Οι παλιές χάρτινες αγάπες είναι η στήλη που σε άλλους θα θυμίσει και σε άλλους θα συστήσει δημοφιλή περιοδικά ποικίλης ύλης του περασμένου αιώνα. Περιοδικά που αγαπήθηκαν, απέκτησαν φανατικό αναγνωστικό κοινό και άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ιστορία του ελληνικού περιοδικού τύπου.
Το Ρομάντσο είναι το μακροβιότερο ελληνικό περιοδικό ( 1934-1990) και ίσως το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα λαϊκού περιοδικού ποικίλης ύλης. Ιδρύθηκε από τους Νίκο Θεοφανίδη και Σπύρο Λαμπαδαρίδη και είχε ως έδρα, για περίπου 60 χρόνια, το κτίριο της οδού Αναξαγόρα 3-5, στο κέντρο της Αθήνας. Εκδόθηκε πρώτη φορά στις 17 Νοεμβρίου του 1934 ως βιβλιοπεριοδικό, που αποτελούνταν από μια ή δύο νουβέλες, στα πρότυπα των αμερικάνικων pulp magazines, με ελάχιστες διαφημίσεις.
Μετά την απελευθέρωση, η ύλη του εμπλουτίζεται με γελοιογραφίες, εγκυκλοπαιδικά θέματα, μόνιμες στήλες και περισσότερες διαφημίσεις. Τις δεκαετίες του ’60 και ’70, γνωρίζει περίοδο μεγάλης ακμής και οι πωλήσεις εκτοξεύονται, φτάνοντας μέχρι και τα 400.000 τεύχη εβδομαδιαίως.
Κυκλοφορεί κάθε Τρίτη με μόνιμες στήλες, σταθερούς συνεργάτες και τιμή. Η σταθερότητα και η αυστηρότητα στη δομή και τη σελιδοποίηση είναι διακριτικά του γνωρίσματα. Οι συντάκτες, διατηρώντας σχεδόν σε κάθε τεύχος τις ίδιες σελίδες για τις στήλες τους, καλλιεργούν στους αναγνώστες την οικειότητα και τη συνήθεια ενός σταθερού «ραντεβού».
Συνεργάτες του περιοδικού υπήρξαν αναγνωρισμένοι μεταφραστές, γελοιογράφοι, χρονογράφοι και μυθιστοριογράφοι, όπως ο Α. Σακελλάριος, ο Ν. Τσιφόρος, ο Ν. Φώσκολος, η Ι. Μπουκουβάλα-Αναγνώστου κ.ά.
Χαρακτηριστική στο Ρομάντσο ήταν η παρουσία του σκίτσου, η οποία όμως, όντας συμπληρωματική, ποτέ δεν λειτουργούσε σε βάρος του κειμένου. Τα σκίτσα, συνήθως μικρά, όπως και οι τίτλοι, άφηναν το κείμενο να πρωταγωνιστεί σε όλες τις σελίδες.
Η εισβολή των φωτογραφιών στο Ρομάντσο θα γίνει μέσα από τα “φωτομυθιστορήματα, που επιδιώκουν να καλύψουν την αυξανόμενη δίψα του κοινού για τον κινηματογράφο και την εικόνα, η οποία από το‘’60 και μετά, τείνει να εδραιώσει την κυριαρχία της.
Ωστόσο, τόσο ως προς την εικονογράφηση αλλά και ως προς το περιεχόμενο άρθρων και διηγημάτων, το περιοδικό αποφεύγει επιμελώς καθετί τολμηρό. Ακόμα και οι λίγες διαφημιστικές καταχωρήσεις αποφεύγουν τις αποκαλυπτικές εικόνες γυναικών στις φωτογραφίες ή τα σκίτσα τους. Το Ρομάντσο είναι, όπως άλλωστε μαρτυρεί και το διαφημιστικό του σύνθημα «όλοι σε κάθε οικογένεια διαβάζουν Ρομάντσο», ένα οικογενειακό περιοδικό, απευθυνόμενο στη μέση λαϊκή, παραδοσιακή οικογένεια, αρκετά συντηρητικό, που ποτέ δεν προκαλεί και αποστασιοποιείται από κάθε τι ακραίο, πολύ «μοντέρνο» ή τολμηρό.
Ένας από τους βασικότερους λόγους αύξησης της εμπορικότητας του περιοδικού, κατά τη δεκαετία του ’60, είναι η διαμόρφωση των γυναικών ως ευδιάκριτου καταναλωτικού κοινού.
Οι γυναίκες, ειδικά σε ότι αφορά στον τύπο, αποκτούν τη δική τους ξεχωριστή πρόσβαση και πολλά αμιγώς γυναικεία περιοδικά κάνουν την εμφάνισή τους την περίοδο αυτή. Στο Ρομάντσο, με εξαίρεση τα ελάχιστα παραμύθια κι ενδεχομένως τις χιουμοριστικές στήλες που απευθύνονταν στα παιδιά, τις δύο σελίδες με αθλητικά και τη μία σελίδα με τις κυνηγητικές περιπέτειες του Μάικ Χιτζ που απευθύνονταν στους άνδρες, οι υπόλοιπες ήταν αφιερωμένες στα γυναικεία ενδιαφέροντα.
Αισθηματικά διηγήματα σε συνέχειες, με ενδεικτικούς τίτλους «Χελιδόνια στην παγωνιά της ζωής», «Μια φορά διαλέγει η καρδιά», «Αντίο Τάνια» κ.α., στήλες ομορφιάς όπως η κλασική στήλη «Για την ομορφιά σας», στην οποία μάλιστα επαγγελματίας αισθητικός απαντά σε ερωτήσεις αναγνωστριών, συμβουλές για την ανατροφή των παιδιών, το πλέξιμο και το κέντημα, το μαγείρεμα, τη φροντίδα του σπιτιού και εκλαϊκευμένες ιατρικές συμβουλές, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα γυναικείων ενδιαφερόντων και τον μεγαλύτερο όγκο της ύλης του περιοδικού.
Οι γυναίκες, από το‘’60 και μετά, αναγνωρίζονται ως το πλέον δυναμικό κοινό και είναι σε αυτές που απευθύνονται κατά κόρον οι διαφημιστικές καταχωρήσεις των περιοδικών ποικίλης ύλης. Στο Ρομάντσο, σχεδόν σε κάθε τεύχος, συναντά κανείς τη «Λανολίνη Μελπάν», που υπόσχεται να ξαναδώσει στη γυναικεία επιδερμίδα «τη δροσιά και τη λάμψη της νεότητας», τα σουτιέν «Peter Pan για νεανικό στήθος σε νεανική γραμμή», το βερνίκι νυχιών «Χάρντ ας Νέιλς για νύχια γερά σαν ατσάλι» και φυσικά τη Νivea με το κλασικό διαφημιστικό σλόγκαν «τι καλή που είναι η Νivea».
Το Ρομάντσο, τέλος, υπήρξε ίσως το δημοφιλέστερο περιοδικό κι εκτός του άστεως, με ευρεία διάδοση στην επαρχία και το εξωτερικό.
Στην ελληνική επαρχία, λόγω της τετραχρωμίας, τα εξώφυλλα του περιοδικού γίνονται αφίσες σε καφενεία, κουρεία και νεανικά δωμάτια. Για τους Έλληνες μετανάστες η διανομή του περιοδικού γίνεται στα τοπικά πρακτορεία του τύπου, μέσω εμπορικών αντιπροσώπων, στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία και το Βέλγιο, αποτελώντας δίαυλο επικοινωνίας του απόδημου ελληνισμού με την πατρίδα.
Το 1987 ο ΔΟΛ εξαγόρασε την εκδοτική επιχείρηση“Ν. Θεοφανίδης Α.Ε., η οποία εξέδιδε επιπλέον και τα περιοδικά Πάνθεον, Βεντέτα και Γάμος. Έτσι, το 1990, μετά από 57 χρόνια κυκλοφορίας, το Ρομάντσο έπαυσε οριστικά τη λειτουργία του, περνώντας στην Ιστορία του ελληνικού περιοδικού τύπου.