτιού ή και των διπλανών σπιτιών, που ξυπνούσαν από τον δυνατό ήχο χωρίς να το θέλουνε ή να χρειάζεται. Επίσης, οι knocker-uppers ήρθαν αντιμέτωποι και με ένα ακόμη πρόβλημα· γρήγορα κατάλαβαν ότι αυτό δε συμφέρει τη δουλειά τους αφού με ένα χτύπημα μπορεί να ξυπνούσαν και άνθρωποι που κανονικά θα έπρεπε να τους έχουν πληρώσει για να αποτελούν τα προσωπικά τους ξυπνητήρια.
Η λύση που βρήκαν ήταν ένα μακρύ ραβδί, συνήθως φτιαγμένο από μπαμπού, με το οποίο μπορούσαν πλέον να στοχεύουν αποκλειστικά το παράθυρο του υπνοδωματίου του ανθρώπου που τους είχε πληρώσει για να ξυπνήσει. Έτσι, λύθηκε και το πρόβλημα των παραπονούμενων υπόλοιπων κατοίκων των σπιτιών και περιοίκων, αλλά και όσων «ξύπνιων» θέλανε να ξυπνάνε… με τα χρήματα άλλων.
Όπως αναφέρει ο συγγραφέας Ρίτσαρντ Τζόουνς, «οι knocker-uppers ήταν σαν νυχτόβια πουλιά, κοιμόντουσαν τη μέρα και ξυπνούσαν γύρω στις τέσσερις το απόγευμα».
Το 1940 με 1950, με την εξάπλωση του ηλεκτρισμού και όταν η τιμή των ξυπνητηριών έγινε πιο προσιτή, το επάγγελμα των knocker-uppers άρχισε σταδιακά να πεθαίνει.
Και αν αναρωτηθείτε για το ποιος ξυπνούσε τον «ξυπνητή», δεν είστε οι πρώτοι αφού ένας γλωσσοδέτης της εποχής έδωσε λύση στο αίνιγμα:
We had a knocker-up, and our knocker-up had a knocker-up
And our knocker-up’s knocker-up didn’t knock our knocker up
So our knocker-up didn’t knock us up
‘Cos he’s not up.
Η ιδιαίτερη φιγούρα της Mary Smith
Η Mary Smith ήταν μία διάσημη knocker-up, η οποία τη δεκαετία του ’30 χρησιμοποιούσε ένα καλάμι από καουτσούκ –ένα φυσοκάλαμο για τη ακρίβεια– με το οποίο εκτόξευε μπιζέλια στα παράθυρα των κοιμώμενων εργατών του Ανατολικού Λονδίνου και έτσι εξασφάλιζε έξι πένες την εβδομάδα. Παχουλή και επιβλητική, η Mary Smith ήταν από τις πιο ιδιαίτερες ξυπνήτριες-φιγούρες. Μάλιστα, έγινε και πρωταγωνίστρια σε παιδικό βιβλίο που φέρει το όνομά της, με την φοβερή εικονογράφηση του Andrea U’Ren. Η κόρη της, Molly Moore, έμαθε την τέχνη από τη μητέρα της, χρησιμοποιούσε και αυτή φυσοκάλαμο με μπιζέλια και λέγεται ότι ήταν η τελευταία knocker-up. Την φιγούρα της Molly Moore χρησιμοποίησε η εταιρεία κατασκευής τσιγάρων W.A. & A.C. Churchman σε κάρτες που είχε εκδώσει για την προώθηση των τσιγάρων της.