Ένα τίμιο πάρτι, που σέβεται τον εαυτό του, ανεξάρτητα από τη δεκαετία, πρέπει να έχει κάποια πράγματα: χορό, αλκοόλ και ερωτικά δρώμενα. Άνευ αυτών είναι μια ξενέρα που κανείς δε θα θυμάται την επόμενη μέρα. Αν είναι μπλουζ ή σέικ, αν είναι κρασί ή βότκα, αν είναι χωρισμοί ή μπερδέματα, είναι παντελώς αδιάφορο. Η συνάθροιση ξεκινά για πάρτηηηηηηη μας!
Την ώρα που όλοι και όλα σου λένε να σταματήσεις, είτε πρόκειται για ποτό, για χορό, για καμάκι, για φασαρία, σταμάτα! Άκου το επόμενο τραγούδι και αμέσως μετά συνέχισε με μεγαλύτερη ορμή! – Από τον κανονισμό πάρτι 1980.
Ένα πετυχημένο πάρτι
Πολλά μπράβο στον τύπο που ενώ δε το ‘χει, γίνεται η ψυχή του πάρτι με τις χορευτικές του επιδόσεις. Συνήθως ξεκινά από την άκρη του σαλονιού και μέσα σε πέντε λεπτά έχει κερδίσει την προσοχή μας, αφού πια είναι στο κέντρο του χώρου με δέκα γύρω του, που ενώ προσπαθούν να αποφύγουν τις λαβές του, παρασύρονται από τη φρενίτιδά του.
Τα σπαστικά ενός πάρτι
Οι τύποι που παίζουν συνεχώς με το κινητό τους, κουτσομπολεύουν συνεχώς για το τι φοράνε και πως χορεύουν οι άλλοι, έχουν παρατηρήσεις για τη μουσική, τα ποτά, είναι σα μια ηλικιωμένη 95άρα που κακιώνει, αφού δεν μπορεί να ακολουθήσει.
Το πιο τρελό πάρτι της Κατοχής
– «Πέντε το απόγευμα, άντε να ‘ρθουν τα παιδιά στου Λουτζάκη, να βάλουμε ρεφενέ, να πάρουμε λίγο βερμούτ, έχουμε πάρτι το άλλο Σάββατο!»
– «Καλά, Γιώργο, τρελάθηκες; Έχει απαγόρευση κυκλοφορίας και συσκότιση! Και πες ότι μαζεύτηκε η παρέα, τί θα φάμε Γιώργο; Όλο φαεινές ιδέες είσαι!»
Η συσκότιση –κανένα φως ανοιχτό από τις οκτώ και μισή το βράδυ μέχρι την άλλη μέρα– είχε επιβληθεί από το γερμανικό στρατό κατοχής, για τους βομβαρδισμούς. Βέβαια, την Αθήνα και τη Ρώμη, τις δυο αιώνιες, ανοχύρωτες πόλεις, κανείς πολεμιστής δεν διανοήθηκε να χαλάσει, αλλά η συσκότιση σταθερή.
– «Πρώτον, το’παν και χτες στο ραδιόφωνο, από σήμερα επιτρέπεται η κυκλοφορία, όσο για τη συσκότιση, αν θυμάστε, βάζουμε χαρτί στα παράθυρα! Το’χαμε κάνει και στο σπίτι μου και είχε πιάσει! Όσο για το φαγητό, σταφίδες μαζεμένες μπαλάκι και πασπαλισμένες στη ζάχαρη είναι η σπεσιαλιτέ της Χριστίνας, της αδελφής του Χάρη και φυσικά, ρεφενέ κόκκινο βερμούτ από του Λουτζάκη. Άντε να μαζέψουμε και κανένα χόρτο από τα Νταμάρια, για χορτόζουμο! Θα χαλάσει ο κόσμος!»
Όπερ και εγένετο! Και να σου στην Πάρου 16, δέκα αγόρια του 8ου και άλλες τόσες κοπέλες όμορφες, μουσική φοξ τροτ χαμηλά, χαρτί στα παράθυρα για το σκοτάδι, σταφίδες μπαλίτσες με ζάχαρη και κόκκινο βερμούτ, και χορτόζουμο από τα Νταμάρια. Δεν πέρασε μια ώρα, και σαν να μας είχες κουρδίσει, ξεκινήσαμε ένα κέφι τρικούβερτο, ένα γλέντι μοναδικό, και πώς δεν πλάκωσαν οι Γερμανοί, ένας Θεός ξέρει!
Το άλλο μεσημέρι, τα νέα έκαναν το γύρο της Πατησίων. Ολονύχτιο πάρτι χτες από τα παιδιά του 8ου, αλλά σήμερα, όλα στο κρεβάτι τους, ναρκωμένα θαρρείς από το πιοτό!
– «Λες το βερμούτ Γιώργο;»
– «Όχι παιδιά! Ήταν το χορτόζουμο από τα Νταμάρια, που σίγουρα θα’χε και τρελόχορτα, αυτά που σε κάνουν να τραγουδάς όλη νύχτα!»
Το χορτόζουμο και το πιο τρελό πάρτι στα χρόνια του ’43, αξέχαστο όπως όλη η παρέα της Πατησίων.
Ανδρέας Παπαστάμου
+ Πολλά μπράβο στα πάρτι που περιγελούν τις αγκυλώσεις και τα περάσματα από ρέγγε σε rnb, από rolling stones σε ελληνικά, γίνονται με φυσικό τρόπο, χωρίς πολλές αναλύσεις και στραβομουτσουνιάσματα. Όλοι οι καλοί χωράνε!
– Ο ντι τζέϊ που αυτάρεσκα ακολουθεί το πρόγραμμα που έχει σφηνωμένο στο μυαλό του και αδιαφορεί για το κέφι της παρέας, τις ανάγκες του απαίδευτου όχλου. Αρνείται πεισματικά να δεχτεί παραγγελιές (τς τς τς τι πράγματα είναι αυτά) και αυτοϊκανοποιείται ενώ γύρω του όλοι λένε τι μ@λ@κ@ς, θεέ μου…
Ντολμαδάκια με καρφίτσες: Συνταγή για πάρτι
Γιαλαντζί ντολμάδες με καρφίτσες. Συνεχίζει με «σουρεαλιστικές» συνταγές της Κατοχής ή την βάρεσε η κρίση στο κεφάλι;
Όχι, όχι. Ένα παλιό πάρτι θυμήθηκα στις αρχές του ’60 με τα φλερτ, τα σλόου, τα cheek to cheek αλλά και τις απαγορεύσεις κάποιων πατεράδων σαν τον δικό μου: «Πού θα πας χωρίς αδερφό;» «Θα είναι και ο Σπύρος». Καλός μου φίλος και παντρεμένος. Δηλαδή πλήρης εγγύηση.
Όμως πώς να καταλάβει ο πατέρας ότι έπρεπε σε κάποια σπίτια να κουβαλάω μαζί μου και μαξιλάρια γιατί δεν υπήρχαν αρκετά καθίσματα; Έκρυβα και εγώ στην τσάντα μου μαξιλαράκια της θάλασσας ξεφούσκωτα.
Πάρτι ρεφενέ. «Δεν υπάρχει μάνα να μαγειρέψει; Όταν γίνεται πάρτι στο σπίτι μας η μητέρα σου μαγειρεύει. Σε γκαρσονιέρα θα πας;» Η γκαρσονιέρα ήταν κατοικία άγαμου άντρα. (Όχι ενός δωματίου). Δηλαδή χώρος… ακολασίας!
Στο περί ου ο λόγος πάρτι συμφωνήσαμε με το αγόρι μου (τον μετέπειτα άντρα μου) να αγοράσουμε μαζί, από ένα καλό εστιατόριο, γιαλαντζί ντολμαδάκια σε πακέτο. Ορισμένα εστιατόρια το είχαν καθιερώσει. Πού να φανταστούμε το ρεζιλίκι που μας περίμενε! Με το πρώτο ντολμαδάκι ξεπρόβαλαν στη γέμιση οι καρφίτσες. Κι ούτε ένα χωρίς. Εμείς να ζητάμε συνεχώς συγνώμη, ενώ όλοι οι άλλοι γελούσαν ασταμάτητα. Εμείς κοιτάζαμε αμήχανοι αυτούς που τελικά το γλεντούσαν.
Όταν διαμαρτυρηθήκαμε στο εστιατόριο μας επέστρεψαν αμέσως τα χρήματα ζητώντας συγνώμη, αλλά δικαιολογήθηκαν ότι η κυρία που έκανε τα ντολμαδάκια φορούσε στο στήθος πελότα (μαξιλαράκι για καρφίτσες και βελόνες) και από εκεί γλίστρησαν στη γέμιση.
Τελικά, ήμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα όπως έλεγε «ο Ατσίδας» Ντίνος Ηλιόπουλος.
Ναταλία Σαμαρά-Γκαίτλιχ
Aχ αυτά τα πάρτι
Θα προσπαθήσω να περιγράψω τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, που έχουν μείνει στο μυαλό μου. Ξεκινάμε με την πρώτη επαφή με το άλλο φύλο, έξω από το ΣΤ’ γυμνάσιο θηλέων Επτανήσου και Σύρου. Όχι τίποτα σπουδαία που θα βάλουν στο κείμενο την επιγραφή «Ακατάλληλο για ανηλίκους».
Αναμονή για ένα κοίταγμα, ένα βλέμμα, μια συγκατάβαση. Ώρες αναμονής και πού και πού να γλυκαθούμε τουλάχιστον με ένα εκλαιράκι από το γειτονικό Ζαχαροπλαστείο Corfu. Μεγάλη επιτυχία να πετύχουμε ένα ραντεβού για ένα σινεμαδάκι στο Κυψελάκι ή στο Ριάλτο. Τεράστια επιτυχία, λίγο μεγαλύτεροι, να πετύχουμε μια συγκατάθεση, για να βρεθούμε σε ένα πάρτι ενός κοινού γνωστού ή γνωστής. Όλα αυτά συνωμοτικά, λες και είμαστε ύποπτοι για τρομοκρατικές ενέργειες.
Τα πάρτι αχ αυτά τα πάρτι που θα είχες την χαρά να ήσουν μαζί με το πρόσωπο. Ήταν διαφορετικά να ήσουν συνοδός, έστω και μη αναγνωρισμένος, με το κορίτσι σου. Φρεσκολουσμένος με τα πιο όμορφα ρούχα σου, η καρδιά σου πήγαινε στην θέση της, όταν ερχόταν ή έφευγε σε κάθε ντριν που δεν ήταν εκείνη.
Εν αρχή φυσικά τα σέικ με τους Beatles, Stones και τα Ελληνικά συγκροτήματα Formix, Idols, κ.λπ. Βέβαια το ενδιαφέρον ήταν στα τότε σφιχταγκαλιασμένα τραγούδια που τα λέγαμε λανθασμένα μπλουζ. Κυρίαρχο σ΄ αυτό ήταν το δισκάκι του Adamo «Insalah». Προσωπικά έπαιρνα πάντα μαζί μου αυτό το 45ράκι δισκάκι, μπας και δεν το είχαν. Από την πολύ χρήση έχει γίνει φαλακρό. Μακράν ο πλέον ερωτικός δίσκος της εποχής. Παιζόταν αρκετές φορές σε κάθε πάρτι. Η ευκαιρία για σφιχταγκάλιασμα –μπαλαμούτιασμα θα το έλεγαν σήμερα–, πολύ ισχυρή.
Ποτό φυσικά το γλυκό βερμούτ, συνήθως χύμα από το κρασοπωλείο της γειτονιάς. Πολυτέλεια να είχαν και πάγο ή κανένα λεμονάκι.
Στα φοιτητικά μας χρόνια τα πάρτι ήταν πιο συχνά και πιο ανοργάνωτα. Καθόμασταν όλοι κάτω και ακούγαμε μουσική από το φορητό πικάπ με τα 45ράκια, ενώ το βερμούτ ήταν η συνοδεία μας. Λόγω και επταετίας κάναμε και αντίσταση ακούγοντας Μίκη.
Από τις πιο μαγικές στιγμές των σχολικών χρόνων, φυσικά δεν θα ξεχάσω ποτέ, μια εκδρομή στο Ξυλόκαστρο με την ΣΤ’ γυμνασίου. Ήταν Μάιος μήνας και εντελώς συμπτωματικά μάθαμε ότι έχουν εκδρομή και τα κορίτσια γνωστού Παρθεναγωγείου, στο ίδιο μέρος.
Πήραμε λοιπόν την άδεια, σαν μεγάλοι, από τους καθηγητές, να πάμε κάπου μακριά από τους ενοχλητικούς μικρούς. Μαζί με τις κεφτεδούλες μας και το πικάπ μας. Η εντολή ήταν 15:30 να είμαστε πίσω. Δώσαμε υποσχέσεις και όρκους και πήγαμε να βρούμε τα κορίτσια.
Χορός ατελείωτος κάποια στιγμή κάποιος λέει «Ρε την πατήσαμε, 4 η ώρα». Όπου φύγει φύγει, μαζέψαμε συμπράγκαλα και είχαμε να αντιμετωπίσουμε στην σειρά όλους τους καθηγητές. «Αυτό που διαπράξατε είναι ασέβεια προς τους διδασκάλους σας». Κατεβασμένα κεφάλια εμείς. Έπεσαν σύννεφο οι επικρίσεις, 5ήμερος αποβολή σε όλη την 6η το αποτέλεσμα.
Στέλιος Χαμόδρακας
Εάν πας σε ένα πάρτι με παρέα τότε στόχος είναι να φύγεις μόνος σου. Εάν πας μόνο σου ο στόχος είναι να φύγεις με παρέα! -Από τον κανονισμό πάρτι 1980.
Αναζήτηση παρτενέρ
Δύσκολοι καιροί. Τα δημόσια σχολεία δεν ήταν τότε μικτά και, ανάλογα με την «διοργανώτρια αρχή», στα πάρτι της εποχής το ένα φύλλο υπερτερούσε αριθμητικά του άλλου. Τα πρώτα γυμνασιακά χρόνια η κατάσταση βολευόταν με συμμαθητές ή συμμαθήτριες του Δημοτικού. Στη συνέχεια τα πράγματα δυσκόλευαν, καθώς οι παλιές γνωριμίες ξεθώριαζαν.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ανάμεσα στα αγόρια να γίνονται περιζήτητοι, ακόμα και αν ήταν αντιπαθείς ή ξενέρωτοι, όσοι είχαν αδελφές ή ξαδέρφες της ίδιας περίπου ηλικίας, οι οποίες επιστράτευαν τις στενές τους φίλες. Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και με τα συνομήλικά τους κορίτσια. Άλλη πηγή αναζήτησης παρτενέρ ήταν κατά περίπτωση οι συμμαθήτριες ή συμμαθητές στα αγγλικά ή στα γαλλικά.
Συχνά, καθώς δεν διέθεταν όλοι τον απαραίτητο εξοπλισμό, κάποιος καλεσμένος έφερνε μαζί του ένα φτηνιάρικο Tepaz και ο στενός κύκλος του οικοδεσπότη τα 45άρια του. Λίγοι είχαν εγκαταστάσεις περιωπής. Και τις πρόσεχαν ως κόρην οφθαλμού! Όπως εκείνος που διοργάνωνε ανοικτά πάρτι, με καλεσμένους καλεσμένων. Ένας μάλιστα από αυτούς, μιλημένος για την επιμέλειά του, βλέποντας κάποιον να ετοιμάζεται να πειράξει την μπομπίνα ενός πανάκριβου μαγνητόφωνου, τον προειδοποίησε να προσέξει, γιατί ο οικοδεσπότης ήταν ιδιότροπος. Ο «κάποιος» ήταν ο ίδιος ο οικοδεσπότης!
Οι καλεσμένοι σκορπίζονταν σε παντός είδους καθίσματα, που ήταν αποτραβηγμένα στην περιφέρεια, για να αφήνουν χώρο στη μέση για χορό. Οι λάτιν χοροί (τσα τσα, ρούμπα, σάμπα) της δεκαετίας του ’50 άρχισαν σιγά-σιγά να χάνουν την αίγλη τους. Κυριάρχησαν τα σλόουζ (τότε τα λέγαμε μπλουζ) και τα ρoκ εντ ρoλ. Τα τελευταία αντικαταστάθηκαν, μετά την μόδα του τουΐστ, από τα σαίηκ. Κατά καιρούς παρεμβαλλόταν η εφήμερη μόδα κάποιων άλλων χορών (χάλλυ γκάλλυ, μάντισον, μπόσσα νόβα), αλλά χωρίς μεγάλη διάρκεια. Μοναδική (ελληνική) εξαίρεση, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, η γιάνκα! Στην οποία διέπρεψαν τα ελληνικά συγκροτήματα.
Τότε, την πρωτοβουλία την είχανε σχεδόν αποκλειστικά τα αγόρια. Εκείνα έπρεπε να κάνουν το πρώτο βήμα και να ζητήσουν από μια κοπέλα να χορέψει μαζί τους. Και αλίμονό τους αν εισέπρατταν άρνηση! Πάντως, η επιλογή τους για ένα μπλουζ έδειχνε συχνά και την προτίμησή τους στο πρόσωπο. Άλλωστε, ήταν κοινό μυστικό ότι από το ’67 που κυκλοφόρησε το «Nights in white satin» –υπερτριπλάσιας διάρκειας από τα συνηθισμένα, παρακαλώ– των Moody Blues, ο κάθε νεαρός, με το που άκουγε τις πρώτες νότες, έσπευδε να προλάβει την εκλεκτή του για να χορτάσει cheek to cheek.
Από ποτά τίποτε σπουδαίο. Βασίλευε το βερμούτ. Άντε και λίγο καμπάρι για τους πιο ψαγμένους. Για συνοδεία υπήρχαν λίγα κρακεράκια ή (γνήσια) τσιπς και, αν είχε φιλοτιμηθεί η σπιτονοικοκυρά μαμά, λίγοι μεζέδες. Αν η οργάνωση ήταν της παρέας, αγοράζονταν ρεφενέ τυροπιτάκια, σπανακοπιτάκια και πιτσάκια από το πρωτοπόρο για την εποχή μαγαζί των Πασχάλη και Λουλούδη, δίπλα στην «Αελλώ».
Λις
In the town where I was born you were my destiny
Πάρτι το ’70, σε διαμέρισμα στη πλατεία Καλλιγά, στην Καλλιφρονά (Πατησίων). Καλεσμένοι μαθητές, αγόρια και κορίτσια, του Η’ Γυμνασίου Αθηνών. Πρωί πήγαιναν τα κορίτσια, απόγευμα τα αγόρια.
Η μέρα του πάρτι ένα Σάββατο στο σπίτι του Μιχάλη. Πολυέλαιοι με κρύσταλλα που έλαμπαν και τα φώτα ορθάνοικτα. Η γιαγιά του, αφού μας χαιρετούσε έναν έναν, έστεκε πίσω από την τζαμένια πόρτα που χώριζε το σαλόνι από το άλλο σπίτι, ακοίμητος φρουρός της ηθικής μας. Σε λίγη ώρα γεμίζαμε το σαλόνι. Τα κορίτσια από ‘δω και τα αγόρια από ‘κει. Την κολόνια δε θυμάμαι. Πάρτι με αφορμή ή χωρίς αφορμή.
Έναρξη στις εφτά το απόγευμα και λήξη στις δώδεκα ακριβώς. Ένας από όλους τους συμμαθητές μας, ξεφτέρι στα τραγούδια και στα συγκροτήματα, έπαιζε πάντα ως Disk Jokey. Αν ακουγόταν το παραμικρό χρατς στο βινύλιο ήταν αιτία πολέμου και το πάρτι θα μπορούσε να διακοπεί. Τα κορίτσια από την μια και τα αγόρια από την άλλη. Ρούχα καλοσιδερωμένα και μαλλιά προσεγμένα.
Έναρξη με Beatles, yellow submarine. “In the town where I was born lived a man who sailed to sea”, διαπασών, χούντα, καραχουντάρα και ο Μίκης παράνομος. 1970. Μαθητές και μαθήτριες του Η’ Γυμνασίου Αθηνών, ανάμεσά μας ένα συγκρότημα λατρεμένο μας λιώνει τον πάγο. Από ‘δω τα κορίτσια και από ‘κει τα αγόρια. Τρέχω στον καθρέφτη να δω αν ακόμη είμαι όμορφη, πλησιάζει η ώρα του μπλουζ και πρέπει να προλάβω “And he told us of his life in the land of submarines”. Η καρδιά μου ανεξέλεγκτη για τον Τάκη της απέναντι πολυκατοικίας, συμμαθητή στο Η’ και διάνοια στο ποδόσφαιρο.
Ορκιστήκαμε πίστη μέχρι τα γεράματα στους Beatles «Θεέ μου να προλάβω το μπλουζ πριν τις 12:00», «μην γίνει χρατς», «μη μας διακόψει η γιαγιά». Αφαιρέθηκα, τα φώτα κλείσανε, ο δίσκος αλλάζει. Paul Anka! Κάποιος με τραβά στην αγκαλιά του, κλείνω τα μάτια, την κολόνια θυμάμαι. “You are my destiny”.
Άννα
+ Πάρτι χωρίς να έρθει η αστυνομία δεν νοείται. Εάν η ομήγυρις είναι καλά προετοιμασμένη, στέλνει να ανοίξει την πόρτα η πιο εντυπωσιακή κοπέλα. Όχι ότι σώνεται τίποτα, απλά έτσι πρέπει να γίνεται! Χαρίζει κάποια δευτερόλεπτα αμήχανου χαμόγελου στο όργανο –που μη νομίζετε ότι γουστάρει να σας την σπάσει. Πολύ θα ήθελε να πάρει και αυτός μέρος.
– Τα ζευγαράκια που ζουζουνίζουν όλη την ώρα σφραγίζοντας τον έρωτά τους με αιώνιους όρκους αγάπης και αλληλοϊδιοκτησίας. Ένα δικό τους βασίλειο με φράκτες απέναντι στους άλλους. Χεράκι χεράκι, μάγουλο μάγουλο, ένα ποτήρι, ένα σώμα, μία αγάπη. Εννοείται ότι όποιος-α πλησιάζει είναι κίνδυνος θάνατος για τούτη εδώ τη σχέση.
Το πρώτο φιλί 1969
Πρέπει να ήταν μάλλον του Αγίου Γεωργίου. Το σπίτι του Σημαιοφορίδη ήταν στη Ζακύνθου, σε έναν πρώτο όροφο. Οι γονείς του δεν ήταν αυστηροί κι έτσι τα πάρτι του άφηναν ιστορία.
Σαλόνι, μωσαϊκό, στενό μπαλκόνι και στο βάθος δύο υπνοδωμάτια. Είχαν γίνει όλες οι προμήθειες. Πορτοκαλάδες ΗΒΗ, Ταμ-Ταμ και ο Τακώνης θα έφερνε το ποτό της αμαρτίας. ΒΕΡΜΟΥΤ!
Έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να δώσουμε το πρώτο μας φιλί. Μέχρι τότε λίγο χεράκι-χεράκι, ρομαντικές βόλτες στο Πεδίο του Άρεως, αλλά φιλί μηδέν.
Είχαμε χωρίσει σε κατηγορίες τις συμμαθήτριες. Η μια ήταν δύσκολη, η άλλη στριμμένη, η τρίτη σπασίκλας, οπότε οι επιλογές μας ήταν ιδιαίτερα περιορισμένες.
Από διάφορα κουτσομπολιά μάθαμε κάνα δύο είχαν φιληθεί με φοιτητές –αυτοί ήσαν ο εφιάλτης μας– και δεν θα προσπαθούσαμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας.
Το σπίτι του Γιώργου ήταν μία νησίδα ελευθερίας στα γκρίζα χρόνια του γυμνασίου. Οι γονείς ήταν πάντα απόντες και ο ίδιος είχε αρχίσει να αποκτά μια αξιόλογη συλλογή από δίσκους. Το σχέδιο καταστρώθηκε.
Θα ξεκινούσαμε από shake, twist για να καταλήξουμε σε blues που μας έφερναν πιο κοντά στο μάγουλο, έτσι λίγο πιο κοντά στα χείλια.
Αφού τελειώσαμε τα τσιπς, αρχίσαμε να χαμηλώνουμε τα φώτα σιγά σιγά. Η Μάρω δεν ήθελε να χορέψει. Την Κατερίνα την πήρε ο πατέρας της άρον άρον. Η Νάσια από την κάτω τάξη μάλλον τα ‘χε φτιάξει πρόσφατα και δεν ήταν διαθέσιμη.
Όλες οι ελπίδες μας εναποτέθηκαν στην Ιωάννα.
Ξεπατωθήκαμε στους Beatles και στους Rolling Stones και αρχίσαμε να βάζουμε δειλά δειλά τα πρώτα ιταλικά τραγούδια.
A casa d’ Irene, Iο che amo solo te και πάει λέγοντας. Το πάρτι είχε αρχίσει να αραιώνει. Μείναμε μόνο τρεις. Ο Γιώργος, ο Αντρέας και εγώ. Αποφασίσαμε να χορεύουμε την Ιωάννα εναλλάξ.
Οι δίσκοι των 45 στροφών κράταγαν περίπου τρία λεπτά το τραγούδι. Πρώτο τραγούδι ο Αντρέας. Αγκαλιάζει χαλαρά την Ιωάννα και αρχίζει να πλησιάζει προς το μάγουλο. Την ώρα που προχώρησε τελείωσε και το τραγούδι.
Σειρά είχε ο Γιώργος. Δεύτερο μπλούζ, ξεκινάει πιο δυναμικά έχοντας ήδη το μάγουλο που είχε κατακτήσει ο Αντρέας και πάει βουρ για το λαιμό. Η Ιωάννα, διευθυντής ορχήστρας, πρέπει να το διασκέδαζε ιδιαίτερα. Την ώρα που έφευγε από το λαιμό για να ανέβει προς τα χείλη, τέλος το τραγούδι. Ο χρόνος του είχε τελειώσει.
Εγώ έμεινα τελευταίος. Είδα ότι με το τρίλεπτο δεν θα έβλεπα φως, οπότε βάζω στο πικάπ το Ινσαλάχ του Ανταμό. Ατελείωτο. Έξι λεπτά τραγούδι. Είχα ήδη δύο κεκτημένα. Το μάγουλο από τον Αντρέα και το λαιμό από τον Γιώργο.
Ξεκινήσαμε να χορεύουμε σφιχταγκαλιασμένοι. Μετά το τρίλεπτο ξεσπάθωσα.
Οδήγησα τα χείλη μου από το λαιμό, κοντά στο στόμα της Ιωάννας. Άγγιξα τα χείλη της και ένοιωσα τον έβδομο ουρανό ν’ αγγίζει το κεφάλι μου. Φιληθήκαμε άγαρμπα στην αρχή, τρυφερά στη συνέχεια. Ήταν το πρώτο φιλί. Είχα κατακτήσει το Έβερεστ!
Το βράδυ όλο δεν κοιμήθηκα από τη χαρά μου. Όλη μου τη ζωή θυμάμαι το πρώτο μου φιλί. Δε νομίζω να μπορέσω να το ξεχάσω…
Νίκος Χιωτάκης
One step beyond
Κάπου αρχές του ’80, Σάββατο βράδυ στο Θησείο. Το μονοφωνικό πικάπ παίζει ένα κομμάτι για μια Σούζι (Susie Q), η παρέα προσπαθεί να χορέψει, ρωτώντας ποιο είναι το συγκρότημα. Η απάντηση περίεργη. Κάποιοι Creedence Clearwater Revival. Αμερικάνοι είναι λέει ο Σπύρος. «Μάλλον καουμπόηδες» απαντώ με νόημα.
Το κουδούνι κτυπάει και ο Τάσος μπαίνει στο σπίτι κρατώντας δυο δίσκους. Έναν άσπρο με κάτι τύπους με κουστούμια και έναν κίτρινο και κόκκινα γράμματα. «Αφήστε ρε τις αμερικανιές. Έφερα ΤΑ συγκροτήματα», λέει φουσκωμένος σαν παγώνι και με μια αδέξια κίνηση σηκώνει τη βελόνα, ο κόσμος ψιλοαποδοκιμάζει και ο Τάσος τοποθετεί τον δίσκο στο μικρό πικ απ. Και από το πουθενά… «One… step… beyond….τουρουρου, τουρουρουρου» Αυτό ήταν. Το μικρό τριάρι στο Θησείο έγινε ξαφνικά κλαμπ του Λονδίνου.
Όλοι βρεθήκαμε να χορεύουμε σαν τρελοί στους ρυθμούς ενός συγκροτήματος που δεν ξέραμε. Η συνέχεια είχε τρελό πόγκο στους ρυθμούς του Anarchy in the UK. Εκείνο το βράδυ, λίγο καιρό πριν η «αλλαγή» μας αλλάξει τα φώτα, μια παρέα εφήβων ανακάλυπταν τη μαγεία της βρετανικής επανάστασης του Punk και του Ska. Από εκείνο το σαββατόβραδο άλλαξαν όλα. Ρούχα, ποτά, μουσικές.
Σε μια εποχή που η μόδα ήταν μακριά μαλλιά, αμπέχονο, αντάρτικα & ρεμπέτικο, φοράγαμε (ψευτο) fred perry –πού λεφτά για ορίτζιναλ–, πουκάμισα με κουμπάκια στους γιακάδες, σακάκια με τρία κουμπιά και παρκάς. Οι πιο τολμηροί πρόσθεταν και κανένα καβουράκι. Όλα άρχισαν με… ένα βήμα μπροστά και προχωράμε (ακόμα…)!
Μάκης Διόγος
Top 10 από τον Μάκη Διόγο | 80’s
One Step Beyond | Madness
Gangsters | The Specials
Anarchy in the UK | Sex Pistols
Hit me with your rhythm stick | Ian Dury & The Blockheads
Sheena Is A Punk Rocker | The Ramones
Rockaway Beach | The Ramones
I Fought The Law | The Clash
London calling | The Clash
2 4 6 8 Motorway | Tom Robinson Band
Nice ‘N’ Sleazy | The Stranglers
Φωτορυθμικός οργασμός
Εγώ πάντως έπινα μπύρα. Δεν ήταν μόνο τα λεφτά. Ήταν και το μπουκάλι που κούναγα πέρα δώθε στο μπούτι –εν είδει ρυθμού- μαζί πάντα με το κεφάλι. Οι υπόλοιποι κάπνιζαν, οπότε κάτι είχαν στο χέρι για λόγους στυλ.
Εγώ φλώρος μια ζωή. Περίμενα κάποιο καλό κομμάτι. Και δώσ’ του «σχιζοφρένεια» με τον Βέρο. Εντάξει, ζήσαμε μεγάλες «γραφικότητες», αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Στο σπίτι του Θοδωρή είχε πλάκα. Είχαμε και τη «γιαγιά-χαλάκι». Έτσι τη λέγαμε, σαν διακοσμητικό που το είχαν κρύψει στο μέσα δωμάτιο για να γίνει το πάρτι. Ζει ακόμα, να ‘ναι καλά. Στα μπλουζ του γυμνασιολυκείου ήμουν τεχνίτης. Ρωτήστε την Γεωργία. Το μπίρι μπίρι στο αυτί ήταν το ατού μου κι έτσι το διακριτικό χούφτωμα είχε την απαραίτητη «νομιμοποίηση».
Από τους Roxette, τον Bryan Adams και τους Ten Sharp μέχρι τον Nick Cave, τους Oasis, τους REM και τους Sisters of Mercy… μια εφηβεία δρόμος. Ήταν όμως και η εποχή του ελληνικού ροκ. Τρύπες, Αρνάκια, Λευκή Συμφωνία, Ξύλινα Σπαθιά, αλλά και… «Παυσίπονο» που έπαιζε σε κάθε πάρτι που σεβόταν τον εαυτό του. Κουβάλαγα συχνά και δίσκους, μισούς μισούς με τον Χρήστο. Ο Παναγιώτης και κασέτες μέταλ, μια ζωή άχρηστες. Και εννοείται ότι πάντα καταλήγαμε με Σιδηρόπουλο και κιθάρα. Και τότε πέφταν μοιρασμένα τα «ώχου πια» και τα «ναιιιιι! παίξε!»
Στο τέλος βγαίναμε Πατησίων και γυρνούσαμε την Κατερίνα σπίτι, κοντά Δροσοπούλου και Λέσβου. Ωραία ήταν.
Τασούλης
Ρε φίλε, είσαι κουκλάρα σήμερα!
Σάββατο βράδυ. Εδώ και μια βδομάδα προετοιμάζομαι γι’ αυτό το πάρτι. Δέκα η ώρα νταν, βρίσκομαι έξω απ’ την πόρτα της εορτάζουσας, σενιαρισμένη, με την κλασική σακούλα Ρεζέρβα με το δώρο της, να χτυπάω το κουδούνι. Μπαίνω, χαιρετάω όλους του συμμαθητές, έρχεται κι αυτός τρεχάτος με το μποτάκι το Timberland, που έτσι και σε πάταγε μ’ αυτό, έκανες να περπατήσεις ένα μήνα, με αγκαλιάζει, με κοιτάει καλά καλά και μου λέει χαμογελαστός: «Ρε φίλε, είσαι κουκλάρα σήμερα». Του χαμογελάω κι εγώ κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούγεται «I thought that we would just be friends, things will never be the same again».
Για ν’ αποφύγω την άβολη στιγμή, τον αρπάζω απ’ το χέρι κι αρχίζουμε να χορεύουμε. Τη θέση τους τώρα στο στερεοφωνικό έχουν πάρει οι Spice Girls, Backstreet Boys, Britney Spears, Aqua και Ricky Martin. Οπότε βρίσκομαι κι εγώ «κέντρο Eλενίτσα», μ’ ένα μπουκάλι Gordon’s space (4% αλκοόλ, παρακαλώ) να ουρλιάζω “livin’ la vida locaaaaaa”.
Βέβαια, σαν σωστά ελληνόπουλα τιμούσαμε και τα τοπικά προϊόντα. Ελληνική ποπ λοιπόν και «εγώ είμαι το γιατρικό που πρέπει να πάρεις» για ν’ αυτοαναιρεθούμε λίγο αργότερα, τραγουδώντας «αφού δεν έχεις αυτό το κάτι που θέλω». Έπειτα συμφωνούσαμε όλοι ότι, «η αγάπη βλάπτει σοβαρά την υγεία σου» δια στόματος Λεμπέση κι όταν πια είχαμε μερακλώσει πολύ από το breezer καρπούζι (4% αλκοολ, επίσης), ερχόταν η ώρα της ζεμπεκιάς: «Στα όνειρά μου σαν τα πέταλα μιας ανεμώνας» του Κόκοτα. Του υιού.
Σε περίπτωση που η ομήγυρις ήταν πολύ προχωρημένη, έπαιζε στη διαπασών το “Dance with the devil”, κατά τη διάρκεια του οποίου είχαμε βαθιά πεποίθηση ότι κάναμε επίκληση στο σατανά και φοβόμαστε ότι θα γίνουμε σατανιστές. Γεγονός το οποίο ενισχυόταν και από την απαγόρευση του εν λόγω άσματος σε κλαμπς και μπαρς που φιλοξενούσαν ανήλικους.
Ώσπου έφτανε η ώρα των μπλουζ, τα οποία πρέπει να είμαστε και η τελευταία γενιά που τα τίμησε. Αλά ελληνικά και πάλι, «έτσι ξαφνικά» χόρεψα με τον κολλητό μου cheek to cheek και με φίλησε. Στο μάγουλο. Φυσικά ακολουθούσαν και τα αξεπέραστα εισαγωγής “Listen to your heart”, “It must have been love”, “Only youououou”, “Cose de la vida” και όλες ερωτευμένες με τον Eros (Ramazzotti).
Στη λήξη του πάρτι, κάτι πειραγμένοι και η αφεντιά μου, χώναμε κρυφά στο κασετόφωνο τα «O Βασιλιάς της Σκόνης», «Ταξιδιάρα Ψυχή», Πυξ Λαξ και Άσιμο, για να εκτονώσουμε και το αμαρτωλό ροκ παρελθόν που ΔΕΝ είχαμε στα 11 μας.
Αφού τελείωνε το πανηγύρι σιγά σιγά κατέφθαναν οι μισοκοιμισμένοι μας πατεράδες απ’ όλες τις γωνιές της Αθήνας να μας μαζέψουν, αφού, πρώτα, καταριόντουσαν την ώρα και τη στιγμή που συμφώνησαν για το πάρτι. Κάπως έτσι πέφταμε μισοκοιμισμένοι στα κρεβάτια μας και αποκοιμόμασταν με τις ζεστές, ξενυχτιάρικες φωνές παραγωγών του loveradio, Atlantis κ.α.
Σουλελά
+ Ένα σωστό πάρτι πρέπει να έχει 2-3 πολύ μεθυσμένους που να έχουν γίνει ένα με το πάτωμα, 2-3 χωρισμούς (κάποιοι με εκκωφαντικό τρόπο), 2-3 περιπέτειες και αγριεμένα φλερτ (κάποια με εκκωφαντικό τρόπο). Εννοείται ότι κάτι πρέπει να σπάσει, π.χ, κρεβάτι, φοντανιέρα, τζάμι, κάτι τέλος πάντων.
– Ο τύπος που, με το που μπαίνει μέσα, κοζάρει τον μπουφέ με τα πατατάκια, τα αλμυρά και τα καρότα και τα τσακίζει με ακριβώς αυτή την σειρά. Ένα πλήρες γεύμα μέσα σε πέντε λεπτά. Συνήθως δεν πίνει αλκοόλ αλλά μόνο πέπσι με λεμόνι και παγάκια.
Face control
Party εν έτη 2016…σίγουρα tout a fait différent (εντελώς διαφορετικό, γαλλιστί). Ας πάρουμε όμως τα πράγματα χρονολογικά. Δηλαδή, από την πρόσκληση για το πολυαναμενόμενο party του Σ/Κ, γιατί για κάποιο λόγο, μόνο ‘Σ’ και ‘Κ’ γίνονται πια τα parties.
H τάση της εποχής στο θέμα της πρόσκλησης είναι τα γνωστά «κλειστά γκρουπάκια» στο «fb», όπου καλούνται οι επιθυμητοί και αποκλείονται οι ανεπιθύμητοι, που το μαθαίνουν από τις φωτό που θα «ανεβούν» την επομένη του party. Κι έρχεται η βραδιά του party κι εδώ αρχίζουν τα ωραία. Ένα party που σέβεται τον εαυτό του έχει πάντα τουλάχιστον έναν καλά οργανωμένο dj (ηλικίας max τα 27), συνήθως με ύφος μοιραίο και ψυχεδελικό…έτοιμο να αποπλανήσει με το βλέμμα του τα κοριτσόπουλα της βραδιάς.
Πάμε τώρα στα αγόρια και στα κορίτσια που είπαν να έρθουν απόψε στο παρτάκι μας. Κορίτσια-κορίτσια και αγόρια-αγόρια (μην μπερδεύεστε, σχολείο πήγαν μαζί, στα parties κάτι παθαίνουν), κοιτάζουν του στυλ «σε καρφώνω το βλέπεις κάνε κάτι», αλλά άμα δεν πιούν το «Βόσπορο» δεν θα πάνε να κάνουν παιχνίδι. Έστω, όμως, ότι ήρθε η στιγμή κι αρχίζει η φλερτο-κατάσταση. Αμηχανία στο ζενίθ και ερωτήσεις μάλλον ξενέρωτες με απαντήσεις αντίστοιχες.
Ε, το παίρνεις απόφαση και λες «ας μη μιλήσουμε, ας χορέψουμε καλύτερα». Αρχίζεις να κουτσοχορεύεις τύπου «εγώ γεννήθηκα με το ρυθμό μέσα μου» και περνάει η βραδιά. Ας ανακεφαλαιώσουμε, λοιπόν, στα parties σήμερα παίζει λίγο ποτό (αν δεν αντέχει το πορτοφόλι), πολύ «σε κοιτώ, με κοιτάς και…μάλλον σιωπή», λίγο φλερτάκι, και μουσική που και καλή και κακή να είναι, λίγοι την θυμούνται την επόμενη μέρα.
Μαντούλι