Μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Μνημείο της δικής μας κληρονομιάς. Κάθε φορά που γίνεται λόγος για την Ακρόπολη νιώθω μια θλίψη. Ίσως γιατί πάντα αφορά κάτι «μεγάλο» και όχι το απλό και το καθημερινό: το γεγονός ότι για να ανέβει ένας Αθηναίος στην Ακρόπολη, εάν είναι πάνω από 25 χρονών και κάτω από 65, πρέπει να πληρώσει εισιτήριο 30€.
Και ίσως γιατί, όσο ο τουρισμός αυξάνεται, τόσο τα μνημεία αυτά απομακρύνονται από τους κατοίκους των πόλεων στις οποίες βρίσκονται, και γίνονται κομμάτι του θεαθήναι, με επακόλουθο στον απλό κόσμο να δημιουργείται υποσυνείδητα μία απώθηση, μία υποτίμηση και ταυτόχρονα μία αποξένωση από τα σημεία αυτά. Πάντα η κουβέντα μπαίνει σε ένα πλαίσιο ιδιότυπου σεβασμού, και αναλώνεται μεταξύ πλευρών που ούτως ή άλλως βλέπουν την Ακρόπολη οικονομίστικα, ως εμπόρευμα, ως αφορμή κερδοφορίας, ως παρεμπιπτόντως. Και αυτό είναι κάτι που ξεπερνά τα φυσικά όρια του μνημείου, και διαχέεται και στο ποιοι μπορούν να το απολαμβάνουν και ως θέα, αφού οι γειτονιές που έχουν απευθείας θέα στον Βράχο, είναι γειτονιές στις οποίες οι μόνιμοι κάτοικοι εκδιώχνονται λόγω των πανάκριβων ενοικίων, του υπερτουρισμού κ.λπ. (μέσα σε αυτά βάζω και τα μαγαζιά των πέριξ περιοχών, τα οποία είναι απλησίαστα για τον μέσο όρο).
Για να μη φτάσω στο σημείο να πω: «Τι μας νοιάζει εμάς τι θα γίνει στην Ακρόπολη αφού εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να τη χαρούμε, να την απολαύσουμε, να την αντιληφθούμε ως υπαρκτό, τρισδιάστατο σημείο μέσα στην πόλη και όχι ως καρτ ποστάλ και ως ιδέα», θα αναφέρω κάποιες χρονικές στιγμές στις οποίες η Ακρόπολη χρησιμοποιήθηκε –και φωτογραφήθηκε– ποικιλοτρόπως από «τους άλλους» και ίσως μέσα απ’ αυτό βρούμε την τοποθέτησή μας σχετικά με τη χρήση της – τη χρήση της όμως από τους άλλους. Επειδή όμως διαλεκτικά είναι τα περισσότερα στη ζωή, ίσως δοθούν και κάποιες απαντήσεις για εμάς.
Η φωτογράφιση της Μόνα Παέβα
Η πρώτη χορεύτρια της γαλλικής Opéra Comique, Μόνα Παέβα, ήρθε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1925 για να συμμετάσχει σε συναυλίες που έδωσε στην Αθήνα ο μουσικός και συνθέτης Θεόδωρος Σπάθης. Κατά την παραμονή της γνωρίστηκε με τη νεαρή τότε φωτογράφο Nelly’s (Έλλη Σουγιουτζόγλου), η οποία εκείνη τη χρονιά άνοιγε το πρώτο φωτογραφείο της στην οδό Ερμού. Η φωτογράφος θέλησε να απαθανατίσει την Παέβα με φόντο την Ακρόπολη. Ζήτησε και πήρε άδεια από τον διευθυντή της Ακρόπολης, Αλέξανδρο Φιλαδελφέα. Από τη διεύθυνση της είπαν ότι η φωτογράφιση έπρεπε να γίνει μετά το επισκεπτήριο. Πράγματι, όταν ο αρχαιολογικός χώρος έκλεισε για το κοινό, ξεκίνησαν οι ετοιμασίες και η Παέβα χρησιμοποίησε το σπιτάκι του φύλακα για καμαρίνι.
Απόσπασμα από το περιοδικό Επτά Ημέρες: «Την ώρα που άλλαζε ρούχα η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, και καθώς ο ήλιος έγερνε και γέμιζε με φως τον μικρό χώρο, είδα για πρώτη φορά τη χορεύτρια ολόγυμνη. Μου φάνηκε πως ενσάρκωνε το πνεύμα των αρχαίων μαρμάρων! Τότε αποφάσισα να τη φωτογραφίσω ολόγυμνη» θυμάται η φωτογράφος. «Θα μπορούσατε να ποζάρετε τελείως γυμνή; της είπα. Δέχτηκε. Έτρεξα και ρώτησα τον Φιλαδελφέα ο οποίος ήταν εκεί. Η απάντησή του ήταν καταφατική, υπό τον όρο να μην δημοσιευθούν».
Την επόμενη χρονιά, μία από τις φωτογραφίες δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Illustration de Paris και αμέσως ξέσπασε σκάνδαλο. Η κοινωνία του μεσοπολέμου θεώρησε προσβολή το γυμνό και καταδίκασε τη Nelly. Παρόμοια αντίδραση είχε και ο αθηναϊκός Τύπος, μιλώντας για βεβήλωση του χώρου.
Ο Φιλαδελφέας βρέθηκε στο στόχαστρο δημοσιογράφων και αρχαιολόγων. Ο Παύλος Νιρβάνας στο Ελεύθερον Βήμα τον υποστήριξε: «Φαντάζομαι, από το ένα μέρος, την ωραία ιέρεια, λύουσα τον κεστόν της απέναντι του Απόλλωνος, απορρίπτουσα όλους τους πέπλους που εκάλυπταν τη θείαν της γυμνότητα και λούουσαν εις το φως του ένα σώμα αγάλματος και μίαν επιδερμίδα ροδαλήν όπως το χαμόγελον της αυγής. Και από το άλλο μέρος, μερικούς σεβάσμιους κυρίους, σκυμμένους γύρω από το τραπέζι, ξύνοντας την κεφαλήν και συντάσσοντας έγγραφα περί βεβηλώσεως. Βεβήλωσις θα ήτο, αν ετύχαινε, εις μιαν στιγμήν αρχαιολογικού ενθουσιασμού, επί των μαρμάρων του Παρθενώνος να πετάξουν οι ίδιοι τους πέπλους των και να παραστήσουν τον Ερμήν του Πραξιτέλους».
Η φωτογράφιση της Ελιζαμπέτα «Λίλα» Νικόλσκα
Παρά τις αντιδράσεις, η φωτογράφιση στην Ακρόπολη επαναλήφθηκε το 1930 με μοντέλο τη Ρωσίδα χορεύτρια Ελιζαμπέτα «Λίλα» Νικόλσκα. Σύμμαχος και πάλι ο Φιλαδελφέας, που παρά την κατακραυγή, έδωσε ξανά άδεια. Για να μετριαστούν οι αντιδράσεις, η χορεύτρια ντύθηκε με αραχνοΰφαντα πέπλα.
Οι φωτογραφίες αυτές, τελικά, συγκαταλέγονται στις καλύτερες φωτογραφίες της περιόδου ανά τον κόσμο. Το 1936 μάλιστα έγιναν αφίσες και παρουσιάστηκαν στην Έκθεση Τουρισμού του Παρισιού στο ελληνικό περίπτερο. Σήμερα, η εικαστική τους αξία είναι αναμφίβολη.
Οι Εγγλέζοι στην Ακρόπολη
Τον Δεκέμβρη του 1944 οι Εγγλέζοι δεν δίστασαν να μετατρέψουν την Ακρόπολη σε βάση από την οποία κανονιοβολούσαν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ χωρίς να τους ενδιαφέρουν οι κίνδυνοι που συνεπαγόταν αυτή η κίνηση για το μνημείο. Ο ΕΛΑΣ διαμαρτυρήθηκε για τη χρησιμοποίηση της Ακρόπολης. Σε προκήρυξη της Κεντρικής του Επιτροπής που απευθυνόταν στο λαό της Αθήνας και μοιράστηκε στα μέσα του Δεκέμβρη αναφέρονταν και τα εξής:
«…Οι Άγγλοι άφησαν ελεύθερους τους Γερμανούς στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα για να σκοτώσουν τον Ελληνικό Λαό. Στήνουν κανόνια στην Ακρόπολη κι απ’ εκεί σφάζουν τον Ελληνικό Λαό γιατί ξαίρουν πως δεν θα τους χτυπήσουμε αυτού από σεβασμό προς τα μνημεία του Πολιτισμού μας…».
Ταυτόχρονα, είχαν μετατρέψει το τότε μουσείο της Ακρόπολης σε στρατώνα. Χαρακτηριστικές για το πόσο σεβάστηκαν τον τόπο και τα αγάλματα είναι οι φωτογραφίες που τράβηξε ο Dimitri Kessel τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου.
Η φωτογράφιση του οίκου Dior
Το 1951, ο φωτογράφος του γαλλικού περιοδικού Paris Match, Jean Pierre Pedrazzini, ήρθε στην Αθήνα μαζί με μερικά μοντέλα της Christian Dior. Ο σχεδιαστής ήθελε να φωτογραφίσει τη νέα συλλογή του στην Ακρόπολη και τα μοντέλα πόζαραν στο Ερέχθειο, στα πόδια των Καρυάτιδων.
Το 2021, δόθηκε και πάλι άδεια στην Dior, αυτή τη φορά για την παρουσίαση της συλλογής Cruise 2022, με την «αναβίωση» της φωτογραφίας του ’51. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της ίδιας καμπάνιας, μία μέρα πριν είχε παρουσιαστεί ολόκληρη η κολεξιόν στο Παναθηναϊκό Στάδιο, αφού το αρχικό αίτημα από την πλευρά του οίκου που ζήτησε να πραγματοποιηθεί στην Ακρόπολη, δεν έγινε δεκτό. Έτσι, στον Βράχο, έγινε τελικά μόνο η φωτογράφιση.