Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό, και δεν ήταν μήτε των πατεράδων μας ο καιρός μήτε και των παππούδων μας τα χρόνια, σε έναν τόπο μακρινό, ήταν ένα βουνό. Στέκονταν κάτω απ’ τα σύννεφα κι έριχνε τη σκιά του σ’ όλον τον τόπο που απλώνονταν μπροστά του.
Σ’ εκείνο το βουνό είχε τη στάνη του ένας βοσκός. Την είχε φτιάξει καταμεσής σ’ ένα πλάτωμα του βουνού. Μονάχος ζούσε σ’ ένα καλύβι δίπλα στο μαντρί του. Μονάχος στη ζωή δεν ήτανε. Λένε πως είχε μια γυναίκα με δυο μικρά παιδιά. Μα τους είχε αφήσει στο χωριό, στα πόδια του βουνού, για να μην τους βασανίζει μαζί του στα ψηλά.
Δύσκολη η δουλειά του βοσκού, που είχε έγνοια τόσα πρόβατα. Να τα βγάλει έξω, να τα πάει στη βοσκή. Να φυλάει μην τύχει και κανένα πέσει απ’ τα γκρεμνά, μην τύχει και φύγει παράμερα και χαθεί. Να τα σαλαγήσει ξανά και πάλι να τα μαζέψει. Να έχει στο νου του μη μαλώσουν μεταξύ τους τ’ αρσενικά. Να προσέχει μη φανεί κανένα αγρίμι και τους ριχτεί. Έγνοιες πολλές, έγνοιες δίχως σταματημό.
Λένε τώρα οι ιστορίες των παλιών, πως εκείνο τον καιρό που όλα ήταν αλλιώτικα και τα ζώα είχαν ανθρώπινη μιλιά, ερχόταν πότε-πότε στο μαντρί του βοσκού ένας λύκος. Ο βοσκός, για να μην του κάνει μεγάλη ζημιά και φάει όλα τα ζωντανά, είχε κάμει μαζί του μια συμφωνία. Τι συμφωνία; Να του δίνει ένα μονάχα πρόβατο κάθε φορά.
Ο λύκος το άρπαζε απ’ το παλούκι που ήταν δεμένο, λίγο παραέξω απ’ το μαντρί, το έτρωγε κι ύστερα χανόταν ανάμεσα στο δέντρα. Τούτο το κακό, της συμφωνίας του ανθρώπου με το θεριό, γινόταν για κάμποσο καιρό.
Μια μέρα, εκεί που ο βοσκός καθόταν κι έπαιζε το σουραύλι του, να σου και φανερώνεται μπροστά του ο Θεός, ο ίδιος. Τον σιμώνει και λέει: «Θέλω να πας στη βρύση πιο κάτω και να μου φέρεις λίγο νερό να δροσιστώ». Ο βοσκός αποκρίνεται: «Να πάω, Θεέ μου, μα σήμερα είναι η μέρα που περιμένω το λύκο να φανεί για να ζητήσει να φάει το πρόβατό του. Εσύ δεν ξέρεις ποιο πρόβατο να του δώσεις…».
Ο Θεός λέει: «Εσύ τράβα στη νερομάνα, να φέρεις νερό και μη στενοχωριέσαι, θα έχω εγώ το νου μου για το λύκο…». Ο βοσκός πήρε το μονοπάτι κατά τη νερομάνα, γέμισε το ασκί του νερό και ξαναγύρισε. Κοιτάζει και τι να δει; Όλα τα πρόβατα είχαν βγει απ’ το μαντρί, είχαν σκορπίσει δω και κει και βοσκούσαν. Απ’ τη μια και την άλλη πλευρά του κοπαδιού βρίσκονταν δυο πλάσματα που σαν και δαύτα δεν είχε ματαδεί. Είχαν ένα κορμί μεγάλο, τα πόδια τους στέκονταν γερά πάνω στο χώμα, το κεφάλι τους σκυμμένο στα χαμηλά. Το ένα ήταν στο χρώμα του χιονιού, το άλλο στο χρώμα της νύχτας. Η φωνή τους ακουγόταν μακριά κι έκαμε τα ζωντανά να μαζεύονται στις φωλιές τους. Άσε πια τα δόντια τους!
Σαν η ματιά του βοσκού έπεσε πάνω τους, τα χρειάστηκε. Σιμώνει το Θεό και ρωτάει: «Τι πλάσματα είναι τούτα τα θεριά;». «Είναι σκυλιά, μη φοβάσαι. Σαν τα ταΐζεις και τους γλυκομιλάς, αυτά θα σου προσέχουν το κοπάδι. Δεν θα έχεις ανάγκη καμιά να δίνεις τώρα πια μερτικό στο λύκο», αποκρίθηκε ο Θεός. Ο βοσκός πήρε κουράγιο και πλησίασε τα σκυλιά. Τους χάιδεψε τη μουσούδα κι εκείνα κούνησαν τις ουρές τους. «Σ’ ευχαριστώ που με σκέφτηκες, Θεέ μου!», είπε.
Σαν ήρθε η νύχτα, την ώρα που κοιμόταν, ακούστηκε μια φασαρία μεγάλη στο μαντρί. Τα σκυλιά γάβγιζαν και τα πρόβατα βέλαζαν τρομαγμένα. μα τώρα ο λύκος είχε βρει τον μπελά του, γιατί τα σκυλιά τον είχαν βάλει στη μέση, του ορμούσαν συνέχεια και τον δάγκωναν δίχως σταματημό. Μια τον έριχναν κάτω και μια πέφταν και δάγκωναν και ξανά πέφταν πάνω του αγριεμένα.
Ίσα που κατάφερε καμία φορά να ξεφύγει απ’ τα δόντια τους κι αρχίζει να τρέχει να σωθεί. Την ώρα που έτρεχε μακριά, πέφτει πάνω σ’ έναν του σογιού του. Εκείνος τον ρώτησε τι έγινε με το πρόβατο που θα έτρωγε κι αυτός απαντά: «Πήγα στο μαντρί, μα ο βοσκός είχε δυο σκυλιά, πιο θεριά κι απ’ τη γενιά μας και μου ρίχτηκαν και με ρήμαξαν! Ευτυχώς τους ξέφυγα».
Από κείνη τη μέρα, οι λύκοι σκιάζονται τα σκυλιά κι έχουνε το νου τους κι από τότε όλοι οι βοσκοί έχουν για φύλακες στο κοπάδι τους τα σκυλιά…