Αυτή είναι μια ιστορία για μια γυναίκα. Αυτή δεν είναι μια ιστορία για μια γυναίκα, είναι μια ιστορία πεδίου. Βρίζω συχνά γιατί την γνώρισα αρκετά αργά. Νιώθω τόσο τυχερός, που την γνωρίζω. Ξέρω ότι γνωριζόμαστε από πολύ παλιά. Για χρόνια, εφεύρισκα πεισματικά τον εαυτό μου – την δική μου λεωφόρο, κόντρα στο ρεύμα, μοναχικά. Ξένο σώμα σ’ αυτήν την παράξενη και συντηρητική δυστυχώς, πόλη-σειρήνα. Την καταλάβαινα λίγο, με καταλάβαινε λίγο. Δεν χωρούσα.
Έτσι από νωρίς, προσανατολίστηκα έξω [από έξω ερχόμουν άλλωστε]. Εκεί, γνώρισα και άλλους σαν και εμένα, ιδιότυπα υβρίδια, που ήθελαν ψάχνοντας, να ανοίγουν – αλλάζουν συνεχώς τον εαυτό τους [και μέσω αυτού όλα τα άλλα]. Γνώρισα τα άγρια [πολυ-εθνικά] αδέλφια μου. Τότε, ανάμεσα στο εκεί και το εδώ, το μέσα και το έξω, στα μέσα της Διαδρομής μου, και μετά από πολλές διαδρομές, βρεθήκαμε.
Έτσι απλά, καθημερινά [όπως κατά έναν αμφίσημα διεστραμμένο τρόπο συμβαίνουν πράγματα που περιμένουν χρόνια να συμβούν]. Κάπου εδώ δίπλα στην -όπως αποδείχθηκε- κοινή μας βρώμικη, υπέροχα αυθάδη αυλή, τα Εξάρχεια. Γαμημένα απρόβλεπτος και σκληρά όμορφος χωροχρόνος.
Σχεδόν αυτόματα έγινε το κλικ (ίσως να’ ταν και τρία) και άρχισα να μαθαίνω από εκείνη. Δεν ήθελε να διδάξει τίποτα και εγώ δεν είχα καμία πρόθεση να μάθω. Μια χαρά. Κάπως έτσι είδα για πρώτη φορά, πως άνθρωποι-σημεία αναφοράς όπως εκείνη, δεν είναι σε καμία περίπτωση τέτοια, είναι πεδία αναφοράς. Γιατί μόνο πεδία μπορούν να εκτείνονται άνετα στο άπειρο και να χορεύουν με αυτό, εκτός χρόνου.
Το δικό της [νεανικό και ταυτόχρονα σοφό] πεδίο φεύγει και προς τις δύο κατευθύνσεις, του νου και της καρδιάς. Μέσα στη νέα βαρβαρότητα των καιρών, είναι μια λευκή τρύπα, μια στοργική αγκαλιά που περικλείει και δίνει εκθετικά χωρίς διακρίσεις. Πώς γίνεται να χωράει όλο αυτό σε έναν άνθρωπο, δεν έχω ιδέα. Εξακολουθώ να το βρίσκω πάντως, παρόλο που βρίσκεται δίπλα μου, εντελώς αδιανόητο.
Δεν ξέρω αν επέλεξε η ίδια το περιθώριο ή το περιθώριο αυτή ή λίγο και από τα δύο. Σίγουρα της πάει θανατηφόρα ο χώρος. Είναι όμως απελπιστικά λάθος θέση. Η βαθιά φωνή της θα’ πρεπε να ακούγεται πολύ πιο δυνατά και σε πολύ πιο πολλούς [και ας διαφωνήσει όσο θέλει].
Mάλλον ακόμη δεν χωράω εδώ [ίσως να μη χωρέσω ποτέ] , όντας όμως συνεπιβάτης στο πεδίο της, δε νιώθω πια τόσο ξένος, και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο. Αλήθεια Θ., σ’ εμενα τι βλέπεις; Ραντεβού για μαύρα ρούμια και μπλε τριαντάφυλλα στο ανυπάκουο άπειρο λοιπόν, τον δρόμο, δίπλα στο σταθμό.